Categories: FeaturedΣΙΝΕΜΑ

30 Χρόνια Scarface

Αν υπάρχει μία σκηνή που έχει χαραχτεί στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη περισσότερο απ’ όλες τις άλλες αυτής της όπερας βίας και υπερβολής του Μπράιαν ντε Πάλμα, είναι η σκηνή που κλείνει το έπος του: ταμπουρωμένος στο τεράστιο γραφείο του πίσω από ένα βουνό κόκα, ο Τόνυ Μοντάνα του Αλ Πατσίνο, ο φιλόδοξος Κουβανός μετανάστασης που έγινε άρχοντας του οργανωμένου εγκλήματος του Μαϊάμι, υποδέχεται τη στρατιά Κολομβιανών εκτελεστών του με τον μόνο τρόπο που αρμόζει σε άνθρωπο που έχει κατακτήσει τον κόσμο και τον έχει κάνει παιχνιδάκι του. Αρπάζει τα κανόνια του και μοιράζει ασταμάτητο πόνο στους αμφισβητίες του, μέχρι που, πισώπλατα πυροβολημένος, σε στάση εσταυρωμένου, πέφτει νεκρός, αλλά όχι ηττημένος, στο συντριβάνι της θεόρατης εισόδου της βίλας του. Αυτή η επική σκηνή κλείνει τη Δευτέρα 9 Δεκέμβρη 30 χρόνια απ’ την πρώτη κυκλοφορία της στις αμερικανικές αίθουσες. Και παραμένει αξεπέραστη.

Ο Τόνυ Μοντάνα έχει γράψει με το αίμα του το όνομά του στη λίστα των πιο μνημειωδών κινηματογραφικών (και μυθοπλαστικών γενικότερα) φιγούρων στην ιστορία του σινεμά. Δεν είναι μόνο οι ατάκες του που εισέβαλαν στην ποπ κουλτούρα κι έχουν καρφωθεί εκεί, εδώ και τρεις δεκαετίες. Δεν είναι η ερμηνεία του Αλ Πατσίνο, που έχει καπαρώσει πόστο ανάμεσα στις 3-4 καλύτερες της υπερπλούσιας καριέρας ενός θηριώδους ερμηνευτικού ταλέντου. Δεν είναι η επική ματιά του Μπράιαν ντε Πάλμα, με τις ιδιοφυείς σκηνοθετικές εμπνεύσεις, την αμείλικτη διαχείριση της βίας και το πάντρεμά της με μια καρακλασική ιστορία αυτοκρατορικής ανόδου και πτώσης. Δεν είναι ούτε το σενάριο του Όλιβερ Στόουν, που βρίθει θησαυρών κοινωνιολογικής μελέτης, βαθιάς ηθογραφίας εποχής και χαρακτήρων, με πολιτικές προεκτάσεις να νοστιμεύουν το ζουμί. Είναι όλα αυτά μαζί: μια τέλεια συναστρία σκηνοθέτη, σεναριογράφου, πρωταγωνιστή και βεβαίως-βεβαίως παραγωγού, που ευθυγραμμίστηκαν για να γίνει πραγματικότητα, μια ταινία που έκανε τομή στην εποχή της, κι εξακολουθεί να παραμένει αιχμηρή, έχοντας ήδη διανύσει το μεγαλύτερο μέρος μισού αιώνα ζωής.

Δεν ήταν εύκολη η πορεία απ’ τη σύλληψη μέχρι τη δημιουργία αυτού του αιρετικού αριστουργήματος, όπως μπορείς να μαντέψεις. Βασισμένο στην ομότιτλη ταινία του Χάουαρντ Χωκς απ’ το 1932, το ταξίδι του Σημαδεμένου ξεκίνησε απ’ την επιθυμία του Πατσίνο να ξαναγυρίσει αυτήν την ταινία και να την φέρει στη σύγχρονη εποχή, με τον ίδιο για πρωταγωνιστή. Επιθυμία που είχαν κι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο με τον Μάρτιν Σκορσέζε, παρεμπιπτόντως, στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Ο Πατσίνο το πρότεινε στον Μάρτιν Μπρέγκμαν, τον άνθρωπο που τον πήρε απ’ τις παρυφές του Μπρόντγουει και τού έφτιαξε καριέρα, στήνοντας απάνω του το Σέρπικο (1973) του Λιουμέτ, για παράδειγμα. Ο Μπρέγκμαν άρπαξε την ιδέα και την έριξε στον Μπράιαν ντε Πάλμα να τού γράψει το σενάριο μαζί με τον Ντέιβιντ Ρέιμπ (αργότερα σεναριογράφο της Φίρμας (1993)).

Οι δυο τους δεν μπορούσαν να βρουν τον τρόπο να μεταφέρουν την ταινία στη σύγχρονη εποχή, κι εγκατέλειψαν το πρότζεκτ, το οποίο έμεινε σε αδράνεια, μέχρι που ο Σίντεϋ Λιουμέτ, που ενδιαφέρθηκε για τη σκηνοθεσία, πρότεινε στον Μπρέγκμαν να το συνδέσουν με την Κούβα και να το κάνουν για τον πόλεμο της κόκας, που ήταν τότε το θέμα της εποχής. Ο Μπρέγκμαν ενθουσιάστηκε, κι έφερε στην ομάδα τον Όλιβερ Στόουν, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν στη ζόρικη φάση του να έχει πατώσει η (μάπα) προηγούμενη ταινία του, το ψυχολογικομεταφυσικό θρίλερ The Hand (1981), και να ψάχνει από κάπου να πιαστεί.

Παρ’ ότι αλλεργικός στα remake, άρπαξε την ιδέα να μεταφέρει την ταινία του Χωκς σε ένα εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο, άρχισε τα ταξίδια στην Κούβα, το Μαϊάμι, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ, ξεκίνησε την έρευνα μιλώντας με κόσμο δεξιά κι αριστερά, έπιασε φιλίες με διάφορους μυστήριους τύπους, με τους οποίους συνήθως κατέληγε να στήνει αυτοσχέδια πάρτυ με ποτό, χορό και πολύ σνιφάρισμα, για να μάθει από πρώτο χέρι το lifestyle των ανθρώπων που θα έπρεπε να γεμίσουν την ταινία του. Κι ύστερα την κοπάνησε, πήγε στο Παρίσι, έκοψε την κόκα κι άρχισε το γράψιμο. Όταν το τελείωσε, το διάβασε ο Λιουμέτ κι έπαθε αμόκ. Το σενάριο ήταν τιγκαρισμέν στη βία και την υπερβολή, και το κυριότερο, έλειπε ένα πολύ συγκεκριμένο αγαπημένο συστατικό του σκηνοθέτη της Σκυλίσιας Μέρας (1975) και του Δικτύου (1976): η πολιτική κατεύθυνση.

Ο Λιουμέτ εγκατέλειψε, ο Στόουν θα λάτρευε να σκαρφαλώσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη αλλά του λείπαν τα κυβικά, κι έτσι ο Μπρέγκμαν στράφηκε ξανά στον Ντε Πάλμα, ο οποίος λάτρεψε το πόσο διαφορετικό είχε γίνει το πρότζεκτ από αυτό που είχε ο ίδιος πρωτοφανταστεί. Παράτησε τη σκηνοθεσία του Flashdance (1983) και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Ο Τόνυ Μοντάνα, μπήκε στο καράβι απ’ την Κούβα, που τότε είχε ανοίξει για λίγο τα λιμάνια της, επιτρέποντας σε μετανάστες να φύγουν για Αμερική (περίοδος που έδωσε στον Κάστρο την ευκαιρία να αδειάσει και λίγο τις φυλακές του, ξαποστέλνοντας και μπόλικους απ’ τους βαρυποινίτες του μαζί με τους φερέλπιδες αντικαθεστωτικούς), και μπαρκάρισε για Μαϊάμι, έτοιμος να κυνηγήσει το όνειρο.

Στην πραγματικότητα, ο Σημαδεμένος του Ντε Πάλμα είναι ακριβώς αυτό. Ο Τόνυ Μοντάνα, είναι η ίδια η ενσάρκωση του Αμερικανικού Ονείρου, ντοπαρισμένη με βαρβιτουρικά: λεφτά, γυναίκες, δόξα, κόκα, βία, αίμα, ο ήρωας του σεναρίου του Στόουν είναι η σκοτεινή πλευρά της αμερικανικής επιχειρηματικής μενταλιτέ. Ένας άντρας φιλόδοξος κι αποφασισμένος, βλέπει τι θέλει και κάνει ό,τι χρειαστεί για να το αποκτήσει. «Ξέρω τι με περιμένει, τσίκο: ο κόσμος, κι ό,τι άλλο πάει μαζί», λέει ο Μοντάνα στον κολλητό του. Και αρπάζει ότ,ι βρει μπροστά του, μέχρι να τα κατακτήσει όλα. Κι όταν τα κατακτήσει όλα, θέλει κι άλλα. Ένας άνθρωπος αποφασισμένος, γίνεται ένας άνθρωπος αχόρταγος.

Ο Τόνυ Μοντάνα δεν είναι δαίμονας. Δεν πήγε στην Αμερική για να ανατινάζει χρηματοκιβώτια, ούτε για να ανταλλάζει μαχαιριές, να μακελεύει υποκοσμιακές στρατιές, ή να γίνει ο άρχοντας της κόκας. Δεν είχε κανένα σκοπό να πάει να συναντήσει κανέναν τρελό με αλυσοπρίονο κι έφεση στο να κόβει ανθρώπους σε μερίδες. Απλώς, να, δεν υπήρχε κανένα άλλο job opening. Αυτός ο κόσμος ήταν ο μόνος που ήταν διαθέσιμος γι’ αυτούς τους ανθρώπους, αυτού του είδους η ζωή ήταν που περίμενε πρώτη τους μετανάστες στις αποβάθρες, κι ήταν το μόνο λογικό βήμα, αυτή τη σκάλα να βρει μπροστά του και να αρπάξει να την ανέβει, ένας τύπος με μια ουλή που ξεκινούσε απ’ το φρύδι κι έφτανε χαμηλά στο μάγουλο, κληροδοτημένη χάλευε γύρευε από ποιες καλές παρέες.

Ο τρόπος που σου συστήνει τον χαρακτήρα του ο Ντε Πάλμα, είναι μια στιγμή σκηνοθετικής ιδιοφυΐας κι αφορμή για τον Πατσίνο να δώσει ένα μικρό ρεσιτάλ ερμηνείας. Ο Ντε Πάλμα, σκηνοθέτης με ιδιαίτερη έφεση κι αγάπη στα περίτεχνα μακρινά, τους γερανούς και τα μπλοζόν, δεν ανοίγει την ταινία του μ’ ένα παραδοσιακό γκρο πλαν, αλλά καρφώνει την κάμερά του στο πρόσωπο του αντιήρωά του, και δίνει την ευκαιρία στον Πατσίνο να αρπάξει το θεατή από τη μούρη, παίζοντας με τη μούρη του χαρακτήρα του. Μέσα σε λίγα λεπτά, χρησιμοποιώντας μονάχα το πρόσωπο, το σαγόνι, το κούνημα του κεφαλιού και των ώμων, αποδίδει όλη την αίσθηση του θρασύ μπλοφατζή αλητάκου με το επικίνδυνο χαμόγελο της ύαινας. Αποκρυσταλλώνει την ουσία του αντιήρωά του, την επικίνδυνη γοητεία του, με ωμή ερμηνευτική μαγκιά.

Μπολιάζοντας τον Τόνυ Μοντάνα με χιούμορ ο Όλιβερ Στόουν χτίζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα του κι αφήνει την επικίνδυνη ευφυΐα του να φανεί μέσα απ’ την λεπτή του, κοφτερή ειρωνεία, πριν ο αγώνας της επιβίωσης μετατραπεί σε μανιώδες κυνήγι δόξας κι εξουσίας, κι η κλιμάκωση της βίας αποκτηνώσει ότι ανθρώπινο μπορεί να είχε μέσα του. Όμως, ακόμη κι όταν φτάνει στο βαθύτερο σκοτάδι του, δεν μετατρέπεται σε δαίμονα. Κρατά κοντά τους δικούς του ανθρώπους, σέβεται τη μάνα του και προσέχει (σε εμμονικό βαθμό) την αδερφή του. Παραμένει χαρακτηριστικό δείγμα της πεμπτουσίας του αντιήρωα: αυτή ενός ανθρώπου που κινείται εκτός της έννομης νόρμας, μα πάντα εντός πλαισίων του ηθικού του κώδικα: «δεν έσκισα ποτέ κανέναν στη ζωή μου που δεν το άξιζε. Τα μόνα που έχω σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ο λόγος μου και τ’ αρχίδια μου και δεν τα σπάω για κανέναν», λέει.

Και λίγα λεπτά αργότερα, ένας αμφιλεγόμενης εμπιστοσύνης συνεργάτης του, πέφτει από ένα ελικόπτερο με μια θηλιά περασμένη στο λαιμό του. Μια μόνο απ’ τη ντουζίνα σκηνών άγριας βίας, ικανής να βάλει τον Σημαδεμένο του Ντε Πάλμα δίπλα σ’ εκείνον του Χωκς, ο οποίος στην εποχή του, είχε χαρακτηριστεί ως μια απ’ τις πιο άγριες ταινίες που είχαν περάσει από οθόνη. Συνειδητά επιδιώκοντας να καθορίσει ένα άλλο επίπεδο βίας, πάνω και πέρα απ’ τα καθησυχαστικά πιστολίδια, τους ήσυχους στραγκαλισμούς και τα βιαστικά μαχαιρώματα των γκανγκστερικών ταινιών της εποχής του, ο Ντε Πάλμα και η ομάδα του έφτιαξαν ένα σύμπαν όπου η βία είναι τόσο χειροπιαστή, τόσο πανταχού παρούσα, που τη νιώθεις σχεδόν σαν κρυφό, δεύτερο πρωταγωνιστή.

Και στις δυο εκδοχές του Σημαδεμένου, η βία είναι κομμάτι της ζωής των χαρακτήρων τους. Χρησιμοποιείται όχι ως εργαλείο για να σοκάρει το θεατή, αλλά σαν ένα είδος ενσωμάτωσης της φρίκης της πορείας τους προς την κορυφή της Άγριας Δύσης του καπιταλιστικού συστήματος της ανομίας. Όσο εξωφρενικές κι αν δείχνουν όμως, οι γκανγκστερικές διαμάχες, οι στρατιωτικού επιπέδου συρράξεις, τα ξεκοιλιάσματα, τα μακελειά της ταινίας του Ντε Πάλμα, όλες τους βασίστηκαν σε αληθινά περιστατικά. Στην απεικόνιση της αγριάδας της ζωής του εγκληματία, ο Όλιβερ Στόουν ενσωμάτωσε την έρευνά του σε αληθινές υποθέσεις της εισαγγελίας του Μαϊάμι και των τριγύρω περιοχών, κι ο Ντε Πάλμα δεν δίστασε να φέρει στην οθόνη μια καθημερινότητα όπου τα αντιμαχόμενα καρτέλ «έκοβαν τους ανθρώπους κομμάτια και τους ανακαλύπτανε την άλλη μέρα πεταμένους στα σκουπίδια έξω απ’ τα ψιλικατζίδικα», όπως είχε πει.

Και μιας και το ‘φερε η κουβέντα, να άλλη μια στιγμή μεγαλείου του Ντε Πάλμα: η σύλληψη της μνημειώδους, πιο στοιχειωτικής σκηνής αγριάδας της ταινίας, με τον μακελάρη με το αλυσοπρίονο. Μια σκηνή που έκανε θεατές να παρατάνε την ταινία στη μέση και να εγκαταλείπουν την αίθουσα φρικαρισμένοι, στην οποία, παρεμπιπτόντως, δεν βλέπεις απολύτως τίποτα. Μόνο ήχος, το καταπαγωμένο βλέμμα του Πατσίνο, και το αίμα. Κι ο ηδονοβλεπτικός, ες αεί χιτσκοκικός φακός του Ντε Πάλμα, σ’ ένα υπέροχο αεροπλανικό, να εγκαταλείπει το δαιμονισμένο δωμάτιο του μοτέλ, για να κατέβει να χαϊδέψει τον κώλο μιας ξανθιάς που χαριεντίζεται στο απέναντι πεζοδρόμιο, διαγράφοντας με τις σκανδαλιστικές καμπύλες της, το ηδονιστικό χαμόγελο της ειρωνείας. Κλασικός Ντε Πάλμα.

Τα hi-tech σκηνικά, οι νέον φωτισμοί, τα δαιμονισμένα ακρυλικά παστέλ, τα πολύχρωμα κοστούμια, οι γυαλιστερές επιφάνειες και οι κιτσάτες υπερβολές, άλλη μια ρεαλιστική πινελιά, χορηγία του οπτικού συμβούλου της ταινίας, Φερντινάντο Σκαρφιότι, επέβαλε μια εντελώς διαφορετική παλέτα στην νουάρ αφήγηση της ταινίας, κάνοντάς την εμβληματική για την εποχή της, όχι μόνο απεικονίζοντας, αλλά και καθορίζοντας την πραγματικότητά της. Η κοκαρισμένη ντίσκο, η αδηφάγα μενταλιτέ, η νοοτροπία της Γουολ Στρητ στους άγριους δρόμους του Μαϊάμι. Ένα ατέλειωτο πάρτι με πανέμορφες γκόμενες, παγωμένα χαμόγελα και αχόρταγα κορμιά, η εικόνα της κοινωνίας μέσα στην οποία κινείται ο Τόνυ Μοντάνα είναι αυτή της ρηγκανικής αφασικής ευδαιμονίας, όμως, «η ευμάρεια διαφθείρει πιο άγρια κι από τον πόλεμο», όπως έλεγε ο Στόουν.

Το έντονο φλερτ με την παράνοια, ο χορός των φαντασμάτων των εχθρών του πίσω απ’ τις κουρτίνες, η θέα απ’ την κορυφή του βουνού των πτωμάτων που παρ’ ότι μοναχική παραμένει γοητευτική και για άλλους φιλόδοξους πέρα απ’ αυτών που την πατάει, ή, αν προτιμάς, η ύβρις της αρχαιοελληνικής τραγωδίας που μόνο με μανιασμένη πτώση μπορεί να τιμωρηθεί. Ο Τόνυ Μοντάνα, αργά η γρήγορα, θα πρέπει να πέσει. Με τα μούτρα, σε μια πισίνα βαμμένη με το δικό του αίμα, ιδανικά. Αλλά αν μπορούσε να το κάνει κι άλλη φορά, δεν θα άλλαζε τίποτα απ’ αυτήν την πορεία απ’ το λιμάνι του Μαϊάμι μέχρι την πισώπλατη τουφεκιά. Γιατί αυτή είναι η μοίρα κάθε Τόνυ Μοντάνα, και πουθενά αλλού απ’ τον Σημαδεμένο, δεν έχει γραφτεί τόσο ιδανικά.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης