Ακόμα κι όταν προσπαθούμε να το αποφύγουμε, οι εμπλοκές με τις άλυτες οικογενειακές σχέσεις ή με τις μνήμες του παρελθόντος είναι πάντα εδώ. Ακόμα κι όταν για χρόνια παριστάνουν (παριστάνουμε) ότι δεν υπάρχουν. Μ’ αυτά τα ζητήματα αρέσκεται να καταπιάνεται ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης. Το είδαμε στον «Χαρτοπόλεμο» του Βαγγέλη Ρωμνιού, το είδαμε στον «Εθνικό Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, το βλέπουμε τώρα στη νέα παράσταση που φιλοξενείται στο Από Μηχανής Θέατρο, στο «170 τετραγωνικά (moonwalk)», που έγραψε ο Γιωργής Τσουρής.
Μεσοαστικό το τοπίο των έργων που επιλέγει να σκηνοθετήσει, άνθρωποι απλοί λαϊκοί και έργα που μέσα στην απλότητά τους αγγίζουν πολλές πτυχές της νεοελληνικής κοινωνίας, αυτές που συνήθως είναι καλά κρυμμένες πίσω από τις πόρτες του κάθε σπιτιού. Μεσοαστικό στη σημερινή κοινωνία σημαίνει πολλά: απαίδευτο, γοητευόμενο από λαϊκισμούς και εθνικισμούς, λαϊκό και παραδοσιακό με την έννοια της συντήρησης κι όχι της αξιοποίησης μιας κληρονομιάς, νεόπλουτο ως προς τη στάση ζωής και τις επιλογές της κατανάλωσης, οι γόνοι των εσωτερικών μεταναστών της δεκαετίας του ’50 και του ’60 που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του αστικού πληθυσμού δηλαδή. Και πολλά άλλα σημαίνει αυτό το «μεσοαστικό», αλλά ας μείνουμε στα κοινωνιολογικά.
Ο Γιώργος Παλούμπης δεν επιλέγει απλώς ένα κείμενο. Επιλέγει συγκεκριμένα κείμενα, αυτής της οπτικής, και κάθεται μαζί με τον συγγραφέα του κειμένου, στη διάρκεια των προβών και δουλεύουν φράση-φράση, ατάκα με την ατάκα, όλο το έργο. Εχει εμπλοκή στο κείμενο άμεση. Το κάνει δικό του, δεν το σκηνοθετεί απλώς.
Αυτή τη φορά μας μεταφέρει στη Θήβα, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα 170 τετραγωνικών. Παλιομοδίτικα έπιπλα και διακόσμηση, μια μεγάλη τηλεόραση κυριαρχεί στο ενιαίο καθιστικό μαζί με κούτες. Μετακόμιση; Οχι. Ξεκαθάρισμα του παλιού νοικοκυριού, των δεκάδων μπιμπελό και αναμνηστικών που για χρόνια υπάρχουν στα σπίτια σε πατάρια ή σε συρτάρια, διανομή των αντικειμένων της μνήμης από τις δύο κόρες του ιδιοκτήτη του σπιτιού, που πρόσφατα έχει πεθάνει.
Η μία κόρη, η Λιλή (Αμαλία Αρσένη) είναι αυτή που έμεινε στο πατρικό σπίτι, που αντιδρά συναισθηματικά με κάθε αντικείμενο. Η άλλη κόρη, η Αλεξάνδρα (Βάλια Παπακωνσταντίνου) έχει αφήσει εδώ και χρόνια το πατρικό, ζει στην Αθήνα, και αντιδρά με φανερό (και ανεξήγητο στην αρχή θυμό) σε οτιδήποτε παραπέμπει στο οικογενειακό παρελθόν. Μοιάζει να μισεί τις μνήμες, δείχνει ότι μισεί το οποιοδήποτε συναίσθημα: τη σχέση της αδελφής της μ’ έναν φαινομενικά ήρεμο και αδιάγνωστο άνθρωπο, τον Αγγελο (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος). Χλευάζει ακόμα και το παιδί που περιμένουν. Το ίδιο απαξιωτική είναι η Αλεξάνδρα και για την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Της φαίνεται αδιανόητο που η γειτόνισσα, η Κατερίνα, (Αννα Πατητή) μπαίνει από το μπαλκόνι στο σπίτι· χλευάζει την αισθητική της μικρής πόλης, τους χώρους διασκέδασης, τον μικρόκοσμο της ζωής τους. Και θέλει να πουλήσει το σπίτι, να ξεκόψει με οτιδήποτε την ενώνει με το παρελθόν της και ό,τι της θυμίζει τις οικογενειακές σχέσεις. Ενα από τα πρώτα θέματα που θίγει το έργο είναι αυτά τα αιώνια κληρονομικά ζητήματα.
Κάπου εκεί σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται ένα αλλούτερο πλάσμα, ο Γρηγόρης (Γιωργής Τσουρής, σ’ έναν ρόλο-έκπληξη). Δειλός, αφελής, λίγο χαζούλης, λαϊκός αλλά τρυφερός και δοτικός, περισσότερο αμήχανος, θυμίζει σε κάποιες στιγμές μερικούς από τους καλεσμένους σε εκπομπές της Αννίτας Πάνια. Μ’ έναν τρόπο εικονοποιείται με το παιδί που παρουσιάζεται στο βίντεο στις αλλαγές των σκηνών: ένα παιδάκι μόνο του, έξω από μια κλειστή πόρτα. Αλλοτε παίζει, άλλοτε χτυπάει την πόρτα… Πάντως σίγουρα αποζητά την είσοδο. Ενα πλάσμα που εμφανίζεται στο σπίτι των 170 τετραγωνικών και ανατρέπει τα πάντα. Και ανοίγει τον ασκό του Αιόλου.
Και τότε αποκαλύπτονται τα κρυμμένα μυστικά, τα τραύματα από τις σχέσεις με τους γονείς, όσα ο καθένας μας εξωραΐζει ή κρύβει κάτω από το δικό του χαλί αντιδρώντας πότε με επιθετικότητα και πότε με ψεύτικο προφίλ.
Πέρα από τα κείμενα ο Γιώργος Παλούμπης στήνει ζωντανές, άμεσες, οικείες παραστάσεις. (Είναι όσα επίθετα θα μπορούσα να βάλω, με θετική χροιά, στο ρεαλιστικό). Και το κάνει έξοχα. Με δόσεις χιούμορ -ενίοτε σπαρταρτιστού όπως στα «170 τετραγωνικά (moonwalk)»-, με σταδιακή αποκάλυψη των χαρακτήρων, με τελική ένταση -στην προκειμένη περίπτωση με σκηνή βίας που θα ζήλευε κι ο Γιάννης Οικονομίδης-, αλλά και μ’ ένα καταστάλαγμα συμφιλίωσης αυτών των ανθρώπων. Με τον εαυτό τους, με τους άλλους, με όσα δεν ήθελαν να δουν.
Ομαδοποιώ τα τρία έργα που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Παλούμπης τα δύο τελευταία χρόνια, γιατί δεν είναι τυχαία. Ούτε οι συγγραφείς του είναι άνθρωποι που βρήκε μπροστά του. Τους γνωρίζει, έχει συνεργαστεί μαζί τους, έχουν κοινούς κώδικές. Και το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον επιτυχημένο.
Στα «170 τετραγωνικά (moonwalk)», στο Από Μηχανής Θέατρο και στην Πάνω Σκηνή, που μειώνει αρκετά την απόσταση από τους θεατές, είδαμε μια παράσταση που μπορούσε να θυμίσει πολλά σε πολλούς, που είχε ρυθμό, ζωντανές, εύστοχες ερμηνείες, και τόνισε μια ακόμη παράμετρο της κοινωνίας που υπάρχει κατά το πλείστον γύρω μας, που αρκετοί κάνουμε ότι δεν υπάρχει ή δεν την αναγνωρίζουμε, που θεωρούμε ότι μόνο σε τηλεοπτικές σειρές ή σε θεατρικά κείμενα υπάρχουν. Οχι δεν είναι κειμενικά αριστουργήματα τα έργα που επιλέγει ο Γιώργος Παλούμπης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σχετικά αβαθή. Κι όμως δεν είναι. Ισως γιατί ο Γιώργος Παλούμπης, μαζί με τους συγγραφείς των έργων κάθε φορά, τα παρουσιάζουν υπογραμμίζοντας με τέτοια αμεσότητα τους χαρακτήρες και το πλαίσιο που κινούνται και ζουν, που μοιάζουν με φωτογραφίες της σύγχρονης κοινωνίας.
Με την ασφάλεια της συνάφειας ο Γιώργος Παλούμπης εμπιστεύτηκε, και ορθώς, τους ηθοποιούς του, (Αμαλία Αρσένη, Βάλια Παπακωνσταντίνου, Αντώνη Τσιτσιόπυλο, Αννα Πατητή), που ερμήνευσαν πειστικά και άμεσα τους ρόλους τους. Και έδωσε στον συγγραφέα της παράστασης, στον Γιωργή Τσουρή, τον ρόλο του Γρηγόρη, έναν ρόλο στην κόψη του ξυραφιού, που βγάζει γέλιο όσο και στεναγμό, που εκμαιεύει την τρυφερότητα και την αποδοχή που ζητάει. Νομίζω από τους καλύτερους ρόλους της χρονιάς αυτής. Το ίδιο εύστοχη και η μουσική επιμέλεια (Γιωργής Τσουρής επίσης), καθώς και το βίντεο.
Με λίγα λόγια ένα ακόμα ενδιαφέρον νεοελληνικό κείμενο που αποτυπώνει με ρεαλιστικό τρόπο σκηνές που ζούμε, αποφεύγουμε ή προσπερνάμε. Πάντως υπάρχουν. Σε μεγάλες δόσεις.