Categories: FeaturedΘΕΑΤΡΟ

Και ξαφνικά το 2014 όλοι, παρά την κρίση, έκαναν μιούζικαλ!

Τα πράγματα, λοιπόν, εκεί στα τέλη του 1929, είχαν ως εξής: οι μεγαλοεπιχειρηματίες, με ένα φουλ της απόγνωσης στο μανίκι, βουτούσαν από τους ουρανοξύστες ενώ το Χρηματιστήριο, μετά τη Μαύρη Πέμπτη της Μεγάλης Ύφεσης (στις 29 Οκτωβρίου εκείνου του χρόνου) έπαιρνε ολοταχώς το ασανσέρ για την κόλαση – για να μείνει εκεί, πάνω από 10 χρόνια.

Στο μεταξύ, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου το «παγωμένο εμπόριο» ήταν άγνωστη λέξη, η εκθαμβωτική Τζίντζερ Ρότζερς έκανε ντεμπούτο στο Broadway κι ένα χρόνο αργότερα, το 1930, αγκαζέ με τον Φρεντ Αστέρ, υπέγραφε στην Paramount, για να στεφθεί σε χρόνο-μηδέν βασίλισσα των μιούζικαλ. Τώρα θα αναρωτηθείτε… Εδώ ο κόσμος έπεφτε (κυριολεκτικά…) κι αυτοί έκαναν φιγούρες; Μα τι διάολο, είναι τρελοί αυτοί οι Αμερικάνοι;

Η απάντηση είναι όχι, όχι τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση, καθώς όπως αποδείχθηκε από τη φρενήρη μόδα που ακολούθησε τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, το μιούζικαλ λειτούργησε περίπου σαν παγκόσμιο αναλγητικό, αφού το ποτό δεν μπορούσε καθώς είχε απαγορευτεί (και καλά… ) από το 1920. Άνευ ποτού λοιπόν και χωρίς μία στην τσέπη, το μιούζικαλ έμοιαζε με σούπερ γιατροσόφι πάνω στο τραύμα του χρηματιστηριακού κραχ, του φαινομένου της χιονοστιβάδας και της ολέθριας πτώσης.

Με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα, ακολουθούμε κι εμείς τώρα τα ίδια χορευτικά βήματα. Πάνω στην κρίση, τα δακρυγόνα, τους άστεγους, τους ανέργους, την αναζήτηση νέας ταυτότητας μέσα στο διαρκώς και πιο δυστοπικό περιβάλλον, εντρυφήσαμε στο μιούζικαλ, κάτι που φαίνεται (με την πρώτη ματιά) οξύμωρο. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι η αθηναϊκή σκηνή (αλλά ακόμα και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Μεγάλου Αλεξάνδρου βοηθούντος, Alexander the great. Rock opera) φιλοξένησε φέτος πάνω από 10 μιούζικαλ – και η σεζόν απλώς μόλις κλείνει το πρώτο της μισό.

Σαμπάνια και πενιές – Καζαντζίδης και Μαρινέλλα

Ο Άγγελος Πυριόχος, δημιουργός (κείμενο-στοίχοι) δυο παραστάσεων που σπάσανε κυριολεκτικά ταμεία Θα σε πάρω να φύγουμε και Θα περάσει κι αυτό (το οποίο μάλιστα από 26/12 έως 6/1 μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη), αλλά και κάτι σαν… κινητή εγκυκλοπαίδεια στο ζήτημα ιστορία του θεάτρου, ακονίζει τη μνήμη μας – για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι: «Μπορεί οι Έλληνες να μην είμαστε αυτό που λέμε τρελοί με τα μιούζικαλ, μάς συγκινεί όμως οτιδήποτε “ακουμπά” τις μνήμες, τις ευαισθησίες, τις αδυναμίες και τα πάθη μας. Άρα ό,τι περιέχει ταυτοχρόνως κείμενο, μουσική και τραγούδι, κάτι που ωστόσο δεν είναι κι εντελώς καινούργιο. Μερικές δεκαετίες πριν, π.χ., Καζαντζίδης-Μαρινέλλα χαλούσανε κόσμο, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση “Σαμπάνια και πενιές”, ενώ αργότερα Ζωή Λάσκαρη και Μάρθα Καραγιάννη ανέβαζαν αμιγώς μιούζικαλ, το “Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές”. Πιο μετά και η ίδια η Αλίκη Βουγιουκλάκη επέμεινε για καιρό στο είδος. Από την “Εύθυμη Χήρα” ως την “Εβίτα” και το “Καμπαρέ”, μέχρι και στον “Πειρασμό” του Ξενόπουλου που μετέτρεψε σε μιούζικαλ σε στίχους Σταύρου Ξαρχάκου! Τέτοια εγχειρήματα ωστόσο αποτελούσαν εξαίρεση, όχι κανόνα κι έτσι παρά τα μεγάλα ονόματα το κοινό παρέμεινε δύσπιστο στο μιούζικαλ για πολύ καιρό».

Μέχρι που στην Ελλάδα (ξανα)ρχίσανε τα ζόρια. Μαζί και τα… όργανα. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Ο Άγγελος Πυριόχος είναι ξεκάθαρος. Πως το μεγάλο «μπαμ» με τα μιούζικαλ και τις μουσικές θεατρικές παραστάσεις άρχισε ουσιαστικά όταν: «Το ρεκόρ εισιτηρίων τού “Θα σε πάρω να φύγουμε”, που έκλεινε το μάτι στο μιούζικαλ, αφού διέθετε μείξη ειδών από καμπαρέ, βαριετέ, επιθεώρηση, άνοιξε την όρεξη σε παραγωγούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς να ασχοληθούν περισσότερο με το είδος. Μετά απ’ αυτό είδαμε πως ό,τι αποτελούσε ώς τότε εξαίρεση, άρχισε να γίνεται κανόνας και μόδα. Έτσι τώρα βλέπουμε περισσότερο μουσικοθεατρικές παραστάσεις και μιούζικαλ παρά εξ ολοκλήρου πρόζα».

Η Άννα Βίσση στους Δαίμονες

Chicago

Θοδωρής Αθερίδης και Γιάννης Ζουγανέλης… το προτιμούν καυτό

Και φυσικά έχει δίκιο. Γιατί ήδη από το πρώτο μισό του ’13, οι Δαίμονες του Νίκου Καρβέλα επανέρχονταν με 24 ηθοποιούς, ορχήστρα 13 μουσικών, περισσότερες από 20 εναλλαγές σκηνικών και 250 εντυπωσιακά κοστούμια. Αργότερα τον Οκτώβρη, το Μερικοί το προτιμούν καυτό (που είχε αντικαταστήσει το Chicago, με Σμαράγδα Καρύδη, Τάνια Τρύπη και Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο ρόλο που είχε ερμηνεύσει στο σινεμά ο Ρίτσαρντ Γκιρ) θεωρείτο από τις πιο πολυαναμενόμενες παραστάσεις με Ζέτα-Μέριλιν Μονρόε-Μακρυπούλια, Θοδωρή Αθερίδη και Γιάννη Ζουγανέλη για τους light θεατές.

Το Καμπάρέ του Κωνσταντίνου Ρήγου με τη Μαρία Ναυπλιώτου στον πρωταγωνιστικό ρόλο

Τώρα για όσους έτρεχαν στο Μέγαρο Μουσικής για να δουν Δημήτρη  Λιγνάδη, Μαρία Ναυπλιώτου, Τάνια Τσανακλίδου, Παναγιώτη Μπουγιούρη, Γιώργο Νανούρη, Νάντια Μπουλέ να τραγουδούν «Willkommen, bienvenue, γεια σου fremde, etranger, ξένε», ανέβαινε τον ίδιο μήνα το περιβόητο Καμπαρέ του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο

Πετράκης, Σεργουλόπουλος και Καπουτζίδης στην camp επιτυχία Priscilla: H Βασίλισσα της Ερήμου

Όσο για τον Ιανουάριο του ’14; Με το που μπήκε η χρονιά, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν και πάλι στο Badminton, σε ένα παιχνίδι πρόζας και μελωδίας, ρεαλισμού και μυθοπλασίας – Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο, ένα φιλόδοξο ελληνικό μιούζικαλ πάνω στην πολυτάραχη ζωή και τα τραγούδια της θρυλικής ερμηνεύτριας. Ένα μήνα αργότερα, ο Φεβρουάριος σημαδεύεται από μια Priscilla, βασίλισσα της ερήμου που βασιζόταν στην πολυβραβευμένη ομότιτλη ταινία του 1994 – δύο drag queens και μία τρανσέξουαλ ταξιδεύουν στην αυστραλιανή έρημο για να συναντήσουν τoν γιο της μιας. Η παράσταση δημιούργησε συνωστισμό στο Badminton κι έγινε talk of the town. Φώτης Σεργουλόπουλος, Παναγιώτης Πετράκης, Γιώργος Καπουτζίδης και πολυπληθής θίασος σε άφηναν με το στόμα ανοιχτό, καθώς πειραματίζονταν κάθε βράδυ επιτυχώς με 471 κοστούμια, 45 περούκες, 120 ζευγάρια παπούτσια, 200 καπέλα και στολίδια κεφαλής, σε μια ασύλληπτη παραγωγή άνευ προηγουμένου που μετατρεπόταν σε ξέφρενο πάρτυ με τις μεγαλύτερες χορευτικές επιτυχίες του ’80.

Φυσικά η παράσταση επέστρεψε για λίγο και τη νέα σεζόν που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίστηκε από την απίθανη παραγωγή σε μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Έχουμε και λέμε λοιπόν…


Αγαπητικοί, βοσκοπούλες, Annie και Βέμπο

Ο ποιητικός, λαϊκός, γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο Αγαπητικός της βοσκοπούλας, ανέβηκε με κέφια, δημώδη τραγούδια και χορογραφίες στο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, με Ρένη Πιττακή, Μαρία Πρωτόπαπα, Ευγενία Δημητροπούλου και γκεστ σταρ τον Γιώργο Μαργαρίτη, ενώ στο Ακροπόλ μεταφερόταν για 2η σεζόν το Annie, με τον Παύλο Χαϊκάλη στο ρόλο του πολυεκατομμυριούχου Όλιβερ Γουώρμπακς (στην προηγούμενη βερσιόν, στον «Ελληνικό Κόσμο», τον υποδυόταν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης) που όμως κατέβηκε γρήγορα λόγω οικονομικών προβλημάτων που άφησαν απλήρωτους τους συνετελεστές. Στο Badminton ερχόταν το Θα περάσει κι αυτό, συνέχεια του Θα σε πάρω να φύγουμε, με τον Φίλιππο Νικολάου να βγαίνει από το χρονοντούλαπο έπειτα από χρόνια απουσίας και να αποδεικνύει πως ακόμα αρέσει πολύ,  και φυσικά με τον Αντώνη Λουδάρο και πάλι σε τρελές πιένες ως «κυρία Επιθεώρηση» (χαρακτήρας που μάλλον θα τον συνοδέψει διά παντός). Στον ίδιο χώρο τα Δευτερότριτα για να μη μείνει καμία αμφιβολία για την τάση, φιλοξενούνταν το Μια Ελλάδα θέατρο, του Γιάννη Μπέζου, με τραγούδια των πιο μεγάλων Ελλήνων συνθετών, αφιερωμένη στον άγνωστο θεατρίνο της δεκαετίας του ’50.

Φίλιππος Νικολάου, the resurrection

Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας

Annie στο Ακροπόλ

Ακόμα και η Μιμή Ντενίση, δουλεύοντας μια ιδέα 3 ολόκληρα χρόνια φέρνει στον Ελληνικό Κόσμο μια μεγάλη παραγωγή, με ζωντανή μουσική από την ορχήστρα Εστουδιαντίνα, πλούσια σκηνικά και κοστούμια εποχής, καθώς και αυθεντικό φωτογραφικό υλικό με τον τίτλο Σμύρνη μου αγαπημένη.

Η διανομή του Πριν Το Χαραμα

Σχεδόν ταυτόχρονα, το ιστορικό θέατρο Βέμπo, το οποίο είχε αγοράσει μετά τον πόλεμο, με τις οικονομίες μιας ζωής η «τραγουδίστρια της νίκης» και είχε κάνει πρεμιέρα με τεράστια επιτυχία το 1950 με το Βίρα τις Άγκυρες των Τραϊφόρου-Γιαννακόπουλου, ξανάνοιγε, έπειτα από πολλές περιπέτειες και σούπερ ανακαίνιση. Έτσι, μόλις στα τέλη Οκτωβρίου ανέβασε ξανά αυλαία με το Πριν το Χάραμα, των Παπαθανασίου-Ρέππα, στο οποίο παίζουν, τραγουδούν και χορεύουν Σοφία Βόσσου, Στέλιος Διονυσίου, Ευθύμης Ζησάκης, Κατερίνα Κούκα, Μπέτυ Μαγγίρα, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Ορέστης Τζιόβας και πάνω από 25 ακόμα καλλιτέχνες, με συνοδεία live ορχήστρας.  Αγαπημένα τραγούδια και μεταπολεμική Ελλάδα, εμφύλιος και δικτατορία, κρυφές παγίδες, σκοτεινά μονοπάτια και φυσικά έρωτας σε μια υπόθεση σαν παλιό ασπρόμαυρο σινεμά.

Στο μεταξύ, στη συμπρωτεύουσα ακολουθείται το ίδιο μοντέλο… Alexander the Great. Rock Opera, 2 ώρες και 15 λεπτά στην αγγλική γλώσσα με υπέρτιτλους, 10μελή live ορχήστρα και ομάδα 30 ηθοποιών, χορευτών και τραγουδιστών με επικεφαλής, στον ομώνυμο ρόλο τον Δημήτρη Τικτόπουλο. Ποιος είναι ο Δημήτρης Τικτόπουλος; Ετών 33, επαγγελματίας τραγουδιστής, είχε αφήσει άφωνους στο “The Voice”, Ρέμο, Βανδή (με τους οποίους είχε συνεργαστεί και στην πίστα) και τους λοιπούς coaches της τετράδας τραγουδώντας -ομολογουμένως ζόρικα- τον ύμνο “We are the champions” των Queen (έτσι κι αλλιώς λατρεύει τον Φρέντι Μέρκιουρι), ενώ είχε ξαναπάρει παλαιότερα μέρος στο “Dream Show”. Στα ενδιάμεσα είχε βάλει πείσμα με το ρόλο του «Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Ο Δημήτρης Τικτόπουλος ως Μέγας Αλέξανδρος στο Alexander The Great. Rock Opera.

«Τρία χρόνια δούλευα αυτόν το ρόλο», μου λέει. «Γιατί δεν αρκούσε μονάχα να τραγουδάω καλά ή να χορεύω. Χρειαζόταν και να μπορώ να παίζω. Επρόκειτο για ένα σπουδαίο όραμα του συνθέτη Κώστα Αθυρίδη, που στοχεύει και στο εξωτερικό. Αρχικά στην ομογένεια σε Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία κ.ά., αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, μια και το κείμενο είναι στα αγγλικά. Όσο για την τάση με τα μιούζικαλ; Όχι δεν απορώ με αυτό, αλλά με το εντελώς αντίθετο. Με το γιατί δηλαδή τόσα χρόνια στην Ελλάδα δεν τους είχαμε δώσει την προσοχή που τους έπρεπε. Είναι ένα πολύ σπουδαίο είδος, γιατί δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο κατά τη γνώμη μου από το να συνοδεύεις το λόγο και τις εικόνες με ρυθμό και μελωδίες».


Hey, big spender

Εάν ως τώρα το μάτι έχει θολώσει από τις υπερπαραγωγές που ανέβηκαν την τελευταία 2ετία και κάτι, αλλά κι όσες ακόμα παίζονται ή σχεδιάζονται να ανέβουν στο εγγύς μέλλον, είναι μάλλον λογικό. Γιατί εκτός από τα εκθαμβωτικά κοστούμια και τα καλά δουλεμένα σώματα (ή λιγότερο καλά – γιατί είδαμε και πολλά τέτοια, ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε), το μάτι θολώνει και από τα μπάτζετ που υποπτεύεται κανείς πως απαιτούνται για τέτοια εγχειρήματα. Φυσικά υποβάλλαμε τα ανάλογα ερωτήματα, η απάντηση όμως υπήρξε κάπως… θολή κι αυτή. Ή απλά ρομαντική  για να είναι αληθινή;

«Κανένας από μας δεν έγινε πλούσιος, αντιθέτως πολλά νέα παιδιά βάζουν ακόμα και από την τσέπη τους όταν στήνεται κάτι τέτοιο», παραδέχεται ο Δημήτρης Τικτόπουλος, καθώς αναμένει αφενός να έρθει με την παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής (27-28/2 & 1/3) αφετέρου να ευοδωθούν οι ελπίδες να πάει ο Μέγας Αλέξανδρος στο εξωτερικό. «Χορηγίες πλέον είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν και καλά εμείς που βρισκόμαστε υπό τη σκέπη του ΚΘΒΕ και είμαστε κάτι σαν κρατικοί υπάλληλοι. Είναι άλλοι που δεν πληρώνονται ποτέ ή δεν παίρνουν ποτέ τα λεφτά τους πίσω. Στο μεταξύ όμως έχουν καταθέσει την ψυχή τους. Παρόλα αυτά είναι όμορφο να έχεις πείσμα, να μην παραδίδεις τα όπλα, να ρισκάρεις και να ονειρεύεσαι περισσότερο από τις δυνατότητές σου. Dream big… Ίσως στο τέλος αυτό να μας σώσει».

Όταν το καλοκαίρι που μας πέρασε ο Στέλιος Διονυσίου, ναι ο γνωστός Στέλιος, ο γιος του Στράτου, λαϊκός τραγουδιστής κι αυτός, δεχόταν την πρόταση από τους αδερφούς Θύμιο και Μάρκο Τάγαρη (που ανακαίνισαν το «Βέμπο) να συμμετάσχει στη μουσική παράσταση με την οποία θα έκανε ξανά πρεμιέρα το ιστορικό θέατρο, είπε «ναι», γιατί αρχικά νόμιζε πως απλώς θα έβγαινε και θα έλεγε 5-10 τραγούδια. Όπως αποδείχθηκε, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Αντιθέτως, θα κρατούσε τον κεντρικό ρόλο του Μανώλη Ναξιώτη, που στο Πριν το Χάραμα κάνει ζευγάρι με τη Σοφία Βόσσου, γνωρίζοντας μάλιστα μεγάλες πιένες. Δεν το περίμενα και είμαι ενθουσιασμένος», ομολογεί αφοπλιστικά ο τραγουδιστής: «Φαίνεται πως τελικά είχα κάποιο κωμικό ταλέντο και απλώς δεν το είχαμε ανακαλύψει (Γελάει). Σε ό,τι αφορά τώρα τις μουσικές παραστάσεις που εξαπλώνονται σε όλη την Αθήνα; Δείτε το κι αλλιώς… Δεν είναι μόνον η μουσική που έχει ξαναμπεί με φόρα στο θέατρο. Είναι που και η πρόζα έχει πάει στα μπουζούκια και τις μουσικές σκηνές. Για ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Ο Ζουγανέλης πήγε με τον Ρέμο, στον Ρόκο και στον Καπρά κάνει πρόγραμμα και ο Ζαχαράτος, ο Ρουβάς παίζει στον “Ηρακλή” και ο Μαργαρίτης ήταν στον “Aγαπητικό της Βοσκοπούλας”. Δεν υπάρχουν πια οι παλιές διαχωριστικές, εννοώ οι διαχωριστικές που υπήρχαν προ της κρίσης. Πλέον, φαίνεται πιο έξυπνο σε έναν επιχειρηματία, σε έναν παραγωγό το να συγκεντρώνει σε ένα χώρο ένα πολυθέαμα. Έτσι ο θεατής έχει την ευκαιρία με ένα πολύ χαμηλότερο εισιτήριο από ό,τι στο παρελθόν, να απολαύσει την ίδια στιγμή, θέατρο, μουσική, να περάσει όμορφα, να γελάσει, να κλάψει, να τραγουδήσει κι έπειτα από 2,5-3 ώρες ψυχαγωγίας να γυρίσει και νωρίς σπίτι του. Τώρα αν είναι ρίσκο για έναν επιχειρηματία… Ναι, προφανώς είναι, όπως όλα τα μεγάλα ανοίγματα. Πιστεύω όμως ακράδαντα, πως άμα γίνεται κάτι καλό και με μεράκι, αποκλείεται να περάσει στο ντούκου. Έτσι και ο επιχειρηματίας παίρνει πίσω τα λεφτά του και παίρνει θάρρος να ξαναεπενδύσει»!

Το ίδιο αισιόδοξος εμφανίζεται και ο Άγγελος Πυριόχος… Πως υπάρχουν δηλαδή ακόμα πρόθυμοι να επενδύσουν παραγωγοί. Είδε άλλωστε στ’ αλήθεια δύο δικά του μουσικά έργα να ανεβαίνουν επιτυχώς στη σκηνή και μάλιστα ως υπερπαραγωγές, χάρη, όπως λέει, στον Μιχάλη Αδάμ (ADaM Productions), ενώ ο οραματικός Κωνταντίνος Ρήγος φαίνεται παραδόξως πιο… γήινος:

«Στο είδος είχε δοκιμάσει παλιότερα και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη είχε ανεβάσει “Miss Πέπσι” και η Σμαρούλα Γιούλη “Hello Doll”, “Grease” κ.ά. Μέσω μάλιστα του συζύγου της, θεατρικού συγγραφέα κι επιχειρηματία, Βαγγέλη Λειβαδά, είχε καλέσει κατ’ επανάληψη ξένους σκηνοθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους, φωτιστές για το ανέβασμα διεθνώς γνωστών πολυπρόσωπων και πολυδάπανων μιούζικαλ. Αυτά όμως, στο παρελθόν, γιατί ενώ διαθέταμε παράδοση στο μουσικό θέατρο, κάποια στιγμή ατόνησε σε τέτοιο βαθμό που εξαφανίστηκε για πολλά χρόνια, για να ξαναεμφανιστεί την τελευταία 2ετία με μεγάλη φόρα. Το “Rocky Horror Show ήταν μια δική μου τρέλα που εν τέλει όμως υποστηρίχθηκε θερμά απ’ όλους, συντελεστές, ηθοποιούς, κοινό, μου δίδαξε πολλά και αγαπήθηκε, παρά το γεγονός πως δεν ήταν ένα συμβατικό, οικογενειακό ρετρό, αλλά ένα ενήλικο μιούζικαλ. Όντως πρόκειται πάντως για ριψοκίνδυνο είδος, όχι όμως απαγορευτικό για ανθρώπους που θέλουν να ρισκάρουν. Έτσι κι αλλιώς όμως στο θέατρο τίποτα δεν μπορεί να σου εγγυηθεί την επιτυχία ή πως θα γεμίσεις σίγουρα το ταμείο. Είτε πρόζα είτε μιούζικαλ, μπορεί να πάει, μπορεί και να σε καταποντίσει. Το θέμα είναι εάν τελικά έχει όρεξη κανείς να επενδύσει ή όχι».


Cherchez la femme…

… ό,τι κι αν συμβαίνει. Το έγραψε πρώτος ο Αλέξανδρος Δουμάς, το είπε και η Κοκό Σανέλ (εντάξει, για άλλους λόγους, κομψότητας), το έκανε τραγούδι κι ο Βασίλης Τσιτσάνης αλλά φαίνεται πως τελικά ισχύει παντού, γιατί όχι κι εδώ; Τη μαγική πένα του τραγουδοποιού και το πάθος του στις γυναίκες, πάντα μέσα από τα τραγούδια του, διερευνά άλλο ένα μουσικό χορευτικό δρώμενο στη βόρεια Ελλάδα με τίτλο Σερσέ λα φαμ, με τον Λεωνίδα Κακούρη στο ρόλο αυτής της ανυπέρβλητης φυσιογνωμίας του ρεμπέτικου και του λαϊκού. Ο ηθοποιός μάλιστα χρειάστηκε να μάθει στ’ αλήθεια μπουζούκι για να μπορεί να είναι πειστικός στο ρόλο του, κάτι που μάλλον κατάφερε, καθώς στη μεγάλη πρεμιέρα που είχε δοθεί στις Πρέσπες, κόρη και εγγονή του Τσιτσάνη, Βικτώρια και Ζωή, τον πλησίασαν συγκινημένες και του είπαν: «Κλείναμε τα μάτια και νομίζαμε πως τον ακούμε στ’ αλήθεια…». Σίγουρα σπουδαίο credit για τον ηθοποιό.

Ψάχνοντας τη γυναίκα… στη θάλασσα

Μιλώντας για γυναίκες, να αναφέρουμε ενδεικτικά και δυο σπουδαίες προσωπικότητες που έχουν αναδειχθεί στο χώρο: την Τάνια Τρύπη (Chicago, Θα σε πάρω να φύγουμε, όπου μάλιστα ερμήνευε συγκλονιστικά τη Σοφία Βέμπο και το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά», σηκώνοντας κάθε βράδυ το κοινό στον αέρα, Θα περάσει κι αυτό κ.ά.). Η ίδια μάλιστα τείνει πια να γίνει… βετεράνος, ενώ χαρακτηρίζει το μιούζικαλ «μεγάλο έρωτα και παιδική μου χαρά». Και η νεώτερη Νάντια Κοντογεώργη, όμως, δεν πάει πίσω… Αν κι έγινε περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό από την τηλεόραση και το Κάτω Παρτάλι, μετρά ήδη απρόσμενα πολλά χιλιόμετρα στο μιούζικαλ (Rent, Η όπερα της πεντάρας, Chicago, Μερικοί το προτιμούν καυτό, Δυο τρελοί τρελοί παραγωγοί, ενώ αυτή την εποχή πρωταγωνιστεί στην all time classic Μελωδία της ευτυχίας).

H Τάνια Τρύπη στο Chicago

«Το μιούζικαλ είναι ένα πολύ γοητευτικό είδος και είναι νομίζω η σύμπτωση των τεχνών, που το καθιστά τόσο ενδιαφέρον. Όσο για την τάση παραγωγών και κοινού να το επιλέγουν, με χαροποιεί και είμαι σίγουρη ότι δεν αποτελεί παροδικό φαινόμενο ή μόδα. Αντιθέτως, θεωρώ πως εκπαιδεύεται ένα νέο κοινό, ενώ παράλληλα υπάρχει και ολόκληρη γενιά νέων musical theatre performers που δουλεύουν σκληρά για την υπεράσπιση αυτού του ρεπερτορίου», δηλώνει η Νάντια, που ομολογεί πως ονειρεύεται ακόμα πολλά μιούζικαλ. Κι όπως πάνε τα πράγματα, μάλλον θα δει τα όνειρά της να πραγματοποιούνται…


«Παυσίλυπο» για ανάλυση

Ακόμα και το Εθνικό Θέατρο, για την ακρίβεια ο καλλιτεχνικός του διευθυντής, Σωτήρης Χατζάκης, σκέφτηκε πως δεν ήταν δυνατό να μείνει εκτός… εποχής και ανταγωνισμού κι έτσι δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Ανεβάζει λοιπόν στο Κτίριο Τσίλερ Σρεκ το μιούζικαλ, που βασίζεται στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Dreamworks και στο βιβλίο του William Steig, με την καταπληκτική ιστορία του αγαπημένου-βραβευμένου με Όσκαρ… τέρατος, το οποίο εδώ υποδύονται εναλλάξ Τζεφ Μαράουι/Αποστόλης Ψυχράμης, με πριγκίπισσα Φιόνα τη Μαρίνα Σάττι.  

Και φυσικά το πράγμα δεν τελειώνει εδώ, αφού τον Απρίλιο αναμένεται ακόμα μια κολοσσιαία παραγωγή, Ο βιολιστής στη στέγη σε σκηνοθεσία του βραβευμένου Αμερικανού σκηνοθέτη Rob Ruggiero, ο οποίος το περασμένο καλοκαίρι σκηνοθέτησε τον Βιολιστή στο γνωστό και ως «σπίτι του αμερικανικού μιούζικαλ» Goodspead Opera House, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές. Θα πρωταγωνιστεί ο Γρηγόρης Βαλτινός, έχοντας δίπλα του τη Ρένια Λουιζίδου παρακαλώ… Κι όλα αυτά, 50 χρόνια μετά την πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη.

Στο μεταξύ, διαβάζοντας, έχετε χάσει το λογαριασμό; Κι εμείς το ίδιο… Αυτή είναι όμως η πραγματικότητα. Όσο λιγότερα φράγκα, τόσο περισσότερα μιούζικαλ. Όσο πιο πολλή μιζέρια έξω στο δρόμο, τόσο πιο glamour στη σκηνή. Παράλογο; Δεν απαντάει. Άρα, λογικό!

«Είναι πολύ φυσικό», δηλώνει απενεχοποιημένα ο Άγγελος Πυριόχος. «Όταν περνάς ζόρια και δύσκολα, θες να δεις θεάματα που θα σε οδηγήσουν σε ανάταση. Που θα σε κάνουν να ξεχαστείς έστω και λίγο και να τρέξεις μακριά από τη μιζέρια. Ας μην ξεχνάμε πως το μουσικό θέατρο άνθιζε ακόμα και στον πόλεμο ή πως εδώ γινόταν πόλεμος και τα μπαλέτα του Ziegfeld (Ziegfeld Follies) με τα υπέροχα κορίτσια με τα φτερά και τα πούπουλα έκαναν θραύση, χαλούσανε κόσμο! Οπότε δεν είναι καθόλου παράλογη η έφεση του κοινού σε ένα είδος που περιέχει και κείμενο και χορό και τραγούδι».

Πάνω κάτω τα ίδια λέει, απλώς με άλλα λόγια, και η Τάνια Τρύπη: «Οι θεατές επιλέγουν τα μεγάλα θεάματα γιατί συνδυάζουν τα πάντα. Θέαμα με μουσική, αγαπημένους καλλιτέχνες, πλούσια σκηνικά, ωραία κοστούμια, έτσι ξεχνιούνται και χαίρονται. Είναι σαν να μπαίνουν σε ένα ροζ συννεφάκι. Το μιούζικαλ είναι παρηγορητικό και λειτουργεί σαν παυσίπονο».

Στην ίδια άποψη συγκλίνει και ο Λεωνίδας Κακούρης, ο οποίος υποδυόμενος την ευαίσθητη, συναισθηματική αλλά και σκληρή προσωπικότητα του Τσιτσάνη, αλλά και τον Νικόλα Άσιμο στον «Σταυρό του Νότου, παρατηρεί: «Πολλές φορές οι θεατές μας σηκώνονται επιτόπου και χορεύουν… Σε ταξιδεύουν τέτοιες παραστάσεις. Όταν γίνονται με αγάπη και μεράκι είναι σα να ανοίγει μια ανακουφιστική χαραγματιά στη σκληρή πραγματικότητα».

Συνηγορεί και η χορογράφος-σκηνοθέτις του θεσαλονικιώτικου Σερσέ λα Φαμ, Σοφία Σπυράτου, η οποία διαθέτει ιδιαίτερη πείρα στο θέμα, ενώ στην ίδια οφείλεται άλλη μια αστραφτερή μουσική παράσταση, στις αρχές του ’13, με τίτλο Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές! που ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κι όπου πρωταγωνίστησε η αειθαλής Ζωζώ Σαπουτζάκη: «Η άνθιση του μιούζικαλ και των μουσικών παραστάσεων οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, σε δύο παράγοντες», λέει η κ. Σπυράτου: «Κατ’ αρχάς, στην αγάπη των Ελλήνων για τη μουσική και το τραγούδι. Η σχέση αυτή είναι βαθιά ριζωμένη στον ελληνικό πολιτισμό. Το δεύτερο στοιχείο είναι η δύσκολη και ασταθής περίοδος την οποία βιώνουμε όλοι μας: μέσα στις δυσκολίες, είναι εύλογο το κοινό να επιλέγει θεάματα, τα οποία του είναι οικεία και τα οποία του χαρίζουν ένα αίσθημα ασφάλειας. Και δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό σε αυτό, αρκεί τα θεάματα αυτά να αποτελούν υψηλού επιπέδου ψυχαγωγία».

Οι πρωταγωνιστές του Rocky Horror Show που ανέβασε φέτος ο Κωνσταντίνος Ρήγος

Το πώς μεταφράζει βέβαια κάποιος μέσα του το θέμα «υψηλού επιπέδου ψυχαγωγία» αποτελεί τεράστιο ζήτημα συζήτησης, γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν (και) μουσικά θεάματα για όλα τα γούστα… Πιο light αλλά και πιο τολμηρά, στα οποία, ας πούμε η Τζούλι Άντριους δεν θα πήγαινε ποτέ τα εγγόνια της, όπως για παράδειγμα το Rocky Horror Show του Κωνσταντίνου Ρήγου που μόλις έριξε αυλαία στο «Rex», καθώς, εκτός από τη Φρουτοπία του που ήδη βλέπουμε, άλλη μια, καταδική του dark, εντελώς ακατάλληλη για ανηλίκους, εκδοχή τού Καρυοθραύστη, περίμενε ήδη στην ουρά να ανέβει – στο παρελθόν έχει ανεβάσει επίσης Ωραία Κοιμωμένη και τη Μνήμη των Κύκνων αφού ξετρελαίνεται, όπως λέει, για την τριλογία του Τσαϊκόφσκι, απλά με τρόπο διαφορετικό από το γνωστό αγαπησιάρικο γλυκερό homie!

Έλα, «Μπες μες τη διαστροφή» κι εσύ

Θα μπορούσε να είναι μια προτροπή για όσους δεν έχουν μπει ακόμα στον πειρασμό να περάσουν ένα βράδυ σε ένα από τα πολλά πλέον θέατρα που ανεβάζουν μουσική παράσταση ή καθαρόαιμο μιούζικαλ. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι παρά η  ελληνική απόδοση του Time Wrap από το… κακό παιδί των μιούζικαλ, το Rocky Horror Show που λέγαμε, που ακούστηκε στην εν Αθήναις παράσταση, η οποία εκτόξευσε στον ουρανό τον έτσι κι αλλιώς εξαιρετικό Κωνσταντίνο Ασπιώτη, που ανατρέποντας την προσωπική του εικόνα, μας άφησε άφωνους ως εξωγήινος πανσεξουαλικός glam-rock δόκτωρ Φρανκ(ενστάιν) από το… Διάστημα!

O Κωνσταντίνος Ασπιώτης έκλεψε την παράσταση στο Rocky Horror Show

Ακροβατώντας στα 30άποντα(;) τακούνια του ο Κωνσταντίνος τοποθετείται ψύχραιμα και συνολικά, με την ωραία, ιδιαίτερη φωνή του, πάνω στο φαινόμενο:

«Δεν ξέρω να σας πω αν όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τα 2 τελευταία χρόνια είναι μόδα, κάτι θα περάσει ή θα καθιερωθεί. Αυτό θα το κρίνει κάποιος θεωρητικός του θεάτρου στο μέλλον. Εκείνο που μπορώ να πω από τη δική μου εμπειρία στο “Rocky Horror Show” είναι πως ο κόσμος το χάρηκε πολύ και πέρασε καλά. Αρχικά αυτό αφορούσε μόνο τους μυημένους, στη συνέχεια όμως έρχονταν και άνθρωποι που απλώς είχαν ακούσει καλά λόγια (σ.σ. κάτι που διαπιστώσαμε όντως μιλώντας έξω από το θέατρο με τους θεατές που περίμεναν να μπουν στην παράσταση. Κοινό ετερόκλητο, όλων των ηλικιών. Νεαρόκοσμος αλλά ντυμένοι συντηρητικά γηραιοί κύριοι έως κυρία που είχε την δει ήδη 13 φορές!) Αυτό λοιπόν, το ότι ο κόσμος το χαίρεται, δημιουργεί, μια τάση… Μια τάση την οποία φυσικά παρατηρούν και οι παραγωγοί γι’ αυτό παίρνουν όλο και περισσότερο το ρίσκο να ανεβάσουν μιούζικαλ. Να πούμε βέβαια εδώ πως το γεγονός ότι ανεβαίνουν μιούζικαλ δεν σημαίνει απαραίτητα πως είναι όλα επιτυχημένα ούτε πως “το έχουμε” ακόμα τόσο καλά το θέμα. Δεν υπήρχε παιδεία μιούζικαλ εν συνόλω στην Ελλάδα, όχι τουλάχιστον με την έννοια που υπήρχε στο εξωτερικό, το ανακαλύπτουμε τώρα όλοι μαζί, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, κοινό… Το ανακαλύπτουμε λοιπόν κι έχει πολλή πλάκα. Κι εγώ ο ίδιος για παράδειγμα, δεν το κατείχα, αν και ήμουν από τους τυχερούς που το διδασκόμουν ως μάθημα στη σχολή. Πλέον, θεωρώ το μιούζικαλ συγκλονιστικό είδος. Κι επιπλέον βλέπω πως έχουμε πολλά νέα παιδιά που και ταλέντο έχουν και θέλουν τόσο πολύ να κάνουν μιούζικαλ, που φεύγουν για το εξωτερικό όπου το κατέχουν καλύτερα. Να, ας πούμε, ο Μίνως Θεοχάρης ή η εξαιρετική Νάντια Κοντογεώργη, που έγινε γνωστή από την τηλεόραση, ταιριάζει όμως τόσο καλά στο μιούζικαλ…»

Εν κατακλείδι κι έπειτα από σχεδόν 3.500 λέξεις πάνω στην επέλαση των μιούζικαλ, ίσως τελικά να αρκεί απλώς το εξής… Να μην το αναλύσουμε άλλο! Όπως λέει άλλωστε εν χορώ και η ομάδα των… φρικιών του Rocky Horror Show που δημιούργησε ο ηθοποιός Richard O’ Brien πίσω στο ’70 για να αντιμετωπίσει τη μονοτονία της ανεργίας του, «μην το ονειρεύεσαι, ζήστο!».

Αθηνά Ζαχαράκη