Categories: ΣΙΝΕΜΑFeatured

20 χρόνια Reality Bites

Έρωτας, σχέσεις, σεξ, δουλειά. Τσιγάρα, ποτά, όνειρα, φιλοδοξίες. Φούντα, ελπίδες, απογοητεύσεις, προσδοκίες. Φιλία, κάβλα, AIDS, ροκ εν ρολ, φιλοσοφία. Λεφτάδες, μπατίρηδες, ιταλικά κοστούμια, ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, ιδεαλιστές, πουλημένοι, ξοφλημένοι, πετυχημένοι. Ο χειμώνας της δυσαρέσκειάς μας και το δοξασμένο καλοκαίρι του έρωτα. Καλώς ήρθατε στον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο της αμφισβήτησης, του κατεστημένου, της πραγματικότητας, της ενηλικίωσης, τον κόσμο που μια παρέα άρτι αποφοιτησάντων συμφοιτητών, απροθύμως αφιχθέντων στο επόμενο level της ζωής τους, βλέπουν τα όνειρα να συναντάνε την πραγματικότητα κι την ενήλικη συνειδητοποίηση να απλώνει τη σκιά της πάνω απ’ τον εφηβικό ιδεαλισμό.

Εκεί που περπάτησε το Reality Bites, δυο δεκαετίες πριν, σκιαγραφώντας με αποθεωτική ειλικρίνεια τα δεύτερα tweens της γενιάς των Gen-Xers. Αυτή τη μαγική περίοδο, που ο Τόλκιν είχε απ’ το 1954 περιγράψει ως τα ανεύθυνα twenties, ανάμεσα στην παιδικότητα της εφηβείας και την ενηλικίωση των πρώτων –άντα. Αυτή τη φάση της πραγματικής αυτοεξερεύνησης κι αυτοανακάλυψης του ανθρώπου, που αποκτά την πολυαναμενόμενη ευκαιρία να κάνει πράξη τις επαναστατικές του ονειρώξεις, να βγει έξω στον κόσμο και να του αλλάξει τα φώτα, καγχάζοντας στο ενδεχόμενο να φάει τα μούτρα του. Αχ τι όμορφα που τραγουδά τα ψέματα, το γλυκό πουλί της νιότης.

Γραμμένο απ’ την 23χρονη τότε Έλεν Τσάιλντρες, ακριβώς στη γκρίζα χρονολογική ζώνη ανάμεσα στην γυναικεία χειραφέτηση και την αποκάλυψη των συνεπειών της ισότητας κυρίως στο εργασιακό κομμάτι της κοινωνικής απελευθέρωσης, το Reality Bites ακολουθεί μια τρυφερή και τραγανή σαν την καρδιά του μαρουλιού Γουινόνα Ράιντερ, στο ρόλο που της εξασφάλισε καρδούλες κι αρκουδάκια από έφηβα αγοράκια για καμιά δεκαετία τουλάχιστον. Μια μετ’ επαίνων απόφοιτο, που ψάχνει τη θέση της στον κόσμο, προσπαθώντας να ισορροπήσει τα αντιματεριαλιστικά της αντανακλαστικά, με την ευκολία των ανεξάντλητων πιστωτικών καρτών των γονιών της. Από κοντά, η ετερόκλητη παρέα της, με την κυνική φιλενάδα που απλά θέλει να πληρώσει το νοίκι, τον αφελή ρομαντικό που ψάχνει τρόπο να βγει απ’ τη ντουλάπα, και τον εκ πεποιθήσεως απαισιόδοξο ροκά που φοβάται τα συναισθήματά του.

Βασισμένο στην πραγματικότητα της παρέας της σεναριογράφου, το Reality Bites πλασαριζόταν απ’ τους συντελεστές της ως μια απλή ρομαντική κομεντί, μια ιστορία για την αγάπη στα ‘90s, όμως όλοι ξέρουμε ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο. Στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Μπεν Στίλερ κατάφερε να εμφιαλώσει σ’ ένα 90λεπτο και κάτι, όλη την ουσία της αγωνία της Generation X, της γενιάς του MTV και των αμερικανικών sitcoms, που στήναν επιτραπέζια με αναφορές στο Brady Bunch και το Melrose Place, ή χαχάνιζαν με κωδικές αναφορές στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι και τη Χάιντι, αναπολούσαν τη disco και βρίσκαν όλες τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες της μέρας στα supersized αναψυκτικά των χαμπουργκεράδικων, όταν δεν έτρεχαν σαν τα ζαλισμένα μυρμήγκια από μεταπτυχιακά σε συνεντεύξεις, ψάχνοντας τη φωνή και την έκφρασή τους, μέσα στην εκκωφαντική ρουτίνα της καθημερινής επιβίωσης.

Η ταινία που έκανε sex symbol τον Ήθαν Χωκ ένα χρόνο πριν εκτιναχθεί στ’ αστέρια με το Before Sunrise, τρύπωσε στις καρδιές των τότε 20 προς 25άρηδων, χάρη στον άκρατο ρομαντισμό με τον οποίο τύλιγε τα χαστούκια της ζωής, τον οπτιμισμό της ηλικίας των ανθρώπων που ακόμη πίστευαν ότι μπορούν να διατηρήσουν την ασυμβίβαστη οπτική τους στην επαύριο της έξαρσης του καταναλωτισμού. Των νεολαίων που ζάλιζαν την πραγματικότητα στροβιλιζόμενοι στην αμφισβήτηση των U2 και Lenny Kravitz, πριν αρχίσουν να ερωτεύονται σε ρυθμούς ελέκτρο, πριν στήσουν τα raves και πριν χρειαστούν τους κύκλους των Ε για να περιχαρακωθούν απ’ την αποδοχή του γιαπισμού. Τότε, που ακόμα κι οι γιάπηδες είχαν καρδιά.

Άκρον άωτον του ρομαντισμού αυτό το τελευταίο, όπως αποδείχθηκε, κι ίσως για τους 35άρηδες προς το 40ρισμα να έχει κάτσει λίγο βαρύ να αποδεχτούν πως οι όροι της πραγματικότητας δεν αλλάζουν, παρά μάλλον σε αλλάζουν. Αλλά δεν είναι μικρή σοφία αυτή, να την τυλίξουν σε χρυσόχαρτο να την παραδώσουν στους επόμενους, σα μια χρήσιμη καψουλίτσα κυνισμού. Παρόμοια μ’ αυτή που θα κατάπιαν κι οι δημιουργοί της ταινίας, την οποία, ταιριαστά τώρα στο 20άρισμά της, την σπρώχνουν προς την κρισάρα του συμβιβασμού της, ετοιμάζοντάς της επαναλανσάρισμα ως τηλεοπτική σειρά, μιας και «υπάρχει ένα είδος παράλληλης κατάστασης, απ’ την άποψη του οικονομικού κλίματος στο οποίο βγαίνουν οι νέοι σήμερα», όπως λέει κι ο Μπεν Στίλερ.

Ακόμη και για τους Millennials πάντως, που βλέπουμε στους στραγγαλισμένους με τις γραβάτες τους Gen-Xers, την αποδοχή της συμβατίλας που μας περιμένει όλους, είναι αδύνατο να μην παρασυρθείς όταν βλέπεις μια παρέα πιτσιρικάδων να στήνουν αυτοσχέδιο πάρτι μπρος στα μάτια αποσβολωμένου βενζινά, επειδή άκουσαν στο ράδιο τα τρελαμένα drums του My Sharona. Το κομμάτι των The Knack είναι εύκολα το εμβληματικότερο μιας εμβληματικής ταινίας, που αμέσως μετά απ’ αυτή τη σκηνή μπορεί ν’ αλλάζει κλίμα, αλλά εκεί, μέσα σ’ εκείνο το βενζινάδικο, αφήνει κλειδωμένη να χορεύει για πάντα, μια χούφτα ανθρώπων απόλυτα πεπεισμένων πως, ακόμη κι όταν το μόνο που έχεις να φας, είναι σακούλες πατατάκια αγορασμένα με ξένη πιστωτική, η ζωή μπορεί να γίνει πάρτι, αρκεί να έχεις τα αυτιά σου ανοιχτά ν’ ακούσεις το τραγούδι της.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης