Στις 29 Σεπτεμβρίου στη Βαρκελώνη ανοίγει η έκθεση με οκτώ έργα του ζωγράφου Νίκου Μόσχου. Ο θαυμασμός μου για τη ζωγραφική του είναι μεγάλος. Πρωτοείδα δουλειά του πριν από μερικά χρόνια στην γκαλερί Xippas στην Πατριάρχου Ιωακείμ στην Αθήνα. Τα μεγάλων διαστάσεων έργα γέμιζαν απλόχερα τους τοίχους. Η ανθρώπινη φιγούρα είτε ολόκληρη είτε αναγνωρίσιμα διαμελισμένη κυριαρχούσε. Μπαίνοντας μέσα στο χώρο της γκαλερί μού κόπηκε η ανάσα. Τελειότητα εκτέλεσης και αίσθηση ζωγραφικότητας καθήλωναν το θεατή. «Τι ‘ναι τούτος εδώ!» είπα με το νου μου. «Ζωγραφάρα!» Μου έδωσε την αίσθηση ότι ο ζωγράφος πλάθει τη λαδομπογιά – γιατί δεν είχα καταλάβει ότι τα έργα δεν είναι ζωγραφισμένα με λάδι και δεν είχα δει ακόμα τον κατάλογο. Ζήτησα από την κυρία πίσω από το τραπέζι να δω τον καλλιτέχνη. Ήτανε εκεί; Θα ‘ρχότανε; Εκείνη μου είπε ότι μπορεί να τον πάρει τηλέφωνο να του μιλήσω. Μου ‘δωσε το ακουστικό.
«Είμαι η Ευφροσύνη Δοξιάδη, Νίκο, τα έργα σου είναι συγκλονιστικά. Έχω τρελαθεί.» «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε. Μου έκανε εντύπωση η γλυκιά του φωνή και η ευγένειά του. «Πώς καταφέρνεις να δουλεύεις τη λαδομπογιά με τέτοια μαεστρία;» τον ρώτησα. «Δεν είναι λάδι», είπε, «είναι ακρυλικά». Δεν το πίστευα. Είχα χρόνια να δω τέτοια φιλόδοξη −με την καλή έννοια− ζωγραφική μνημειακών διαστάσεων. Χόρταιναν τα μάτια σου! Υπήρχε κάτι στη σύνθεση και στην αίσθηση των έργων αυτών που με μάγεψε. Είπαμε να βρεθούμε κάποια φορά και μετά κάναμε χρόνια να ξανασυναντηθούμε.
Το facebook τον ξανάφερε μπροστά μου. Έβλεπα καινούρια έργα του και κάθε φορά με εντυπωσίαζε ο δυναμισμός τους. Μια εικόνα της ζωής δυνατή, δομημένη, μεταλλαγμένη σε ζωγραφική ολκής. Ετερόκλητα στοιχεία –συχνότερα τραγικά παρά χαρούμενα− σφιχταγκαλιασμένα μεταξύ τους είχαν μετατραπεί από τον Μόσχο σε χάρμα οφθαλμών! Πώς γινότανε τόσο έντονα και τραγικά θέματα να γίνονται μουσική για τα μάτια; Πώς κατάφερνε να δίνει χαρά ένα έργο τόσο φορτισμένο με τραγωδία; Εκεί μπήκα σε σκέψεις και συγκεκριμένα στις ακόλουθες: Όταν κάτι είναι τόσο καλοφτιαγμένο (και τόσο πιστά αποδομένο) και όταν το ‘χει φτιάξει μάστορας μεγάλος, τότε το θέμα παίρνει δεύτερη θέση στα μάτια του θεατή χωρίς να χάνει την έντασή του. Το χρώμα, όταν αποδοθεί με ακρίβεια, σε αρμονία με το όραμα του ζωγράφου, κάτι γίνεται και η απόλαυση της τέχνης του επισκιάζει οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα.
Ο Ιερώνυμος Μπος είναι ένα λαμπρό παράδειγμα αυτής της παραδοξολογίας. Ενώ ζωγραφίζει την Κόλαση, δε χορταίνεις να τη βλέπεις. Διαβόλια και τριβόλια σαγηνεύουν το μάτι και παρηγορούν την ψυχή. Το τρομακτικό και το φοβερό μετουσιώνονται σε κάτι άλλο. Αυτή είναι η μαγεία της ζωγραφικής. Όταν οι εφιάλτες μας εμφανιστούν ζωγραφισμένοι μπροστά μας απομυθοποιούνται και παύουν να είναι απειλητικοί. Χάνουν την ισχύ τους. Ευνουχίζονται και γίνονται καρικατούρες του εαυτού τους. Επιτελείται μία αποδυνάμωση της αρνητικής χροιάς των δαιμόνων, λίγο σαν αυτό που κάνει η ψυχανάλυση όταν ανασύρει από τους βυθούς της μνήμης τα τραυματικά γεγονότα που ζήσαμε. Φέρνοντάς τα στο φως μπορούμε να επανεκτιμήσουμε την αρνητικότητά τους. Συνήθως συρρικνώνονται σαν απειλή και εξαφανίζονται. Τα τέρατα χάνουν το δηλητήριό τους και γίνονται πηγή απόλαυσης, βάλσαμο για την ψυχή του θεατή. Με το να αντικειμενικοποιούνται από το ζωγράφο δίνουν στο θεατή την εμπειρία να τα βλέπει απέναντί του αντί να τα αισθάνεται μέσα του. Καταπραΰνουν αντί να τρομοκρατούν.
Ο Μόσχος ονομάζει τη σειρά των έργων που θα εκτεθούν στη Βαρκελώνη «Αναπόφευκτη Φύση» (Inevitable Nature). Τι άραγε να εννοεί με αυτό τον τίτλο; Πιστεύω ότι θέλει να δείξει με τα έργα αυτά την τραγική καταστροφή της φύσης και του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο. Τουρλού-τουρλού, πλην όμως δομημένα, στοιβάζονται θάλασσες, δάση, βράχια και τμήματα της τσιμεντούπολης.
Γωνιές εφιάλτη κρύβονται πίσω από βιομηχανικούς σωλήνες, δωμάτια αγοραίου έρωτα και κατόψεις αρχαιολογικών ανασκαφών. Φαρδιά τοτέμ απαριθμούν την εγκληματική λεηλασία του περιβάλλοντος από την τεχνολογία. Ένας ακατέργαστος, ένας ζωντανός, θα ‘λεγε κανείς, βράχος βγαίνει από υπνοδωμάτια πολυκατοικίας υποδηλώνοντας την κακή ποιότητα της ζωής που ζούμε στην πόλη.
Ενώ η γενική εικόνα δημιουργεί μία αίσθηση πανικού για τις καταστροφές που απεικονίζονται, αν την παρατηρήσεις συστηματικά, σαν να διαβάζεις τα ίχνη του καφέ σε αναποδογυρισμένο φλιτζάνι, θα ανακαλύψεις στοιχεία αλλεπάλληλης καταστροφής να εναλλάσσονται με κομμάτια της φύσης που ίσως να μην είναι και εντελώς αλλοιωμένα. Ταιριάζουν εδώ οι στίχοι του Διονύση Καψάλη που μελοποίησε ο Θάνος Ανεστόπουλος: Θα ‘ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου / κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη. / Θα ‘ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει / όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου. [Διάφανα Κρίνα, Μέρες Αργίας] Μια ατμόσφαιρα αινιγματική και λυρική μιας πραγματικότητας που πληγώνει.
Τα χρώματα του Μόσχου λάμπουν σαν πολύτιμες πέτρες, η θάλασσα ζαφείρινη, οι ουρανοί γαλανοί, ροζ τα δειλινά και οι εκτάσεις από τροπικά δάση έχουν την πικρή γεύση αυτού που χάνουμε. Όταν κλείσεις τα μάτια σου αφού δεις τις εικόνες του Μόσχου, μπορείς να θυμηθείς την Έρημη Χώρα του Έλιοτ. Οι πίνακές του είναι κοινωνικά σχόλια διατυπωμένα με ένα λυρισμό ανείπωτο. Το πώς νιώθει κάποιος μέσα στη σημερινή τσιμεντούπολη παίρνει μορφή εικόνας στα χέρια του. Το έργο του κάνει ηθελημένες αναφορές στη σύγχρονη τεχνολογία, στις συνθέσεις που παράγουν το photoshop, τα video games και τα κόμικς. Καλοφτιαγμένα, με μαστοριά που εντυπωσιάζει για την εποχή μας, εξορκίζουν το κακό με την αισιοδοξία του ζωγράφου.
Ο Μόσχος είναι από το Ηράκλειο της Κρήτης, τόπο που έβγαλε σπουδαίους αγιογράφους, και πάνω απ’ όλα τον αγαπημένο Δομίνικο Θεοτοκόπουλο: ο «Κρης» El Greco, που αγάπησε τη ζωγραφική και έφτιαξε εικόνες αινιγματικές, μυστηριώδεις και εμπνευσμένες όπως, τολμώ να πω, κάνει ο νέος συμπατριώτης του. Δεν μπορώ να αποφύγω τη συγκίνηση όταν σκέπτομαι ότι η έκθεση του Μόσχου γίνεται στην Ισπανία, όχι πολύ μακριά από το Τολέδο, όπου ο Γκρέκο έζησε για να ζωγραφίσει τα έργα του.
Η ζωγραφική τελικά είναι ελληνική τέχνη. Όπως είπε και ο Τσαρούχης: «Οι Έλληνες αγαπούν τη ζωγραφική τόσο, ώστε να την ανακατέψουν με το θάνατο. Στην Νεκρώσιμη Ακολουθία αναφέρεται η λάμψη της ομορφιάς του Χριστού μαζί με το γλυκασμό του, που κάνει να δεχτεί τον πεθαμένο και να τον αναπαύσει πιο καλά, αυτόν που διάλεξε: Αλλ’ εν τω φωτί, Χριστέ, του προσώπου σου, / και εν τω γλυκασμώ της σης ωραιότητος / ον εξελέξω ανάπαυσον, ως φιλάνθρωπος.»