Η σχέση του ελληνικού κοινού με τη σύγχρονη μουσική υπήρξε ανέκαθεν ένα θέμα δύσκολο και πονεμένο. Με μεγάλη καθυστέρηση έφταναν στο ελληνικό κοινό οι εξελίξεις της. Ελάχιστοι ενδιαφέρονταν γι αυτήν, και με τρόπο απολύτως άτακτο: ενδεχομένως πολλοί Έλληνες μουσικόφιλοι πρώτα να άκουσαν τον Στοκχάουζεν και μετά τον Άλμπαν Μπεργκ. Το ίδιο συνέβαινε και με τις αντίστοιχες συναυλίες: κορυφαία σύνολα, από το Ensemble InterContemporain του Pierre Boulezπαλαιότερα μέχρι το κουαρτέτο Diotima πιο πρόσφατα, βρέθηκαν να παίζουν στην Αθήνα μπροστά σε ένα κοινό υποπολλαπλάσιο της αξίας και της φήμης τους.
Την
Τρίτη έχουμε την ευκαιρία να χαρούμε στην πόλη μας ένα κορυφαίο σύνολο σύγχρονης μουσικής: το
Klangforum Wien. Θεωρώντας πως κάποιες φορές μπορεί το περιορισμένο ενδιαφέρον του κοινού να οφείλεται και σε ελλιπή ενημέρωση, σκεφτήκαμε στην Popaganda να μιλήσουμε με τον Χρήστο Καρρά, Γενικό Διευθυντή και Καλλιτεχνικό Διευθυντή Μουσικής της Στέγης Του Ιδρύματος Ωνάση, ώστε να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα τόσο για για το σύνολο, όσο και για το ρεπερτόριο που θα ακουστεί. Άλλωστε, λίγοι άνθρωποι θα ήταν καταλληλότεροι να μας κατατοπίσουν: η βαθιά του γνώση πάνω στη μουσική του 20ου και 21ου αιώνα, αλλά και η αληθινά ανοιχτή σκέψη του πάνω στο αντικείμενο, έχουν οδηγήσει τη ΣΓΤ σε πολλές συναρπαστικές μετακλήσεις μέσα στα χρόνια της λειτουργίας της, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ακούσουμε πράγματα με τα οποία δύσκολα θα μπορούσαμε να έλθουμε σε επαφή.
Να πούμε δυο λόγια για το σύνολο; Το Klangforum, πέρα από την ποιοτική του ταυτότητα, που είναι σίγουρα πολύ ψηλά ανάμεσα στα σύνολα που έχουνε ειδικευτεί στη σύγχρονη μουσική και κάνουν μόνο αυτό, είναι ένα σύνολο το οποίο έχει την ιδιαιτερότητα να αυτοδιαχειρίζεται. Είναι ένας απίστευτα δημοκρατικός οργανισμός. Έχουν έναν administrator που κρατά κάποια δομή στη διαχείριση, αλλά οι αποφάσεις για κατευθύνσεις καλλιτεχνικές, γιατί κάνουν αυτό που κάνουν, τι θα παίξουν, ποιο θα είναι το ρεπερτόριο, παίρνονται από το συμβούλιο των μουσικών, οι οποίοι είναι όλοι, από πλευράς τεχνικής, γνώσης και κατανόησης ανάμεσα στους κορυφαίους παγκοσμίως. Και μια τρίτη διάσταση που θα μπορούσε να τονίσει κανείς είναι πως πρόκειται για ένα σύνολο το οποίο ψάχνει να δημιουργήσει και προγράμματα και συνθήκες παιξίματος που θα μπορούσαν να φέρουν κοντά τους και ένα κοινό διευρυμένο.
Πώς μπορεί κανείς να το επιτύχει αυτό; Θα πειραματιστούν με format συναυλιών που να μην είναι η στημένη συναυλία, θα κοιτάξουν για συνεργασίες με ανθρώπους που κάνουν σινεμά ή θέατρο, θα ψάξουν για θεματικές που να δώσουν μια είσοδο στο πρόγραμμα και σε ανθρώπους που να μην είναι τόσο εξοικειωμένοι με τη σύγχρονη μουσική. Και κάτι ακόμη, που είναι αυτό που εμένα με ξαφνιάζει κάθε φορά: ό, τι κι αν παίξουν, όσο δύσκολο κι αν είναι, όσο αφηρημένο, δυσπρόσιτο ή απρόσμενο, το παίζουν με την ίδια άνεση και την ίδια πνοή που θα έπαιζαν Μότσαρτ! Αυτό είναι κάτι που πραγματικά με εντυπωσιάζει. Βγάζουν όλη τη μουσικότητα των συνθέσεων με τρόπο απαράμιλλο. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Επίσης το Klangforum είναι εταίρος μας σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα το οποίο διαχειριζόμαστε, το interfaces, κι έχουμε μια στενή συνεργασία.
Πώς επελέγη το ρεπερτόριο της συναυλίας; Επιλέξαμε μαζί το πρόγραμμα. Η αρχική μου σκέψη για τη συναυλία, αυτή, την οποία ασπάστηκε το σύνολο, ήταν να παρουσιάσουμε ένα έργο του Pierluigi Billone, που είναι ένας ιταλός συνθέτης του οποίου ίσως και να μην έχει παιχτεί μουσική στην Ελλάδα – πάντως σίγουρα δεν παίζεται τακτικά! Ο Billone έχει πειραματιστεί πολύ με το ηχόχρωμα και την τεχνική των οργάνων,όπως άλλωστε θα φανταζόταν κανείς για κάποιον που υπήρξε μαθητής του Sciarrino και του Lachenmann, κι ο οποίος έχει μια αίσθηση της μουσικής ως τελετουργία. Μέσα από τη σύνθεσή του, προσπαθεί να δημιουργήσει μια κατάσταση, όπως θα λέγαμε στην καθομιλουμένη. Έχει μια αίσθηση της μουσικής σύνθεσης σχεδόν σαν σωματική εμπειρία, φυσική εμπειρία, στην οποία μπορεί κανείς να εμβυθιστεί. Η μουσική του έχει μια υλικότητα, χωρίς να είναι δυνατή ηχητικά. Αντίθετα, έχει πάρα πολύ λεπτομέρεια και λεπτότητα. Αλλά είναι μια μουσική της εμβύθισης. Είναι ένας πολύ σημαντικός συνθέτης, κι ήθελα πολύ να ακουστεί η μουσική του και στην Αθήνα.
Και τα υπόλοιπα έργα; Γύρω από αυτή την ιδέα του έργου του Billone, σκεφτήκαμε να χτίσουμε ένα πρόγραμμα με μουσικούς που να είναι περίπου αυτής της γενιάς: ο Billone γεννήθηκε το ’60, ο Λαπιδάκης επίσης, ο Furrer το ’54, κι ο Posadas το ’67. Grosso modo μια γενιά που τώρα φτάνει στην ωριμότητα, έχουν καθορίσει τη γλώσσα τους. Κι είναι συνθέτες που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις για τη σύγχρονη μουσική σήμερα. Επίσης είναι μουσικοί που έχουν ένα κοινό: αντλούν πολλές φορές την έμπνευσή τους από στοιχεία εξωμουσικά. Ο Posadas π.χ. έχει πειραματιστεί πάρα πολύ με την εισαγωγή δομών από την αρχιτεκτονική, τα μαθηματικά ή οτιδήποτε άλλο μέσα στη διαδικασία της σύνθεσης. Το έργο του Λαπιδάκη, το Howl, δομείται πάνω στο ποίημα του Allen Ginsberg και την ηχογραφημένη απαγγελία του από τον ίδιο τον ποιητή. Ο Beat Furrer επίσης είναι συνθέτης ο οποίος πειραματίζεται με τη χρήση μουσικών στοιχείων εκτός της κλασικής παράδοσης. Είναι επίσης ένας από τους ιδρυτές του Klangforum.
Υπάρχει και κάποιος άλλος άξονας που ενώνει αυτούς τους συνθέτες μεταξύ τους; Αυτή ήταν η ιδέα: μια συναυλία που θα παρουσιάσει έργα σημαντικών συνθετών ώριμων αλλά “νέων”, όχι ογδοντάρηδες αλλά πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες, οι οποίοι δεν ακούγονται τακτικά στην Ελλάδα, αλλά είναι συνθέτες που διαμορφώνουν το τοπίο της ευρωπαϊκής μουσικής σήμερα. Και προσπαθούμε πάντα να υπάρχει στο πρόγραμμα κι ένας έλληνας σύνθετης. Κι ο Μιχάλης Λαπιδάκης νομίζω πως είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Η Στέγη Του Ιδρύματος Ωνάση έχει φωτίσει και κάποιες πλευρές της σύγχρονης μουσικής που ήταν ελάχιστα γνωστές στην Ελλάδα. Θέλετε να μας μιλήσετε γι αυτή την επιλογή; Η αποστολή της Στέγης μουσικά είναι να παρουσιάζει κυρίως τις μουσικές του Σήμερα, χωρίς δογματική προσήλωση σε ένα ή άλλο είδος. Το μουσικό πρόγραμμα κινείται από την πειραματική noise μέχρι τη σύγχρονη τζαζ, από τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό μέχρι τη σύγχρονη σύνθεση. Καλύπτει δηλαδή ένα πεδίο πολύ ευρύ σε σχέση με το τι γίνεται σήμερα. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε: να δείξουμε ένα εύρος της όχι ακριβώς πειραματικής μουσικής, αλλά πάντα μουσικές οι οποίες κάτι δοκιμάζουν, κάτι «πειράζουν» σε σχέση με το δεδομένο και το πιο κατεστημένο.
12 Ιανουαρίου 2017, 20:30, Κεντρική Σκηνή, Στέγη Γραμμάτων του Ιδρύματος Ωνάση