Ενώ έχει ξετινάξει, με το γάντι και το νυστέρι, όλες τις παθογένειες των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών (δανειοδοτήσεις, «φούσκες», ανθρωποφαγία στον εργασιακό στίβο, διεφθαρμένοι πολιτικοί), ο σταρ καταλανός δραματουργός Τζόρντι Γκαλθεράν είναι κατηγορηματικός. Δεν θα έγραφε ποτέ ένα θεατρικό με ήρωα τον Ντόναλντ Τράμπ: «Είναι μια προσωπικότητα εντελώς αναληθοφανής. Αν τον ανέβαζες στη σκηνή με μια μυθοπλασία δεν θα τον πίστευε κανένας», μας λέει έχοντας δίπλα του τη θέα της Ακρόπολης.
Ούτε στην ευρωπαϊκή ήπειρο τον ελκύει κάποιος πολιτικός, αν και αναγνωρίζει την πυγμή του Πούτιν να φτάσει «ερχόμενος από το πουθενά να θεωρεί το εαυτό του Θεότητα». Ο Αλέξης Τσίπρας, που παρακολούθησε την παράσταση του «Δανείου» του στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, για την ώρα τον αφήνει αδιάφορο: «Δεν με ενδιαφέρει ακόμα, γιατί αυτή τη στιγμή είναι ένας άνθρωπος που είχε μια ιδεολογία, την οποία ξέχασε, για να κρατηθεί στην εξουσία. Ο Τσίπρας έκανε το μεγάλο βήμα να γίνει από κίνημα κόμμα και από αντιπολίτευση εξουσία και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα».
Τον Γκαλθεράν, που σπανίως ταξιδεύει –είναι να απορείς που έφτασε ως την Αθήνα!-, παρόλο που η δραματουργία του σπάει ταμεία πανευρωπαϊκά και στην Λατινή Αμερική (να θυμήσουμε ότι η συγκλονιστική « Μέθοδος Γκρόνχολμ» ήταν sold out στο Θέατρο Τέχνης για 6 συνεχόμενα χρόνια), πάντα τον ενδιαφέρει η αληθινή ζωή κι οι αληθινοί άνθρωποι. «Είναι αδύνατο να ξεκινήσεις διαφορετικά, ακόμα και αν τελικά τη δράση την τοποθετήσεις σε ένα διαστημόπλοιο!», λέει. Το αποδεικνύουν και τα δυο έργα του που παίζονται αυτό τον καιρό στην Αθήνα, παρόλο που ξεκινώντας από αληθινές ή αληθοφανείς καταστάσεις εξελίσσονται σε ξέφρενες, σχεδόν παρανοϊκές κωμωδίες (κι οι δυο σε επανάληψη): Το «Δάνειο» (στο θέατρο του Νέου Κόσμο), με ήρωες έναν τραπεζικό υπάλληλο και τον πελάτη του, που ζητά απελπισμένος δάνειο, με την αδιανόητη, στα όρια του γκροτέσκου απειλή «αν δεν μου δοθεί, θα πηδήξω τη γυναίκα σου», και την «Fuga» (θέατρο Olvio), με ήρωα ένα διεφθαρμένο πολιτικό, που, προτού αυτοκτονήσει, καλεί ένα call girl σπίτι του, από το οποίο ξαφνικά θα παρελάσουν μια -υποτίθεται- πλασιέ, ένας πληρωμένος δολοφόνος κι ένας παράλυτος παππούς.
«Όλες οι κωμωδίες που έχω γράψει θα μπορούσαν να είναι δράματα», παραδέχεται. «Οι καλύτερες κωμωδίες έχουν πάντα θέματα δυσάρεστα. Εγώ όμως γράφω γιατί θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάσει». Αυτό συνέβαινε, θυμάται, ακόμη και στην μοσχοβίτικη παράσταση της σαρωτικής «Μεθόδου Γκρόνχολμ» , που ανέβηκε από τον ρωσικό θίασο ως καθαρόαιμο δράμα. «Ποτέ δεν ξεκινώ να γράψω δράμα ή κωμωδία. Γράφω κάτι που θα με ενδιαφέρει, θα μου αρέσει και θα με διασκεδάζει».
Τα έργα του ανεβαίνουν παντού (μόνο στη Γερμανία είχε 200 διαφορετικές παραγωγές!), αλλά δεν έχουν κατορθώσει να κατακτήσουν και τις ΗΠΑ: «Αν έχεις το νέο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, γιατί να ανεβάσεις θεατρικό του παγκοσμίως άγνωστου Γκαλθεράν;», αυτοσαρκάζεται.
Υπάρχει, αλήθεια, μέθοδος Γκαλθεράν; «Να μην ξεκινάω να γράφω αν δεν έχω προηγουμένως μια καλή ιδέα. Το ενδιαφέρον στο θέατρο είναι να έχεις να αφηγηθείς μια καλή ιστορία. Πετυχημένο έργο είναι εκείνο στο οποίο το κοινό έχει αγωνία για το πώς θα τελειώσει».
Πάντα έχει στο νου του το κοινό: «Το εισιτήριο είναι ακριβό (25 ευρώ στη Ισπανία). Σέβομαι το θεατή που θα δώσει αυτό το ποσό, πρέπει κάτι να του δώσω κιεγώ, πρέπει να περάσει όμορφα».
Οι ανδρικοί ήρωές του είναι πάντα αδικημένοι: είναι μια παρέλαση από ανόητους, επιπόλαιους, γελοίους, τυπικούς αντιήρωες: «Το 70% του κοινού είναι γυναίκες. Δεν πρέπει να τις κάνουμε ευτυχισμένες;», μας αποστομώνει.
Γράφει για να ζήσει. Δεν το κρύβει. «Αν έχω γράψει μερικά καλά θεατρικά έργα, αυτό οφείλεται στο ότι έπρεπε να ζήσω από αυτά. Διαφορετικά, ίσως και να έγραφα βαρετά κείμενα». Για να βρει το θέμα του νέου του έργου διαβάζει πυρετωδώς εφημερίδες, βιβλία και παρακολουθεί την επικαιρότητα. Στη χώρα του η τελευταία δεν τον αφήνει να ησυχάσει: «Η Καταλονία συνεχίζει να διεκδικεί την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Μια ανεξαρτησία προϋποθέτει να γίνει επανάσταση, να χυθεί αίμα. Δύσκολο!Αλλά η κατάσταση στην Ισπανία είναι σύνθετη. Με τη γέννηση των δυο νέων κομμάτων, των Podemos και των Ciudadanos (Κόμμα των Πολιτών) δεν μπορούν να υπάρξουν πλειοψηφίες. Για να γίνει κυβέρνηση πρέπει να υπάρξουν συνασπισμοί. Δεν έχουμε όμως τέτοια κουλτούρα. Οπότε, έχουμε μεγάλο πρόβλημα».