Παρά το γεγονός ότι τα «αστεράκια» και οι λίστες που βγαίνουν με τα καλύτερα albums της κάθε χρονιάς, της δεκαετίας και πάει λέγοντας, είναι ίσως η πιο αγαπημένη διαδικασία των μουσικόφιλων, υπάρχει πάντα μία τάση γκρίνιας που συνοδεύεται από φράσεις του τύπου «Δε βγαίνει τίποτα καλό πια».
Το 1997 μπορεί να μοιάζει σχετικά κοντινό, ειδικά για όσους έζησαν την ακμή της brit pop αλλά και την ανάδυση του big beat στο dancefloor, αλλά αισίως, απέχει μία εικοσαετία. Τι συνέβαινε, λοιπόν, τότε στη δισκογραφία; Η Popaganda επιλέγει 20 albums που κλείνουν τα 20 και αφήνει τα συμπεράσματα σε εσάς.
Το αδιαφιλονίκητο magnum opus των Radiohead, λίγο πριν αλλάξουν πορεία με το Kid A και ακολουθήσουν μια πιο ηλεκτρονική κατεύθυνση. Στο OK Computer ο Thom Yorke χτίζει τη σπαρακτική μουσική δυστοπία του, σε ένα album που πλέον φιγουράρει στα καλύτερα όλων των εποχών.
Το ντεμπούτο των Σκοτσέζων post-rockers κατά πολλούς είναι μάλλον το καλύτερο album τους ως σήμερα, με τα μεγάλα ορχηστρικά μέρη να περικλείουν όλες τις επιρροές τους σε ένα πακέτο που «επαναπροσδιόρισε τον shoegazer σε stargazer» όπως το έθεσε εύστοχα το Pitchfork, με το 16λεπτο “Mogwai Fear Satan” να κλείνει το album και να σπάει κόκαλα.
To ντεμπούτο των Καναδών επαναπροσδιόρισε το post rock, με τη μπάντα να χτίζει τον ήχο της με ηχητικά samples από φωνές, αεροπλάνα και λοιπά «κομμάτια» της καθημερινότητας να μπλέκονται με βιολιά, τσέλο και απόκοσμες κιθάρες σε μεγάλα ορχηστρικά κομμάτια που θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία να είναι το soundtrack ενός πολεμικού δράματος.
Αν το Murder Ballads ήταν ένα album για τα εγκλήματα πάθους και ό,τι αυτά συνεπάγονται, το The Boatman’s Call είναι η μουσική αποδοχή του αιώνιου παράδοξου του έρωτα με μια απογυμνωμένη ματιά: ο Cave κλείνει τα 40 και προσεγγίζει τον πόνο με νηφαλιότητα και ένα πιάνο και την απαραίτητα αίσθηση θρησκευτικότητας, αφήνοντας μια και καλή πίσω τα άγρια μουσικά ξεσπάσματα του παρελθόντος.
Tην εποχή που οι Oasis άρχισαν να παίρνουν την κατιούσα, κυκλοφορώντας το μετριότατο Be Here Now, οι Blur σώζουν το brit pop κίνημα με αντεστραμένους όρους, με το ομώνυμο album τους να ξεφεύγει σε πιο αμερικάνικους alternative ήχους και σε πιο σκοτεινά στιχουργικά μονοπάτια για τον Damon Albarn, πηγαίνοντας την καριέρα τους ένα βήμα πιο πέρα, εκτοξεύοντάς τους εμπορικά με το anthem “Song 2”.
Για πολλούς είναι απλά «το album με το “Bittersweet Symphony”» όπως το (What’s The Story) Morning Glory? είναι «το album με το “Wonderwall”». Πέρα από το συγκεκριμένο χιλιοπαιγμένο hit, αποτελεί ένα από τα ευρέως αποδεκτά ως καλύτερα της brit pop.
Mε το Screamadelica εδραίωσαν το άτυπο υβρίδιο του rave ‘n’ roll και με το Vanishing Point πήγαν όλη αυτή την κοσμοθεωρία ακόμη πιο πέρα: το album μοιάζει με έναν κινηματογραφικό εφιάλτη που βουτά από την pop στο rock ‘n’ roll κι από το dub στην acid jazz, σε ένα κοσμικό αποτέλεσμα που μόνο…vanishing point δεν μπορεί να θεωρηθεί για τους Primal Scream -ωστόσο στην ακρόασή του νιώθεις συχνά πυκνά ότι χάνεσαι μέσα στο απόκοσμο ηχοτοπίο τους.
Τελευταίο album για τον Elliot Smith πριν υπογράψει σε μεγάλο label. Τράβηξε τόσο την προσοχή του σκηνοθέτη Gus Van Sant ώστε να περιλάβει τρία κομμάτια στο soundtrack της ταινίας Good Will Hunting. Παίρνει το σπαραξικάρδιο attitude που σύστησε λίγα χρόνια πριν ο Jeff Buckley και τον μετουσιώνει σε ένα φιλικότερο στον ποπ χρήστη αποτέλεσμα, σε indie ωστόσο κατεύθυνση. Album που μπορεί να σταθεί το ίδιο άνετα σε ένα indie bar και τα Starbucks.
O δίσκος-ορόσημο της «χημικής γενιάς», θέτει τους όρους για το big beat και έχοντας πάντα την techno βάση, ξεκινά με το βαρύ funk-ίζον beat του “Block Rocking Beats” και κλείνει με το ψυχεδελικά κιθαριστικό εννιάλεπτο “Τhe Private Psychedelic Reel”.
Εκρηκτικός δίσκος για το απόλυτο rave party, με μία ένταση που αποκτά σχεδόν punk attitude (“Fuel My Fire”) και μπορεί να ακουστεί με την ίδια άνεση σε ένα υπόγειο club και ένα ολόκληρο στάδιο που σείεται.
Με το ντεμπούτο του το γαλλικό ντουέτο άλλαξε το ρου της ηλεκτρονικής μουσικής: με αφετηρία την house και την techno, μπολιάζουν τον ήχο τους με disco, δημιουργώντας μία εκλεκτική ματιά πάνω στη dance. Περιέχει ύμνους του dancefloor όπως το “Around The World” και το “Da Funk”.
Με αφετηρία το space rock, ενδίδουν στις noisy κιθάρες, αλλά και στα blues και στα αργόσυρτα σόλο, με το δίσκο να μοιάζει σχεδόν avante-garde αλλά χωρίς υπόνοια διανοουμενίστικου σνομπισμού.
Στο δρόμο που χάραξαν οι Blur πριν αλλάξουν πορεία με τον ομώνυμο δίσκο τους, οι Super Furry Animals στο δεύτερο album τους προσθέτουν στην κλασική συνταγή της brit pop μία σαφή εμμονή στον David Bowie αλλά και στα 60s αρμονικά φωνητικά.
Oι Supergrass πατώντας στην brit pop κάνουν ένα album που δίνει σε αρκετές στιγμές την αίσθηση ότι κάπως έτσι θα ακούγονταν οι Oasis αν με το ίδιο πάθος που ακούγαν Beatles άκουγαν και Madness και στα διαλείμματα λίγο punk.
Έχοντας πάντα στις αποσκευές τους την punk ενέργεια και το riot grrrl attitude, με το τρίτο τους album οι Sleater Kinney φτιάχνουν ένα μικρό έπος που θυμίζει από πρώιμη PJ Harvey μέχρι τον πρόδρομο για pop punk (λέμε τώρα) σταρλέτες σαν την Avril Lavigne.
Το ξωτικό από την Ισλανδία, μετά το Debut και το Post, κυκλοφορεί το Homogenic στο οποίο δίνει την αίσθηση ότι κινείται με την ίδια ευκολία σε ένα μουσικό σύμπαν που τη μία παίζει το ρόλο ενός cyborg και την άλλη ενός αιθέριου πλάσματος της φύσης, «ομογενής» σε καθένα από αυτά και ιθαγενής στο μοναδικό της σύμπαν.
Έχουν βρει την ιδανική ισορροπία μεταξύ της διακριτικής γοητείας της μελωδικότητας και του συναισθήματος και του κιθαριστικού θορύβου, σε ένα album που περιέχει από α λα Lou Reed κομμάτια όπως το “Little Honda” μέχρι βουτιές σε αέναες fuzz όπως στο 10λεπτο “Spec Bebop”.
Αποτίοντας φόρο τιμής στις επιρροές του, με εφαλτήριο την americana, στραγγίζει το folk μέσα στο πειραματικό και avant-garde πλυντήριο, με το αποτέλεσμα να απέχει αρκετά από την απλουστευτική φόρμα της folk, με μια μινιμαλιστική επαναληπτικότητα.
Η trip hop ατμόσφαιρα μπολιάζεται με jazz και blues στοιχεία, με τα φωνητικά της Beth Gibbons να εναλλάσονται σαν μιας femme fatale στο άτυπο μουσικό noir της μπάντας, με το αποτέλεσμα να διαπνέεται από μία σκοτεινή κινηματογραφική αφηγηματικότητα.
Στο τρίτο τους album, οι Cornershop πέραν από το hit “Brimful of Asha” σερβίρουν έναν feelgood indie δίσκο, με funk και hip hop επιρροές αλλά και σιτάρ, κάνοντάς τους να ακούγονται σαν τον Beck αν άκουγε ακατάπαυστα George Harrison και μετά-Ravi Shankar Beatles.