Αν κάποιος έχει τη διάθεση, την επιθυμία να δει συμπυκνωμένη τη σοφία της αφαίρεσης εμπράκτως, τη ζωή μακριά απ’ το περιττό, την ικανότητα εστίασης στο ουσιώδες με τρόπο αδιαπραγμάτευτο, αλλά και το λειτουργικό πάντρεμα του μοντέρνου με το αρχέγονο, των υψηλών μαθηματικών με το ναίφ οφείλει να κάνει ένα πέρασμα από το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς και την έκθεση Το Καλοκαίρι του Κυρίου Le Corbusier, που ρίχνει αυλαία (έως τις 29/5).
H έκθεση που έστησε ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης μαζί με 90 φοιτητές του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, μετά από εντατική δουλειά 6 μηνών, δεν είναι μόνο μια μοναδική εισαγωγή σε ένα μέρος του έργου του κορυφαίου αρχιτέκτονα και, συγχρόνως, η απεικόνιση του αποστάγματος της κοσμοθεωρίας του όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, ώριμος και κατασταλλαγμένος πια από καιρό. Είναι ένα μάθημα ζωής.
Ο θαυμαστός Λε Κορμπυζιέ (1887-1965) μεσουρανεί, ταξιδεύει παντού και σχεδιάζει μουσεία και πρωτεύουσες σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Είναι η εποχή που θα μπορούσε να φτιάξει μια εξοχική έπαυλη οπουδήποτε, με τις μεγαλύτερες ανέσεις. Είναι άλλωστε 65 ετών. Τότε ακριβώς εκπλήσσει τους πάντες -μάλλον όσους δεν τον γνωρίζουν πραγματικά: αποφασίζει να φτιάξει για τα καλοκαίρια του ένα «παράσιτο», ένα καλύβι 3,66Χ3,66, μεσοτοιχία με ένα ταβερνείο, στο Cabanon, πάνω από την παραλία Cap Martin, μέσα στη βλάστηση και μόλις δυο βήματα απ’ τη θάλασσα.”Kάτι θα κρύβεται σε αυτό το καλύβι, αλλά τι; Δεν αρκούν το Modulor (ο ιδανικός άνθρωπος του Λε Κορμπυζιέ, κατά τα πρότυπα του Leonardo da Vinci, με αρμονικές αναλογίες και ύψος 1,83μ.), που εφαρμόζει εδώ, όπως αλλού, ούτε η εργονομία, τα χρώματα και οι λεπτομέρειες. Είναι κάτι που κρύβεται στο ίδιο το καλυβι, ή πρόκειται για σχέσεις που είναι πέραν της αρχιτεκτονικής, στο Επέκεινα;”,αναρωτιέται ο Π.Τουρνικιώτης . Η απάντηση βρίσκεται στην έκθεση που έστησε με μεράκι στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο άνθρωπος- συνώνυμο της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, ο οποίος ποτέ δεν πίστεψε “ότι είμαι κάποιος. Απλώς πίστευα ότι δεν ήμουν πιο χαζός από όλους τους άλλους στο σχολείο» -η μετριοφροσύνη της ιδιοφυίας-, είναι αποφασισμένος να αφαιρέσει καθετί περιττό απ΄τη ζωή και την καθημερινότητά του. Στο σπαρτιάτικο ξύλινο καλυβάκι, που σχεδιάζει και κατασκευάζει το 1952, γράφει, ζωγραφίζει και εργάζεται πάνω στα αρχιτεκτονικά σχέδιά του από το ’53 έως το ’65 , χρονιά που θα χαθεί στα νερά της Μεσογείου. Για 15 χρόνια ακολουθεί την κοσμοθεωρία της ολικής επιστροφής στη φύση και στην παράδοση, υπό όρους, μέσα από ένα μοντέρνο μινιμαλιστικό πρίσμα. Κουρελούδες, αγριολούλουδα της περιοχής και κλαδιά ελιάς διακοσμούν το σπιταράκι, του οποίου ωστόσο τα παραθυρόφυλλα και τους διαδρόμους καλύπτουν τα μοντέρνα ζωγραφικά έργα του που τελικά εκτείνονταν με τα εκτυφλωτικά χρώματά τους μέχρι και την γειτνιάζουσα ταβέρνα, στην είσοδο της οποίας απεικόνισε ένα ψαρά Rebutato να τείνει το χέρι του στον Αγιο Ανδρέα των αχινών κάτω από την επιγραφή «Αστερίας».
Από το ένα παραθυράκι ατένιζε το Μόντε Κάρλο, θαρρείς καδραρισμένο, από το άλλο είχε απρόσκοπτη πρόσβαση στο αχανές μπλε της μεσογειακής θάλασσας και από το τρίτο έβλεπε το δάσος. Παράδεισος! «Είχε πολύ μεγάλη αγάπη στο τοπίο. Εδινε στη Μεσόγειο μεγάλη σημασία, επηρεασμένος κι από τον Πωλ Βαλερύ», διευκρινίζει ο Π.Τουρνικιώτης, που έχει κάνει αρκετά ταξίδια- αυτοψίες στο Cambanon. «Είχε κατασκευάσει ακόμα και τον τάφο του στην περιοχή –στο μεταξύ, είχε ήδη θάψει τη γυναίκα του. Ηθελε να μείνει εκεί για πάντα». Κι έμεινε! «Xάθηκε κολυμπώντας στη Μεσόγειο, αναχωρώντας από το καλύβι του.»
Tι μας λέει, τι μας δείχνει το καλυβάκι του; «’Oτι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή είναι τα πιο απλά”, υποστηρίζει ο Π.Τουρνικιώτης. “Χρειάζονται ελάχιστα μέσα αρκεί να βάλεις περισσότερη πνευματικότητα. Το σπιτάκι δεν είναι παρά μια μικρή υπέρβαση. Το ερώτημα είναι ποιος είναι διατεθειμένος να την κάνει. Ένα σπίτι που ικανοποιεί όλες τις ανάγκες μπορεί να γίνει ένα αριστούργημα χωρίς να βασίζεται στον πλούτο και στα υλικά. Ο Le Corbusier πίστευε στην μαθηματική αρμονία και στα μαθηματικά ως έκφραση των καθεαυτών Ιδεών, με την πλατωνική έννοια».
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της έκθεσης είναι ότι υπάρχουν οι μαρτυρίες για το πώς ακριβώς ζούσε, για να ακριβολογούμε για το πώς ήθελε ο Le Corbusier να ζει, μαζί με κάποια σοβαρά «ίχνη» της ιδιοσυγκρασίας του. Τα πειστήρια, μεταξύ άλλων, είναι οι φωτογραφίες του Lucien Herve. Για πρώτη φορά εκτίθενται σε contact στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του: ο Le Corbusier περιφερόταν και εργαζόταν , ζωγράφιζε ή σχεδίαζε, γυμνός στο λιλιπούτειο ξυλόσπιτο (η σύζυγος τού φωτογράφου επέλεξε 23 φωτογραφίες ήδη δημοσιευμένες και μαζί τα άγνωστα, αποκαλυπτικά contact, με την έγκριση του Ιδρύματος Le Corbusier). Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται σε κοινή θέα χωρίς ρούχα.
Συνδέθηκε με απλούς, λαϊκούς ανθρώπους, τους οποίους ποτέ δεν σνόμπαρε. ‘Εκανε παρέα με τον ψαρά, τον υδραυλικό- ταβερνιάρη, έναν εργάτη στα χωράφια και σε καθημερινή βάση –αυτό δεν θα το φανταζόταν εύκολα κανείς- κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες αλκοόλ. Στις σχολαστικές καλλιγραφικές σημειώσεις που κρατούσε έξοδα στην ταβέρνα φαίνεται ότι δεν υπάρχει μέρα που δεν έπινε ένα μπουκάλι κρασί, το οποίο μάλιστα συνόδευε με μπόλικο τσίπουρο της περιοχής.
Αποκαλυπτικές είναι επίσης οι επιστολές που ο Le Corbusier ανταλλάσσει με συνεργάτες κι εργάτες ( όπως ο σταθερός μαραγκός του από την Κορσική), οι οποίες αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της έκθεσης. Επειδή είχε πολύ δουλειά και δεν ήταν σε θέση να επιβλέπει την κατασκευή του καλυβιού, οι μαστόροι του φούσκωναν τους λογαριασμούς. Κι εκείνος για κάποιο καιρό “απαντούσε” με στάση πληρωμών.