Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Γιατί διαβάζουμε ποίηση σήμερα;

Χρήστος Αγγελάκος

α) Μιας και δεν ξέρω γιατί διαβάζουν ποίηση οι άλλοι, ας πω καλύτερα για μένα. Από πάντα διάβαζα κι εξακολουθώ να διαβάζω και σήμερα, μέσα στους μικρόψυχους καιρούς.  Ήτανε κάτι βιβλιαράκια των εκδόσεων Άγκυρα με ολοσέλιδες ζωγραφιές και στην πάνω άκρη τους είχανε τυπωμένα ομοιοκατάληκτα ποιηματάκια. Μου αρέσανε οι ρίμες, ο μελωδικός ρυθμός και τα γέλια που κάνανε οι μεγάλοι όταν με ακούγανε ν’ απαγγέλλω έξω φωνή:

“Παίζω, παίζω και γελώ

τη μαμά παρακαλώ

πάρε μου μαμά μπαλόνι

που ποτέ δεν ξεφουσκώνει.”

Με κλεισμένα πια τα 53 μου χρόνια, μπορώ με κάποια βεβαιότητα να πω πως η ποίηση είναι εκείνο το πρώτο μπαλόνι που όλο φουσκώνει και ξεφουσκώνει. Και που μ’ ένα καλό ποίημα, μ’ έναν καλό στίχο έστω, ανεβαίνει και πάλι στον ουρανό. Αρκεί να αφαιρέσουμε από αυτή την εικόνα την  –αμφισβητούμενη, ούτως ή άλλως– αθωότητά της.

β) Σταθερά, ο “Μύρης, Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.”. Αν και μπαίνουνε κάτι άλλα στα τελευταία εκατό μέτρα και του τρώνε την πρωτιά. Σήμερα, ας πούμε, είναι “Οι Αγάπες” του Καρυωτάκη. Σπεύδω να σας το στείλω, γιατί μέχρι τη Δευτέρα που θα δημοσιευτεί το αφιέρωμα, θα έχω αλλάξει εκατό γνώμες.

Οι αγάπες, Κώστας Καρυωτάκης

Θά ’ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου

θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.

Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,

θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.

Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο

και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

«Αδελφέ» θα μου πουν «δέντρα φεύγουνε

μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,

δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.

Ένα θάνατο πάρε και δώσε.

Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,

συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

»Τα χρυσά πού ’ναι τώρα φθινόπωρα,

πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;

Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο

ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;

Όταν πίσω και πέρα μακραίνανε,

πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

»Οι θεοί μάς εγέλασαν, οι άνθρωποι,

κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,

γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε

το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.

Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,

ένα θάνατο πάρε και δώσε.»

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας

θ’ απομείνουν βουβές, μυροφόρες.

Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα

θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω

τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους

που γεμίζανε φως τη ζωή μου.

Ο Χρήστος Αγγελάκος είναι πεζογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.


Γιάννης Αντιόχου

α) Διαβάζουμε ποίηση γιατί είμαστε υπερβατικά όντα, γιατί ακόμα δεν πολλαπλασιαζόμαστε με ακρίβεια σε δοκιμαστικά τρυβλία και γιατί δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να αναθεωρήσουμε την τελεολογική εποπτεία ενός κόσμου χωρίς το άγιο πνεύμα, όπως κι αν δηλούται αυτό στη θρησκεία, όπως κι αν αυτό αντιστοιχίζεται στα εργαστήρια του CERN.

Διαβάζουμε ποίηση, γιατί είμαστε ασαφή δίπολα όντα. Ο ένας πόλος μας, συγκεκριμένος και πρακτικός εμφορείται από την επιστήμη και τη θεωρία, ο έτερος πόλος μας, αφηρημένος, έτσι όπως γέρνει, αγαπά και κουρελιάζεται στις διαδρομές της ζωής· και οι δύο πόλοι φθαρτοί και εξελισσόμενοι, μα πάντα ατελείς.

Η ποίηση εισχωρεί στις ρωγμές μας ως πάθος, γιατί είναι ό,τι μπορεί να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει το ανατρίχιασμα που κανείς αισθάνεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, στο άδειο κρεβάτι του, στην πλήρωση του έρωτα, στην ίδια του την ύπαρξη. .

Η ποίηση είναι ένα ολόκληρο σύμπαν και έτσι όπως μετεωριζόμαστε χαμένοι στις διαδρομές, διαβάζουμε και υιοθετούμε, διαβάζουμε και επεκτείνουμε, διαβάζουμε και ζούμε, στο σύμπαν αυτό που προϋπάρχει σε όποιο ποίημα, σε όποιον ποιητή, ταπεινός ή μεγάλος δεν έχει σημασία,  κι αν ακόμα το ποίημα, είναι ονειρώδες ή υπερρεαλιστικό, εντούτοις κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξή του.

Ίσως είναι η πλέον αφηρημένη αντικειμενική αλήθεια που μας αποκαλύπτεται και τελικά μας εγκατοικεί.

β) Σκέφτομαι πως το ωραιότερο ποίημα που έχω διαβάσει ποτέ είναι το «Σύνταγμα της Ηδονής» του Κ.Π. Καβάφη. Ακόμα και σιωπηλά διαβάζοντάς το ακούς τον βηματισμό του συντάγματος της ηδονής και τούτο είναι συγκλονιστικό.

Το Σύνταγμα της Hδονής, Κ. Π. Καβάφης

Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.

      Όλοι οι νόμοι της ηθικής – κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι – είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

      Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

      Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.

      Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.

από τα Kρυμμένα Ποιήματα 1877; – 1923, Ίκαρος 1993

εδώ το διαβάζω:

Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Αντιόχου «Εκπνοές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος


Στέφανος Αχιλλέως

φωτ. Άγγελος Χριστοφιλόπουλος

α) Η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, στις μέρες μας, κατά τη γνώμη μου, εκτός από τρόπο φυγής από τη σκληρή καθημερινότητα που βιώνουμε, αποτελεί κι ένα μέσο στο οποίο φορτώνουμε τα συναισθήματα οργής, αγανάκτησης και θλίψης για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Οικονομική κρίση, πόλεμος, ακόμα και προσωπικές απογοητεύσεις, συναισθήματα που ίσως οι ίδιοι δεν μπορούμε να εκφράσουμε με δικά μας λόγια, συχνά τα βλέπουμε να καθρεφτίζονται σε ένα ποίημα. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, πιστεύω πως έχουμε ανάγκη την ποίηση και κυρίως τη λυρικότητά της ως αντίβαρο στην κυνικότητα που μας περικυκλώνει.

β)  «Φωτογραφία 1948», Κικής Δημουλά

Κρατώ λουλούδι μάλλον.

Παράξενο.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι

κρατώ πέτρα.

Με χάρη και έπαρση.

Υπόνοια καμιά

ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,

προγεύομαι άμυνες.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.

Η καμπύλη του χαμόγελου,

το κοίλο αυτής της διαθέσεως,

μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,

έτοιμο.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

πέρασε στόχος κάποτε.

Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο

στο προπατορικό αμάρτημα:

τον απαγορευμένο καρπό

της προσδοκίας γεύεται.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.

Φοράει στολή δισταγμού.

Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι

σύντροφός μου ή καταδότης.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

πέρασ’ επάρκεια κάποτε.

Συ δεν φαίνεσαι.

Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,

για να’ χω σταθεί στην άκρη του

κρατώντας λουλούδι

και χαμογελώντας,

θα πει πως όπου να’ ναι έρχεσαι.

Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου

ζωή πέρασε κάποτε.

Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)

[πηγή: Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 2005, σ. 155-156]

Ο Στέφανος Αχιλλέως είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός.


Ιωσήφ Βαρδάκης

φωτ. Ασπασία Κουλύρα

α) Η ποίηση βοηθάει να τοποθετηθούμε στο τώρα: Επαναπροσδιορίζεις πραγματικότητα. Αναθεωρείς γεγονότα.

Λειτουργεί σαν υπενθύμιση: εκτός από τη γραμμική πραγματικότητα, υπάρχει μια άλλη, όπου τα νοήματα δεν είναι προφανή. Στο ποίημα συχνά το σημαντικό κρύβεται σε δεύτερο επίπεδο. Ακόμα όμως κι ένα ποίημα που εξυμνεί τα απλά πράγματα (όπως το υπέροχο “The Red Wheelbarrow” του William Carlos Williams), είναι ικανό να μας υπενθυμίσει πόσο σημαντικό είναι το κάθε τι.

Ό,τι περιγράφεται, είναι συχνά δυναμικό. Δημιουργεί συναίσθημα, δονεί μυστήριες χορδές μέσα μας, και προκαλεί αντιδράσεις που δεν είναι απαραίτητο ότι τις καταλαβαίνουμε.

Διαβάζοντας ποίηση, και προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε το γιατί αντιδρούμε συναισθηματικά σ’ ένα ποίημα, μαθαίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στο να αποκτήσουμε μεγαλύτερη κατανόηση για τους άλλους. Σα να γκρεμίζονται τοίχοι. Ακόμα κι όταν περιγράφονται.

Ίσως να είναι μια λειτουργία αντίστοιχη με το πράγμα που ονομάζεται, και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία αναγνωρίζεται. Υπάρχει ένα υπέροχο ποίημα του Wallace Stevens, το “Anecdote of the Jar”, που επιδέχεται δεκάδες διαφορετικές ερμηνείες, καθώς μιλάει για μια κανάτα που αντικατοπτρίζει το τοπίο, τιθασεύοντάς το. (Ή τουλάχιστον, αυτή είναι η δική μου ανάγνωση του ποιήματος.) Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα για την ποίηση, κι ότι περικλείει όλες τις δυνάμει λειτουργίες ενός ποιήματος.

Συχνά τα ποιήματα είναι σαν λεκτικά παζλ. Σουντόκου φτιαγμένα με λέξεις. Στα οποία όμως, είναι πολύ πιθανό, να χωράνε πολλές διαφορετικές λύσεις.

Μικρός λάτρευα την ποίηση του Καβάφη, του Ανδρέα Εμπειρίκου και της Κατερίνας Γώγου, του Μίλτου Σαχτούρη, της Κικής Δημουλά. Σπουδάζοντας στην Αμερική ανακάλυψα κι αγάπησα τους σπουδαίους Αμερικανούς ποιητές. Τον William Carlos Williams (Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς), τον Wallace Stevens (Γουάλας Στίβενς), τον λατρεμένο μου Langston Hughes (Λάνγκστον Χιούζ), τον Θεό Allen Ginsberg (Άλεν Γκίνσμπεργκ).

β) Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα ποίημα σαν το πιο αγαπημένο.

Παραθέτω εδώ ένα ποίημα του Mark Dotty (Μαρκ Ντότι), ενός από τους σπουδαίους σύγχρονους Αμερικανούς ποιητές, αφιερωμένο στον Κ.Π. Καβάφη σε δική μου μετάφραση:

Στον Καβάφη (1987), Μαρκ Ντότι

Το θέμα της κουβέντας ήτανε ο πόθος,

το πώς κάποιες φορές μια εικόνα,

μια επιφάνεια, κατορθώνει κι επιβάλλεται:

εκείνο το αγόρι για παράδειγμα που απ’ την ακτή

κοιτάζαμε, με την πλάτη μισό-γυρισμένη

προς το μέρος μας, να στέκεται στην πλωτή εξέδρα

της λίμνης 10. Πέντε κολυμβητές –

πρωταγωνιστές σε μια ιστορία

που κατασκευάζω εξίσου όσο και θυμάμαι –

έκαναν στάση για λίγο πάνω στην εξέδρα,

ενώ μια αραιή ομίχλη πύκνωνε

το φως του απογεύματος, τέλος

Αυγούστου. Παρόλο που βρίσκονται σ’ έναν

πολύ περιορισμένο χώρο, κρατούν προσεκτικά

τις αποστάσεις μεταξύ τους.

Οι δύο εξετάζουν το νερό,

ο ένας κοιτάζει πέρα, προς το

αχνό όριο της ακτής. Αριστερά

στέκονται οι ψηλότεροι, αγόρια του Λυκείου.

Ο ένας κοιτάζει προς το μέρος μας με τα χέρια

διπλωμένα στο στήθος, μαζεμένος,

στη σκιά, όμως το φως αρπάζει

του υπέροχου φίλου του

τους υγρούς ώμους και τους μετατρέπει

σε μια λευκή ακτίνα που αιωρείται στο, θαμπωμένο απ’ την ομίχλη,

απόγευμα. Η ώρα είναι περασμένη για κολύμπι.

Αυτός που λάμπει στέκεται με τόση σιγουριά,

σε τέλεια ισορροπία, πόδια σταθερά,

ίσως απ’ την εξέδρα να ταλαντεύεται λιγάκι μπρος και πίσω.

Στη μνήμη έχει καταγραφεί μια απλή επιφάνεια –

το φως στους ώμους ενός αγοριού –

που όμως όσο την ανακαλώ,

αποκτά βάθος, γίνεται τρισδιάστατη σχεδόν.

Νοιώθω – κι ας μη φαίνεται –

το νερό της λίμνης να κυλάει

από τους ώμους του. Είναι σολιψισμός

το ν’ αγαπάς όχι ό,τι υπάρχει

αλλά ό,τι εσύ κατασκευάζεις απ’ αυτό;

Ή μήπως όταν λέμε πως κάτι μας «χαράζεται

στη μνήμη» εννοούμε ότι, από

την επιφάνεια των πραγμάτων, κάτι παίρνουμε

και το κάνουμε δικό μας; Μπορώ να τον τοποθετήσω

σε ένα οποιοδήποτε παρόν, σε μια οποιαδήποτε ιστορία, όμως βλέπω

πως φοράει ένα πράσινο μαγιό – λίγο μεγάλο του –

μάλλον δικό του εδώ και χρόνια,

το φοράει τόσο ανέμελα.

Το πράσινο νερό κάνει το δέρμα του να φαίνεται πιο άσπρο.

Νομίζω τώρα πως το στήθος και τα μπράτσα του

αρχίζουν να κρυώνουν.

Αυτός κι ο φίλος του μιλούν

και δε μιλούν, μια σιγανή, λακωνική και μάλλον

άσκοπη συζήτηση. Όπως είναι τώρα

στην πραγματικότητα – μια ανάμνηση που χτίζεται είναι –

κι επειδή συνήθως έτσι γίνεται στις ιστορίες

που φτιάχνουμε μόνοι μας από ό,τι μας αγγίζει,

από ό,τι μας κάνει να επιζητούμε μια ιστορία,

κάτι θα πρέπει τώρα να συμβεί. Τίποτα δε συνέβη.

Πως τον κοιτάζαμε, ούτε το κατάλαβε.

Εγώ έφτασα κολυμπώντας στην εξέδρα, βγήκα, κούνησα το χέρι μου

σ΄ εσένα στην ακτή και ξαναμπήκα στο νερό.

Και βέβαια τον ποθούσαμε,

όμως – πιο σημαντικό – έχουμε

ο ένας το σώμα του άλλου,

γνώριμο και γι’ αυτό καλύτερο.

Ποθούσαμε τον τρόπο

που έτσι απλά βούτηξε στο νερό

απ’ την μικρή εξέδρα,

σίγουρος, ο δύτης μεταμορφωμένος

σε απόλυτο σχήμα, στην τέλεια σιλουέτα

για είσοδο στο νερό. Νομίζω πως αν έστω και μία απορία

υπήρχε στο μυαλό του,

αυτός κι η εντύπωσή του θα είχαν εξαφανιστεί,

ή αυτός θα είχε γίνει κάποιος άλλος,

κι όσο τον φαντάζομαι, σκέφτομαι

τον Καβάφη. Τις συναντήσεις σε δωμάτια στον όροφο, επάνω

που τις ανακαλούσε σε δωμάτια στον όροφο, επάνω.

Η ζωή του πρέπει να ήταν μια ζωή στον όροφο, επάνω,

να θυμάται τι έγινε σ’ ετούτο το σημείο,

δίπλα στο νιπτήρα, όπου το παντζούρι

έσβηνε το μισό κρεβάτι

με τη σκούρα χιαστί σκιά του.

Κάποιος που γνώρισε στο τραμ,

ή αγοράζοντας μαντήλια,

κάποιος που άξιζε να διατηρηθεί στη μνήμη.

Για λίγο μόνο τα καλύμματα της κεφαλής τους

θα κρεμόντουσαν στο γάντζο δίπλα από την πόρτα,

οι άντρες αυτοί, με τα σώματα που γρήγορα χανόνταν –

να προλάβουνε το τρένο, ένα ραντεβού –

γινόντουσαν όλο πιο βουβοί κι ιδανικοί,

και πιο παντοτινοί στην αναθεώρησή τους.

Ακόμα κι αν το χέρι του είχε απλά περάσει μέσα απ’ τα σώματά τους σαν φαντάσματος –

η ιριδίζουσα μπλε φλέβα σ’ ένα χέρι γερασμένο,

ένας παχύς καρπός, σκουρόχρωμος – δε νομίζω

πως θα είχε διαφορά. Δεν ξέρω

αν ήθελε ποτέ πραγματικά ν’ αγγίξει κάποιον.

Εντάξει, σίγουρα ήθελε –

όμως δεν ήτανε αυτό το πιο σημαντικό.

(From “Turtle, Swan & Bethlehem in Broad Daylight – Two Volumes of Poetry by MARK DOTY,” University of Illinois Press – Urbana and Chicago, 2000 – Μετάφραση Ιωσήφ Βαρδάκης 2008)

Ο Ιωσήφ Βαρδάκης είναι σκηνοθέτης.


Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

α) Ποίηση σήμερα διαβάζουμε πάνω κάτω για τους ίδιους λόγους που διαβάζουμε πάντοτε: παρηγορία, όξυνση της ενσυναίσθησης, της δυνατότητας δηλαδή να δεις έξω από τον εαυτό σου και να βρεθείς στη θέση του Άλλου, ονειροπόληση και μια γεμάτη συναρπαστικές αντιθέσεις ενατένιση του Κόσμου. Ακόμα και διασκεδαστική μπορεί να είναι πολλές φορές η ποίηση. Το κυριότερο είναι ίσως πως προσφέρει μια αισθητική βίωση της υπόρρητης φύσης των πραγμάτων, των καταστάσεων και των συναισθημάτων, διαστάσεων της πραγματικότητας που είναι δύσκολο, και πολλές φορές αχρείαστο κιόλας, να αποτυπωθούν συγκεκριμένα, ιδίως στο αβέβαιο σκηνικό της εποχής μας.

β) Ίσως είναι λίγο τετριμμένο και πολυφορεμένο πλέον, ιδίως μέσω των social media, αλλά είναι κάποιες λέξεις του Σαχτούρη που εμφανίζονται πολύ συχνά σαν συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου.

Κόλαση

με τόσο φως

δεν το περίμενα

στρίβοντας στη γωνιά

ν’ αντικρίσω

το μαύρο κόκκινο

Οι 3 πρώτοι στίχοι κατά τη γνώμη μου, οι πρώτες 7 λέξεις, λένε για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, τι σημαίνει να ζεις, όσα σε άλλες περιπτώσεις απαιτούν εκατοντάδες σελίδες και χιλιάδες λέξεις.

Το βιβλίο του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου «Η λάσπη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.


Hior Chronik

α) Ο καθένας εχει τους λόγους του. Η Ποίηση βρίσκεται παντού. Στην φύση, τους ανθρώπους, στο Σύμπαν. Απαντώντας σε προσωπικό επίπεδο θα πω πως διαβάζω Ποίηση για να μάθω τι άλλο είναι η ζωή εκτός από αυτό που βλέπω,  αισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι.

β) Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή, Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
 κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,


ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;


Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
 γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

O Hior Chronik είναι συνθέτης.

Άντζελα Δημητρακάκη

α) Το μετατρέπω σε ερώτηση: διαβάζουμε ποίηση σήμερα; Το ‘προφίλ’ αναγνώστη ποίησης που έχω συναντήσει είναι εξαιρετικά μειονοτικό, περιλαμβάνει ανθρώπους που συνήθως ασχολούνται με τη λογοτεχνία επαγγελματικά με όποια ιδιότητα. Δε νομίζω ότι η ποίηση στηρίζεται από τους εκδοτικούς οίκους, δεν θεωρείται δημοφιλής, άρα ούτε επικερδής. Το ερώτημα είναι γιατί γράφεται ποίηση σήμερα. Το ότι η κεντρική ηρωίδα μου στο Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι σένα (Εστία 2009) ήταν ποιήτρια ήταν μια αφορμή να εξερευνήσω αυτή την υποκειμενικότητα. Συνεχίζω την εξερεύνηση, προσθέτοντας ίσως ότι εγώ επέστρεψα στην ποίηση όταν ένας θάνατος συρρίκνωσε την πραγματικότητα σε αφαιρετική διατύπωση. Η ποίηση είναι μια διαδικασία βίαιης απογύμνωσης. Πριν από αυτό, υπήρξα απορριπτική, θεωρώντας την ποικιλότητα της πρόζας δυνητικά πολύ πιο περιεκτική. Έχω ακόμη ερωτηματικά για την ποίηση σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά ίσως το να προσεγγίζεις ένα χώρο με ερωτηματικά προσθέτει αντί να αφαιρεί διαστάσεις. Για κάποιον που δεν είναι φίλος της ποίησης, έχω παράλογα πολλά ‘αγαπημένα’ ποιήματα, και ποιητές. Να πω, ζήτω η αντίφαση και η ποίηση ως θεμελιακό υπόστρωμα της αντίφασης;

β) Με τεράστια δυσκολία επιλέγω ανάμεσα σε 3 αγαπημένα (China, by Bob Perelman; Message, by Harold Pinter; Daddy, by Sylvia Plath) το τελευταίο, για τον καταλυτικό τελευταίο στίχο και την αισθητική και πολιτική σύνδεση πατριαρχίας και φασισμού. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα.

Daddy, Silvia Plath

I was ten when they buried you.   

At twenty I tried to die

And get back, back, back to you.

I thought even the bones would do.

But they pulled me out of the sack,   

And they stuck me together with glue.   

And then I knew what to do.

I made a model of you,

A man in black with a Meinkampf look

And a love of the rack and the screw.   

And I said I do, I do.

So daddy, I’m finally through.

Daddy, you can lie back now.

There’s a stake in your fat black heart   

And the villagers never liked you.

They are dancing and stamping on you.   

They always knew it was you.

Daddy, daddy, you bastard, I’m through.

To βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη «Αεροπλαστ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας.


Παντελής Δημητριάδης

φωτ. Σπύρος Καρδάμης

α) Δε διαβάζουμε.

β) Το αγαπημένο μου ποίημα (ένα εκ των…)

Πριν τους αλλάξει ο Χρόνους, του Κ.Π. Καβάφη

Λυπήθηκαν μεγάλως   στον αποχωρισμό των.

Δεν τόθελαν αυτοί·   ήταν η περιστάσεις.

Βιοτικές ανάγκες   εκάμνανε τον ένα

να φύγει μακρυά —   Νέα Υόρκη ή Καναδά.

Η αγάπη των βεβαίως   δεν ήταν ίδια ως πριν·

είχεν ελαττωθεί   η έλξις βαθμηδόν,

είχεν ελαττωθεί   η έλξις της πολύ.

Όμως να χωρισθούν,   δεν τόθελαν αυτοί.

Ήταν η περιστάσεις.—    Ή μήπως καλλιτέχνις

εφάνηκεν η Τύχη   χωρίζοντάς τους τώρα

πριν σβύσει το αίσθημά των,  πριν τους αλλάξει ο Χρόνος·

ο ένας για τον άλλον   θα είναι ως να μένει πάντα

των είκοσι τεσσάρων   ετών τ’ ωραίο παιδί.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Ο Παντελής Δημητριάδης είναι ο τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός των Παιδιών της Παλαιότητας


Αχιλλέας III

α) Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι πολυδιαβάζουμε ποίηση σήμερα –καθώς  η εικόνα ενός ανθρώπου που κάθεται μόνος του σε μια πολυθρόνα, ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι, ξαποσταίνει σε ένα παγκάκι, σε μια στάση λεωφορείου και ανοίγει ένα βιβλίο με ποιήματα (ή ένα βιβλίο γενικά) για να ξεδιψάσει γίνεται όλο και πιο σπάνια, μια που οι περισσότεροι προτιμούν την ξεκούραστη αποχαύνωση που προσφέρει η τηλεόραση, το σκάλισμα του κινητού ή της μύτης τους, ή το ξεφύλλισμα εντύπων κάθε είδους, των οποίων η κυκλοφορία και η ανάγνωση αποτελούν μόνο σπατάλη πρώτων υλών, ενέργειας και χρόνου. Εκείνοι που διαβάζουμε ποίηση, ωστόσο, υποθέτω ότι το κάνουμε ο καθένας για τους δικούς του λόγους, όπως συμβαίνει συνήθως, και, φυσικά, με τους δικούς μας όρους.

Έτσι, κάποιοι απολαμβάνουμε τον τρόπο που, με τη βοήθεια των στίχων, χτίζονται ολόκληροι κόσμοι, ή και μισοί κόσμοι, τους οποίους μπορούμε οι ίδιοι να συμπληρώσουμε επιχειρώντας άλλοτε να τους ερμηνεύσουμε, άλλοτε να τους δεχτούμε όπως ακριβώς είναι, και άλλοτε, με αφορμή ένα ποίημα, να επιχειρήσουμε να βαδίσουμε στα δικά μας σκοτάδια μέχρι να οδηγηθούμε στην προσωπική μας «αλήθεια», όσο και αν η τελευταία δεν σχετίζεται πάντα με την αλήθεια του ποιητή. Κάποιοι άλλοι μαγευόμαστε από τον ρυθμό των ποιημάτων και αφηνόμαστε να καλπάσουμε πάνω στις στοιχισμένες λέξεις, ακολουθώντας με σεμνότητα και προσοχή το ταξίδι από την αρχή μέχρι το τέλος, ρουφώντας τις ομοιοκαταληξίες όπως οι μέλισσες τη γύρη από τα λουλούδια, και χοροπηδώντας στη συνέχεια πάνω σε σπασμένους κανόνες και συμβολισμούς, σαν χαρούμενα κατσικάκια την Άνοιξη. Κάποιοι τρίτοι αναζητούμε βαθιές συγκινήσεις και αισθήματα που δεν διαθέτουμε, και ρίχνουμε στα ποιήματα τους τρύπιους μας κουβάδες πιστεύοντας ότι είναι πηγάδια, και ότι αρκεί το βιαστικό πέρα δώθε των ματιών μας στις τυπωμένες γραμμές για να αποκτήσουμε ό,τι μας λείπει. Κάποιοι τέταρτοι προσποιούμαστε ότι διαβάζουμε ποίηση για να δημιουργήσουμε διαφόρων ειδών θετικές ή θελκτικές εντυπώσεις γύρω από το πρόσωπο μας, εκμεταλλευόμενοι τα στερεότυπα – παρότι τελικά πέφτουμε τις περισσότερες φορές θύματα των προκαταλήψεων των δικών μας και των άλλων, καταλήγοντας άλλες φορές γραφικοί και άλλες ματαιόδοξοι. Ορισμένοι πέμπτοι διαβάζουμε ποιήματα επειδή πολλά από αυτά είναι σύντομα και δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ενώ κάποιοι άλλοι (έκτοι) διαβάζουμε ποιήματα επειδή οι ποιητικές συλλογές χωρούν πιο εύκολα στις αποσκευές μας, ή επειδή θέλουν να εντυπωσιάσουμε εκείνους που θα τύχει να κάθονται απέναντί μας στο ίδιο βαγόνι του τρένου. Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι από εμάς που διαβάζουμε ποιήματα επειδή αναζητούμε ένα ταχέως δραστικό αντίδοτο ενάντια στην ασχήμια μιας ολόκληρης εποχής, χρειαζόμαστε το χτύπημα από ένα μαστίγιο φτιαγμένο από λέξεις στο πρόσωπό μας για να ξυπνήσουμε από το λήθαργο της ρουτίνας, επιδιώκουμε ένα γδάρσιμο από την κορυφή μέχρι τα νύχια για να αισθανθούμε στη συνέχεια τον αέρα που φυσάει παγωμένος και να θυμηθούμε ότι είμαστε ζωντανοί. Τέλος υπάρχουν και εκείνοι από εμάς που διαβάζουμε ποίηση επειδή μας αρέσει να χρησιμοποιούμε τα μεγάλα περιθώρια αριστερά και δεξιά των τυπωμένων ποιημάτων κάποιων άλλων για να γράφουμε εκεί τους δικούς μας στίχους, επειδή φοβούμαστε να τους αφήσουμε μόνους τους σε λευκές κόλλες.

β) The Ballad of Reading Gaol, του Όσκαρ Ουάιλντ

(απόσπασμα)

With slouch and swing around the ring

We trod the Fools’ Parade!

We did not care: we knew we were

The Devils’ Own Brigade:

And shaven head and feet of lead

Make a merry masquerade.

We tore the tarry rope to shreds

With blunt and bleeding nails;

We rubbed the doors, and scrubbed the floors,

And cleaned the shining rails:

And, rank by rank, we soaped the plank,

And clattered with the pails.

We sewed the sacks, we broke the stones,

We turned the dusty drill:

We banged the tins, and bawled the hymns,

And sweated on the mill:

But in the heart of every man

Terror was lying still.

Ο Αχιλλέας III είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Συρτάρταρα» (το οποίο κυκλοφορεί υπογείως «κάπου εκεί έξω») και μέλος του containerrock συγκροτήματος Bog Αrt.


Βάσω Καμαράτου

α) Όλα για εμένα πια είναι ποίηση.
Ο λόγος μου, για να γνωρίσω λίγο καλύτερα τον θάνατο, να μην φοβάμαι τόσο πια.
Ο λόγος μου, για να καταλάβω λίγο καλύτερα, την ζωή. την ζωή μου.
Ο λόγος για να με ανταμώσω.
Ο λόγος για να ανταμώσουμε.
Ο λόγος για να γίνω ένα με την μοναξιά μου.

β) Με κατάνυξη, Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση,να μην εισαι ζώο,να μου δώσεις δύναμη να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο, να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπάγιασω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου, για να μάθεις πια να μην κλοτσάς.

Η Βάσω Καμαράτου είναι performer και σκηνοθέτρια.


Μάνος Καρακατσάνης

 α) Γιατί ανάβει την φωτιά μέσα μας, επαναπροσδιορίζει υποσυνείδητα ποιοι είμαστε και τι κάνουμε, μας κάνει να σκεφτόμαστε πίσω από το προφανές και όταν ταυτίζεται με το είναι μας, παρηγορούμαστε ότι δεν είμαστε εντελώς τρελοί.

β) Από τα αγαπημένα μου, είναι «Ο Δεύτερος Θάνατος» του Νίκου Καρούζου:

Homo erectus ἀπόμακρη ἀφετηρία τῆς Ἰλιάδας
δὲν ἤτανε καλύτερα νὰ ῥεμβάσεις μὲ τὰ τέσσερα;
Δὲ σοῦ ῾φτανε τὸ ἀηδόνι νὰ ἐκκλησιάζεται
στοὺς ἀφροδίσιους κλάδους τῶν δέντρων;
Τί διάολο τὴν ἤθελες τὴν ἔκλυτη ᾨδὴ τοῦ ποιητῆ
στὰ σωθικά του τὰ πικρὰ τὰ αἱματοτσακισμένα;
Τώρα τὴ χάνεις δυὸ φορὲς τὴν ὀμορφιὰ
σ᾿ ἕνα φριχτὸ ξερίζωμα οὐρλιάζοντας ζωὴ καὶ τέχνη
Ἂχ μάνα μου τί κατρακύλισμα στὸ μεγαλεῖο…
Θά ῾τανε ἡ ἄγρια στύση στοχάζομαι
ποὺ σοῦ ῾δωσε ὦ homo erectus τὴν αἴσθηση
νὰ σηκωθεῖς ὁλόρθιος σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ο Μάνος Καρακατσάνης είναι μέλος των Mani Deum.


Βίκυ Κυριακουλάκου

α) Κάθε μορφή τέχνης έχει την έννοια του συμφωνώ ή/και του ανακαλύπτω.

Θα διαβάσουμε ποίηση για να συμφωνήσουμε με κάτι δικό μας, ανέκφραστο λεκτικά μέχρι εκείνη τη στιγμή, που όμως μπορεί να αποτυπωθεί μέσα από τα λόγια τρίτου. Κι ενώ μέχρι τότε ερωταπαντούσαμε στον εαυτό μας, εν τέλει ανακαλύπτουμε ότι και κάποιος άλλος έχει συνειδητοποιήσει κοινές αλληλουχίες σκέψεων. Τότε απελευθερωνόμαστε από την μοναξιά της σκέψης μας και γινόμαστε κοινωνοί της σκέψης κάποιου άλλου, πολλές φορές αγνώστου σε μας. Κι όμως τόσο τελικά οικείου. Και ταυτιζόμαστε κι ανοίγεται διάλογος και χαιρόμαστε κι ενθαρρυνόμαστε, γιατί τελικά έχουμε συνοδοιπόρους κι αν υπάρχει έστω ένας, τότε εν δυνάμει είμαστε πολλοί. Από το εγώ στο εμείς.

Θα διαβάσουμε ποίηση για να αποκαλυφθεί μπροστά μας μια νέα πραγματικότητα, που ενυπήρχε σε μας, αλλά αγνοούσαμε, η οποία όμως περίμενε υπομονετικά να αναδυθεί στο συνειδητό μας. Κι ενώ μέχρι τότε ήταν μια κρυφή ανομολόγητη ιδέα, θαμμένη στο παρελθόν, εν τέλει αρχίζει να φωτίζεται ξάνα με περισσότερη λάμψη από ποτέ και να αποδεικνύεται περίτρανα. Τότε απελευθερωνόμαστε από τα δεσμά των προκαταλήψεων και της στενής πραγματικότητας του μέσου όρου, πολλές φορές αγνώστου σε μας. Κι όμως τελικά τόσο ανοίκειου. Και διαφωνούμε και επαναστατούμε και χαιρόμαστε κι ενθαρρυνόμαστε, γιατί τελικά ενώ είμαστε διαφορετικοί, έχουμε συνοδοιπόρους τους ποιητές κι αν υπάρχει έστω ένας, τότε εν δυνάμει υπάρχουν πολλοί. Από το εμείς στο εγώ και σε ένα μικρότερο εμείς.

β) Ενός λεπτού σιγή, Ντίνος Χριστιανόπουλος

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μια φορά;

είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;

Είχα πολλές δυσκολίες για να καταφέρω να υπερασπιστώ αυτό που επέλεξα να κάνω στη ζωή μου, αλλά είμαι ευγνώμων που τα έχω καταφέρει και κάθε φορά που επιβεβαιώνεται η ευτυχία μου, δεν μπορώ παρά να μην σκεφτώ πόσο κοντά ήμουν στους απεγνωσμένους. Και αισθάνομαι ότι τους οφείλω.

Η Βίκυ Κυριακουλάκου είναι ηθοποιός.


Όλια Λαζαρίδου

φωτ. Ανδρέας Σιμόπουλος

α) Η ερώτηση θα έπρεπε να είναι αντεστραμμένη-γιατί δεν διαβάζουμε ποίηση σήμερα, με την έννοια ότι κατά τη γνώμη μου δεν διαβάζουμε αρκετά (ποίηση). Αν διαβάζαμε, ίσως ο κόσμος να ήταν διαφορετικός και πάντως σίγουρα λιγότερο χοντρόπετσος.

β) Το αγαπημένο μου ποίημα αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και τις καταστάσεις. Αυτήν την εποχή είναι το Άσμα Ασμάτων επειδή ασχολούμαι με αυτό καθημερινά λόγω της παράστασης που θα κάνουμε την Κυριακή των Βαΐων στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης.

Η Όλια Λαζαρίδου πρωταγωνιστεί στην παράσταση Σε εσάς που με ακούτε, της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη που ανεβαίνει στο θέατρο Σημείο ενώ το εκτενές ποίημά της «Η προσευχή του ελάχιστου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υποκείμενο. 


Κατερίνα Μαυρογιώργη

α) Σήμερα διαβάζουμε ποίηση για να μην απελπιστούμε εντελώς. Και επειδή η ποίηση είναι γραμμένο κουράγιο πάνω στο χαρτί. Και συμπυκνωμένη  σοφία. Και παρηγοριά. Και  επειδή η ποίηση εξηγεί ό,τι δεν μπορεί ποτέ να εξηγήσει η γλώσσα. 

β) Ὁ βυθός, του Μίλτου Σαχτούρη

Ἕνας ναύτης ψηλὰ

στὰ κάτασπρα ντυμένος

τρέχει μέσ᾿ στὸ φεγγάρι

Κι ἡ κοπέλα ἀπ᾿ τὴ γῆς

μὲ τὰ κόκκινα μάτια

λέει ἕνα τραγούδι

ποὺ δὲ φτάνει ὡς τὸ ναύτη

Φτάνει ὡς τὸ λιμάνι

φτάνει ὡς τὸ καράβι

φτάνει ὡς τὰ κατάρτια

Μὰ δὲ φτάνει ψηλὰ στὸ φεγγάρι

Η Κατερίνα Μαυρογιώργη παίζει στην παράσταση «Ο καλόγερος» του Μάθιου Γκρέγκορυ Λιούις που ανεβαίνει στο θέατρο Scrow σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου.


Πάνος Μπόμπολας

 

α) Για να καταλάβω καλύτερα την πραγματικότητα. Για να αντιληφθώ την Ιστορία που με περιβάλλει τώρα ή την Ιστορία που γραφόταν όταν ο ποιητής έπιανε την πένα του στο χέρι. Όποτε διαβάζω ένα ποίημα επικεντρώνομαι στην καταγραφή του παρόντος του και όχι σε διαχρονικά τσιτάτα. Χωρίς να είναι από τους αγαπημένους μου ο Octavio Paz, συμφωνώ με αυτό που είχε γράψει κάποτε: «Η ποίηση είναι καμωμένη απ’ το επουσιώδες που βρίσκεται στα σπλάχνα της Ιστορίας και της κοινωνίας – απ’ τη γλώσσα, δηλαδή. Επιδιώκει όμως να την επανα-δημιουργήσει σε συσχέτιση με νόμους πέρα απ’ αυτούς που κυριαρχούν τον διάλογο και τη λογική ομιλία».

β) Όποιο ποίημα από τη συγκεντρωτική ποιητική συλλογή “Leaves of Grass” του Ουώλτ Ουίτμαν. Ενδεικτικά διαλέγω το Miracles

WHY! who makes much of a miracle?    

As to me, I know of nothing else but miracles,

Whether I walk the streets of Manhattan,       

Or dart my sight over the roofs of houses toward the sky,

Or wade with naked feet along the beach, just in the edge of the water,              

Or stand under trees in the woods,

Or talk by day with any one I love—or sleep in the bed at night with any one I love,    

Or sit at table at dinner with my mother,

Or look at strangers opposite me riding in the car,   

Or watch honey-bees busy around the hive, of a summer forenoon,    

Or animals feeding in the fields,    

Or birds—or the wonderfulness of insects in the air, 

Or the wonderfulness of the sun-down—or of stars shining so quiet and bright,     

Or the exquisite, delicate, thin curve of the new moon in spring;

Or whether I go among those I like best, and that like me best—mechanics, boatmen, farmers,     

Or among the savans—or to the soiree—or to the opera,  

Or stand a long while looking at the movements of machinery,  

Or behold children at their sports, 

Or the admirable sight of the perfect old man, or the perfect old woman,   

Or the sick in hospitals, or the dead carried to burial,         

Or my own eyes and figure in the glass;

These, with the rest, one and all, are to me miracles,      

The whole referring—yet each distinct, and in its place.    

To me, every hour of the light and dark is a miracle,       

Every cubic inch of space is a miracle,     

Every square yard of the surface of the earth is spread with the same,      

Every foot of the interior swarms with the same;     

Every spear of grass—the frames, limbs, organs, of men and women, and all that concerns them,  

All these to me are unspeakably perfect miracles.   

To me the sea is a continual miracle;      

The fishes that swim—the rocks—the motion of the waves—the ships, with men in them,       

What stranger miracles are there?

 Ο Πάνος Μπόμπολας είναι δημοσιογράφος και μέλος του συγκροτήματος Penny Dreadful.


Κωνσταντίνος Ντέλλας

α) Η ποίηση είναι ένα σωσίβιο, τόσο χαλαρό ώστε να βυθιστείς ή να ανεβείς στην επιφάνεια της θάλασσας, τόσο σφιχτό ώστε να μην πνιγείς.

β) Συχνά πυκνά έρχεται στην καρδιά μου αυτό το σύμπλεγμα ποιημάτων της αδελφής μου Όλγας Ντέλλα

ΠΑΤΡΙΔΑ Ι

Ξέρεις πότε αποκτάς πατρίδα;

Όταν φυτεύεις έναν δικό σου

μέσα το χώμα

Έτσι και ξεριζώνεσαι

Όταν το χώμα αυτό

παύεις να το οριζεις.

ΠΑΤΡΙΔΑ ΙΙ

Όμως τότε αποκτάς πατρίδα

όταν φυτεύεις έναν που γίνεται δικός σου

μες στην καρδιά

Και αν ξεριζώνεσαι

είναι επειδή αυτή την πατρίδα

δεν την ορίζεις.

[Όλγα Ντέλλα, από την ποιητική συλλογή Της αλυπίας είναι η χώρα, εκδόσεις Ιδαλγός 2009]

Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας είναι σκηνοθέτης.


Αλέξης Πανσέληνος

α) Διαβάζουμε ποίηση γιατί είναι το απόσταγμα της επίγειας εμπειρίας μας και μες απ’ αυτή προσευχόμαστε να ήταν η ζωή μας αιώνια.

Διαβάζουμε ποίηση γιατί είναι το απαύγασμα του έρωτα και ο έρωτας είναι η εποχή της ζωής μας στη διάρκεια της οποίας συντονιζόμαστε με το άπειρο σύμπαν.

Διαβάζουμε ποίηση γιατί αυτή δίνει φωνή σε όσα έχουμε μέσα μας χωρίς να μπορούμε να τα αρθρώσουμε.

Διαβάζουμε ποίηση γιατί ο πόνος του θανάτου είναι αφόρητος και ο τυφλός πόνος των λυγμών δεν φτάνει να τον περιγράψει.

Διαβάζουμε ποίηση επειδή αυτή συμπυκνώνει μέσα της τη μουσική και τον χορό και οι τρεις τους είναι η νίκη των θνητών επάνω στη θνητή τους μοίρα.

β) Απολείπειν ο θεός Aντώνιον, του Κ.Π. Καβάφη

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Το βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου «Η κρυφή πόρτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.


Λάμπρος Παπαλέξης

φωτ. Κατερίνας Σαμαρτζή

α) Για μένα η ποίηση κάνει το βάρος της ζωής ελαφρύτερο , αφαιρεί το επίκτητο και κρατά τον πυρήνα του αποστάγματος της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι μια κλωτσιά στα αχαμνά του φόβου της απώλειας του «εγώ» και η λύτρωση απο τον τρόμο του θανάτου. Μέσα στη ποίηση είναι ριζωμένη η μνήμη από το dna της ανθρωπότητας που δεν μπόρεσε να αγγίξει ο κόσμος των «πολιτισμένων» και ότι αυτή χθόνια υπονομεύοντας  απελευθερώνει. Όπως έχει πει και ο ‘Ελλιοτ : «Η ποίηση δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από τη συγκίνηση. Δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα.» Και τελικά κατά τον Γιώργο Σεφέρη «η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα».

β) ένα ποίημα του Τάσου Ζερβού (Τα Ποιήματα, Το Ροδακιό 2004) 

Ο Λάμπρας Παπαλέξης είναι τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός της μπάντας Οι Χτισμένες των Θεμελίων.


Σαμσών Ρακάς

α) Σήμερα διαβάζουμε ποίηση γιατί απλά μας συμφέρει. Γιατί θέλουμε να ξεχωρίσουμε από τον πεζό νου της καθημερινότητας. Θέλουμε κατά βάθος να νιώσουμε μέρος μιας υποτιθέμενης ελίτ. Να γίνουμε φορείς ενός αερολόγου ανθρωπισμού. Ή να το πω καλύτερα, θέλουμε να δραπετεύσουμε από τον αγουροξυπνημένο νου τού προλεταριάτου. (Μιλάμε για μανία καταδίωξης) Ας είμαστε ειλικρινείς: η εποχή στα στήθια της πάσχει από καλπάζοντα αστισμό. (Εδώ μιλάμε για μανία καταξίωσης) Και το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό: ο λόγος που διαβάζουμε σήμερα ποίηση θα έπρεπε να ομοιάζει με τον εσωτερικό πυρετό της Σαπφούς πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Ο λόγος που διαβάζουμε σήμερα ποίηση πρέπει να είναι ίδιος με το λόγο που έκανε τον κινέζο ποιητή Λι Πο να πνιγεί πριν χίλια διακόσια χρόνια επειδή έσκυψε στη βάρκα του να πιάσει τον αντικατοπτρισμό του φεγγαριού στο νερό. Γιατί η ποίηση δεν είναι μια εκλεκτική διασκέδαση που υποκαθιστά την ύπαρξη. Οφείλει να την αναστατώνει. Δεν προορίζεται να επιβεβαιώνει τις απαντήσεις του αναγνώστη χαϊδεύοντας αυτιά. Πρέπει να κάνει τα αυτιά του να βουίζουν. Γι’ αυτό αν η ποίηση είχε λιαλιά, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γιάζρα Χαλίντ που μου έρχονται πρώτα, μιας και το βιβλίο του είναι σχεδόν έτοιμο να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Υποκείμενο, θαρρώ θα φώναζε προς όλες τις κατευθύνσεις: «Μη με μπερδεύεις για Σάββατο. Είμαι απλά μια γαμημένη Τρίτη».

β) Για τους λόγους αυτούς στο ερώτημα περί αγαπημένου ποιήματος θα παραθέσω το τετράστιχο ενός άγνωστου βουδιστή μοναχού το οποίο μετέφρασε στα αγγλικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο «Χαμένο Κέντρο» του, και διαβάζοντάς το πριν λίγες μέρες με σάστισε. Και πάει ακριβώς έτσι:

«Λες πως τα γραπτά μου είναι ποίηση;

Δεν είναι, σου απαντώ.

Αν το κατανοήσεις αυτό

Τότε μόνο θα δεις ολάκερη την ποίησή τους!»

Ο ποιητής Σαμσών Ρακάς είναι ο άνθρωπος πίσω απο τις εκδόσεις Υποκείμενο και το περιοδικό ΙΝΟΣΤΡΑΝΣΕΒΙΑ.


Αντώνης Τσιοτσιόπουλος

α) Διαβάζουμε; Κάτι κάνουμε, σχεδόν αναπόφευκτα. Δυστυχώς για κάποιους που θέλουνε να κλείσουν την ποίηση στις σελίδες καλοφτιαγμένων, σενιαρισμένων βιβλίων, η ζωή η ίδια, η καθημερινή δημιουργία, δεν τους έχει κάνει την χάρη και έχει αφήσει την ποίηση ανεξέλεγκτη και μόνη στους δρόμους, στους τοίχους, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα λαϊκά στιχάκια, στα γαμοσταυρίδια του γείτονα, στο παστίτσιο της μάνας μου, παντού. Διαβάζουμε ποίηση, γιατί η ποίηση υπάρχει παντού και αρκεί ένα μικρό εγκεφαλικό στρίψιμο για να μετατρέψουμε την μαλακισμένη καθημερινότητα μας, στο πιο σπουδαίο ποίημα που γράφτηκε ποτέ. Αυτά τα λίγα για την ποίηση… Κι οι ποιητές, όπως έλεγε ο Τσιφόρος, να ξουρίσουν τα κεφάλια τους, χωρίς μαλλιά δεν θα τους λένε πια ποιητές…

β) Όσο αφορά το αγαπημένο μου ποίημα, είμαι μεταξύ δύο… το ένα είναι του Κώστα Μόντη,

ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ

Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.

Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,

γιατί τις ηνώχλησες.

και ένα άλλο που είχα δει σε ένα τοίχο, Αγνώστου ποιητή, που έλεγε με κεφαλαία γράμματα,

Μπάμπη σφίξου λίγο, δεν καταλαβαίνω τίποτα…

Το γιατί μου αρέσουν αυτά τα δύο ποιήματα, νομίζω πως δεν έχει καμία απολύτως σημασία.

Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος έχει γράψει και σκηνοθετήσει την παράσταση «Σουρελαϊκέν» που παρουσιάζεται στον χώρο Baumstrasse.


Γεωργία Φαμπρίς

α) Διαβάζουμε; Έχω την εντύπωση ότι, όπως γενικά δεν διαβάζουμε αρκετά, το ίδιο και ίσως περισσότερο ισχύει για την ποίηση. Ας απαντήσω όμως όσον αφορά εμένα. Φαντάζομαι λοιπόν ότι διαβάζω ποίηση σήμερα, παρ’ όλο τον υπερβολικό κορεσμό από πληροφόρηση των διαφόρων μέσων επικοινωνίας -όπου το μήνυμα είναι ξεκάθαρο και ασφυκτικό στην καθησυχαστική του πρόθεση-, γιατί η Ποίηση, όπως και η Ζωγραφική, είναι μια γλώσσα με παλμό και αινίγματα, μια γλώσσα, δηλαδή, που με έλκει με τους υπαινιγμούς της, διφορούμενη, χωρίς έτοιμες απαντήσεις. Η ποίηση δεν “googlάρεται”.  Ο γρίφος της ποίησης, αυτό που λένε «τι θέλει να πεί ο ποιητής» είναι η ίδια της η μαγεία. Μου αρέσει να μην καταλαβαίνω αρκετά. Μου αρέσει η συμπυκνωμένη αίσθηση να με χτυπάει σαν ρεύμα χωρίς να έχω προλάβει να κατανοήσω ακρηβώς το γιατί και να με συγκινεί. Σε ένα παραλληλισμό με την ζωγραφική θα έλεγα οτι η ποίηση μοιάζει με απόσταξη ερωτημάτων οπως συμβαίνει με τις χρωματικές κηλίδες πάνω σε εναν καμβά, απο τις οποίες η ανησυχία παίρνει αφορμές για να ανοιχτεί στο προσωπικό φαντασιακό, όπου η γλωσσική εικόνα καθρεφτίζει, παραμορφώνει και συνθέτει, συχνά παράδοξα αλλά και πιο ουσιαστικά την καταστάση της ύπαρξης.

β) Είναι αδύνατον να επιλέξω ένα και μόνο αγαπημένο ποίημα.

Θα αναφέρω ένα ποίημα που ξαναδιάβασα πρόσφατα και εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι περιέγραφε ακριβώς της φιγούρες στην ζωγραφική μου. Είναι το ποίημα του T.S.Eliot «Οι κούφιοι άνθρωποι»

Είμαστε οι κούφιοι ανθρώποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι ανθρώποι
Που σκύβουμε μαζί
Καύκαλα μ’ άχερα γεμάτα, αλίμονο!
Οι στεγνές μας φωνές
Σαν ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες κι ασήμαντες
Σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
Ή σε σπασμένα γυαλικά των ποντικών το ποδάρι
Μες στο ξερό μας το κελάρι.

Μορφή χωρίς σχήμα, σκϊά δίχως χρώμα,
Παραλυμένη σύναμη, γνέψιμο χωρίς κίνηση˙

Εκείνοι που ταξίδεψαν
Με ίσιες ματιές στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —α θυμούνται— όχι σα νά ‘μαστε 
         χαμένες
Παράφορες ψυχές, μα μοναχά
Οι κούφιοι ανθρώποι
Οι παραγεμισμένοι ανθρώποι.

Η Γεωργία Φαμπρίς είναι ζωγράφος και συμμετέχει στην ομαδική έκθεση “Elles– Εκείνες” στο μουσείο Φρυσίρα, (Μονής Αστερίου 3 , Πλάκα) μέχρι τέλη Ιουλίου.


Κατερίνα Ψυχή

α) Η ποίηση ικανοποιεί την ανάγκη μας να μετατρέψουμε οτιδήποτε απτό σε υπερρεαλιστικό. Σήμερα, όσο περισσότερο ο αστισμός, η τεχνολογία, η πληροφόρηση επιτάσσουν νόρμες και συμβατικά πλαίσια σκέψης και δράσης, η ποίηση είναι η ευκαιρία μας να διαφοροποιηθούμε, να καταπιαστούμε με την λεπτομέρεια και όχι με την γενικότερη εικόνα, να προκαλέσουμε το συμβατικό, να αποκαλύψουμε το παράδοξο και εν τέλει να προσεγγίσουμε το υπέροχο.

β) Το αγαπημένο μου ποίημα είναι Οι Μικροί Γαλαξίες του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ειναι το ποίημα που έτυχε να διαβάσω την εποχή του πρώτου, εφηβικού μου έρωτα και αναπόφευκτα το ταύτισα με ότι ενιωθα τότε – και για πάντα κάθε φορά.

Πάνε κι έρχονται οἱ άνθρωποι πάνω στὴ γή.
Σταματάνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ένας
αντίκρυ στὸν άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Όμως, ἐσύ, 
δὲ λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μὲς απὸ μένα, κάτω απ᾿ τα τόξα μου, 
όπως κι εγώ: προχώρησα ισα, μὲς απὸ σένα, 
κάτω απ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ένας μας
μέσα στὸν άλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ᾿ τὴ θέα τους 
Ήσουν νερό, 
κατάκλυσες μέσα μου όλες τὶς στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια, 
στὸ στήθος, στο μέτωπο.
Τ᾿ άστρα τὸ βλέπουνε, ότι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τὴ γή

Η Κατερίνα Ψυχή είναι μάνατζερ στην Gagosian Gallery

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.