Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Οι 5 Πρώτοι (Πολύ) Ενδιαφέροντες Δίσκοι του 2019

Sharon Van Etten, Remind Me Tomorrow (Jagjaguwar)

Αν πέντε χρόνια νωρίτερα αναρωτιόταν Are We There, στον πέμπτο της δίσκο η μουσικός από το Νιου Τζέρσεϊ δημιουργεί ένα ηχητικό και λεκτικό μωσαικό στο οποίο η ανησυχία εν μέρει φιλτράρεται από την αποδοχή που έρχεται μαζί με το σκαρφάλωμα στους πρόποδες των 40. Αφήνοντας κατά μέρος τα κιθαριστικά ξεσπάσματα, περπατά εναλλάξ στα πλήκτρα του πιάνου στις πιο ενδόμυχες στιγμές (όπως στο εναρκτήριο και εξομολογητικό “I Told You Everything”) και στα synths όταν τολμά έναν πιο πολυεπίπεδο και κομψό ήχο (όπως στο ψυχρά οικείο “Jupiter 4” που παίρνει το όνομά του από το μοντέλο του Roland της). Πάντα προβληματισμένη για τον έρωτα, κολυμπά στις ακτές του “Malibu” και ακούγεται σαν τον αντεστραμμένο καθρέφτη της Lana Del Rey. Αναπολεί την ανεμελιά των 17 (“Seventeen”) και «φοράει» τον Springsteen. Παίρνει την πρόσφατη γι’ αυτήν εμπειρία της μητρότητας και υφαίνει με σταυροβελονιά στιγμιότυπα ερωτικών αναμνήσεων: “Imagining when you were inside / When you made those kicks at night” (“Stay”). Είναι όμως αυτό το σπάσιμο της φωνής της σε εθιστικά ρεφρέν όπως του “No One’s Easy To Love” και μελωδίες που γλιστράνε στο αυτί σου όπως στο “You Shadow” που σε κάνουν να θες να δανειστείς την ίδια τη φράση της Sharon Van Etten και να της πεις με βεβαιότητα: Come back, kid.  7.5/10


Mike Krol, Power Chords (Merge)

“ I used to never understand the blues / Until the night I met you” ισχυρίζεται στην τέταρτη δουλειά του ο τύπος που το 2011 δήλωνε ευθαρσώς I Hate Jazz, σε ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να αυτοπροσδιορίζεται επαρκώς από τον ίδιο του τον τίτλο.  Η power pop παίρνει από το χέρι τις fuzz garage κιθάρες και μαζί πορεύονται σε ανθεμικές μελωδίες και ρεφρέν που τιμούν δεόντως τον ρόλο τους. Για κάθε στίχο που κρέμεται στο χείλος του ερωτικού γκρεμού, οι παλλόμενες, αυθάδεις και απροσποίητες κιθάρες δίνουν το φιλί της ζωής (αφού δεν το δίνει «εκείνη»…) για να αποφευχθούν τα δράματα και δηλώνουν με συνοπτικές διαδικασίες πως ο Krol δεν προσπαθεί  πολύ για τίποτα, ωστόσο εργάζεται εντατικά για να είναι ο εαυτός του. Με ένα μικρό twist: ένα αδρό concept που περισσότερο λειτουργεί ως παιχνίδισμα παρά ως κομβικό μέρος της αφήγησης.  Ένα μαυρισμένο μάτι στο εξώφυλλο (που επανέρχεται στιχουργικά στο “Left For Dead”) και η έκκληση για ασθενοφόρο (“An Ambulance”) παρουσιάζουν για πολλοστή φορά την αγάπη ως «πόνο/αρρώστια». Μόνο που η μελέτη στους Strokes, κι η απόδοση με μια πιο περιορισμένη δυναμική μεν, με μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας δε, οδηγεί με λίγο αυτοσαρκασμό στην εξής διαπίστωση: “I’ve gotten better at guitar” (“Power Chords”). Σημαντικό να έχεις γνώθι σαυτόν. 7/10


James Blake, Assume Form (!K7)

Η θλίψη ήρθε στον έρωτα ή ο έρωτας στη θλίψη; Πόσο φως χωράει στην μελαγχολική indietronica; Με τέτοια ερωτήματα μοιάζει να καταπιάνεται έστω κι ασυνείδητα η τέταρτη δουλειά του Blake που βρίσκει τον μουσικό ερωτευμένο, να μετουσιώνει τα σκοτεινά του αποθέματα σε ενδόμυχες εξομολογήσεις που γίνονται ακόμη και σέξυ. Καταφέρνει να συγκροτήσει με μεγαλύτερη οικονομία τις ιδέες του κι αφήνει τη νωχελικότητα να χρωματίσει τον ούτως ή άλλως elegant r’n’b ήχο του κι όχι να τον διαποτίσει ολοκληρωτικά. Κι ενσωματώνει συγχρόνως με μαεστρία το μουσικό momentum στο σύμπαν του: Στρώνει το ηχητικό χαλί του για να επιτρέψει σε σκληροπυρηνικούς ράπερ όπως ο Travis Scott κι ο Metro Boomin να βρουν τον πιο ήρεμο εαυτό τους (στα μείον βέβαια η άτσαλη στιχουργική αντίστιξη σε κομμάτια όπως το “Mile High”), όσο η Rosalia σαν άλλη Σπανιόλα Jane Fonda περπατάει “Barefoot In The Park”, κάνοντάς μας να φαντασιωνόμαστε τον Blake ως τον πλέον ιδανικό για την καρέκλα του παραγωγού σε πιθανό επόμενο βήμα της. Ο ήχος του σήμερα παγιδεύει τις soul ονειρώξεις του κάτω από λεπτοραμμένα στρώματα κι επιτέλους ο Blake ακούγεται πιο απελευθερωμένος αλλά και συνειδητοποιημένος από ποτέ. 7.5/10


Steve Gunn, The Unseen In Between (Matador)

Εν αρχή είναι η απλότητα. Με αυτό πορευόμενος, ο πάλαι ποτέ κιθαρίστας των Violators του Kurt Vile ζαλώνει την κιθάρα του με όλη την ακουστική ιστορία που την διατρέχει και της δίνει απλόχερα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Γι’ αυτό και δεν παραφορτώνει τις ερμηνείες του, διηγείται ιστορίες που αγγίζουν από τον θάνατο του πατέρα του (“Stonehurst Cowboy”) μέχρι τη σχέση μεταξύ μιας γάτας και του ιδιοκτήτη της (“Luciano”). Psych folk δονήσεις (“New Moon”), country πνοή (“Vagabond”) και η βαριά σκιά του Neil Young (με εξέχουσα στιγμή το “Chance”) βγαίνουν από τα δάχτυλα του μουσικού σε έναν δίσκο που δεν σε αφήνει να τον εγκαταλείψεις αλλά δεν στοχεύει να σε εκπλήσσει συχνά.  Τελικά τα κιθαριστικά riffs των κομματιών, που στις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές «τραγουδούν» μαζί με τη φωνή του Gunn (όπως στο “Stonehurst Cowboy” και το “Luciano”), αποδεικνύονται πιο αξιομνημόνευτα από τα ίδια τα κομμάτια. Βέβαια είναι σαφές πως ο Gunn δεν βρίσκεται εδώ για εντυπωσιασμό αλλά για καλοδουλεμένη έκφραση. Στο τέλος, μένει η απλότητα –κι ένας όμορφα φτιαγμένος δίσκος. 7/10


VA, All The Young Droogs: 60 Juvenile Delinquent Wrecks, Rock’N’Glam (And A Flavour Of Bubblegum) From The 70’s (Cherry Red)

Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και μόνο για τον τίτλο αυτής της συλλογής 60 κομματιών: το πώς μπλέκει έξυπνα το “All The Young Dudes” με το Κουρδιστό Πορτοκάλι (από όπου προέρχεται το “Droogs”) αλλά και τον τόσο γλαφυρό του υπότιτλο. Αλλά δεν φτάσαμε ως εδώ μόνο για αυτόν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή που προσπαθεί να αφηγηθεί όλες εκείνες τις ζυμώσεις, από το ακατέργαστο proto punk των αρχών των 70s μέχρι την glam χρυσόσκονη που έπεσε απλόχερα και γιορτινά μέσα στη δεκαετία. Θέλει περισσότερο να διατρέξει στο σύνολό του το ταξίδι αυτού του κομματιού της πιο «βαριά εργαζόμενης» δεκαετίας της ποπ μουσικής παρά να παρουσιάσει ένα best of του ευρύτερου glam (κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογεί την απουσία ονομάτων όπως οι New York Dolls, Bay City Rollers, Slade -όχι πως δεν θα θέλαμε να τους ακούσουμε εδώ). Έτσι χωρίζεται σε 3 CD: Στο πολύ δυνατό (#diplis) Rock Off! που καταπιάνεται με το proto punk με το glam να κάνει εν μέρη στην άκρη (εδώ ακούμε μέχρι και Velvet Underground). Το Tubthumpers & Hellraisers, που διατρέχει την πιο χορευτική πλευρά του glam (με τα κομμάτια να μην αποδεικνύονται πάντα αξιομνημόνευτα). Και το Elegance & Decadence που αφήνει τα 70s παιδιά να χορέψουν αγκαζέ στο πάρτυ όσο τα φώτα χαμηλώνουν αλλά και να υποκλιθούν στο ποπ πνεύμα του David Bowie (γιατί λείπει κι αυτός άραγε από εδώ;). Σε κάθε περίπτωση, κάθε δισκοθήκη που θα αποκτήσει αυτή τη συλλογή, θα γίνει λίγο πλουσιότερη -και γιορτινή. 7.5/10

Ελένη Τζαννάτου