Το διασημότερο πλατάνι της γαλλικής λογοτεχνίας βρίσκεται στην Εθνική οδό αρ. 5, 88 χλμ. νοτιότερα του Παρισιού, λίγο πιο κάτω από το Φοντενμπλό. Στον κορμό του πάνω συντρίφτηκε 13.54 ή 13.55 (δεν το ξέρουν σίγουρα) το μεσημέρι της 4ης Ιανουαρίου 1960 το ζηλευτό αυτοκίνητο Facel Vega του Michel Gallimard τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα.
Σε δρόμο γαλλικό, άρα νοτισμένο από ψιλή βροχή. Οδηγούσε ο εκδότης και παλιόφιλος του συγγραφέα, δίπλα του καθόταν ο Camus, στο πίσω κάθισμα του κουπέ ήταν κάπως στριμωγμένες η Janine Gallimard, η δεκαοχτάχρονη κόρη της από πρώτο γάμο Anne και ο σκύλος τους ο Floc.
Ο θάνατος του Camus ήταν ακαριαίος, το κορμί του μπλέχτηκε με το σασί, οι γυναίκες εκσφενδονίστηκαν στο χαντάκι του δρόμου και σώθηκαν, ο Gallimard πάλεψε με τα τραύματά του πέντε μέρες πριν ακολουθήσει τον κολλητό του. Από τον Floc δε βρέθηκαν ίχνη, χάθηκε στα λιβάδια της Yonne και δεν ξανάσμιξε με την ιστορία.
Στην τσέπη του σακακιού ο Καμύ είχε ένα εισιτήριο για το τρένο (την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και συνόδεψε την παρέα που θα γύριζε οδικώς) και στη λασπωμένη τσάντα του βρέθηκαν 144 σελίδες από το μυθιστόρημά του Ο Πρώτος Άνθρωπος (που δεν πρόλαβε να τελειώσει), ένα αντίτυπο της Χαρούμενης Γνώσης του Νίτσε και μια σχολική έκδοση από τον Οθέλλο του Σαίξπηρ. Γύριζαν από το Lourmarin, ένα από τα πιο όμορφα χωριά στη Νότια Γαλλία, όπου ο Camus είχε αγοράσει με την επιταγή του βραβείου Νόμπελ (1957) ένα όμορφο σπίτι, με θέα στους λόφους με τ’ αμπέλια και τα κυπαρίσσια.
Εκεί έβρισκε τον εαυτό του, απολάμβανε τον ήλιο, έγραφε κι έπαιζε ποδόσφαιρο με την τοπική ομάδα.
Μετά τα σοβιετικά κατορθώματα στην Ουγγαρία το 1956 η φιλία του με τον Sartre ήταν κλονισμένη και το Παρίσι του ‘πεφτε βαρύ. Είναι σαν να τον ακούμε να λέει: «Σήμερα το πρόβλημά μας είναι καταρχήν η προσαρμογή της διάνοιάς μας στις νέες πραγματικότητες που ο κόσμος μάς παρέχει. Οι ιδεολογίες με τις οποίες ζούμε είναι ιδεολογίες καθυστερημένες κατά 100 χρόνια. Γι’ αυτό το λόγο δέχονται τόσο δύσκολα τις καινοτομίες. Δεν υπάρχει τίποτε πιο βέβαιο ως προς την αλήθεια του από μια εξοφλημένη ιδεολογία.»
Στις 28 Δεκεμβρίου 1959 έγραψε κάπου: «Η αιωνιότητα είναι το Lourmarin.» Είχαν περάσει υπέροχα τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους στο εξοχικό. Βλέπουμε εδώ αναπαράσταση της άφιξης των προσκεκλημένων στο σπίτι της οικογένειας Camus. Στο δείπνο της Πρωτοχρονιάς σερβιρίστηκαν δεκατρία επιδόρπια. Με την Janine και τον Gallimard κάνουν παρέα από παλιά όταν μαζί με την Simone Beauvoir και τον Sartre εκδίδουν την παράνομη αντιστασιακή εφημερίδα Combat: ο Camus γράφει το κύριο άρθρο από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας της το Δεκέμβριο του 1941. Η Janine είναι γραμματέας στις εκδόσεις Gallimard το 1941 όταν το χειρόγραφο του Ξένου γίνεται αποδεκτό με ενθουσιασμό από τους αναγνώστες του οίκου, ο Michel πάλι συνδέεται με ιδιαίτερη φιλία με το συγγραφέα γιατί, εκτός από τα άλλα, υπόφεραν και οι δυο από μια παλιά φυματίωση. Αυτό δεν τους εμποδίζει να διανύσουν 80 χιλιόμετρα με τα ποδήλατά τους ανάμεσα σε βομβαρδισμούς και Γερμανούς που τρέχουν αλαλιασμένοι να σωθούν, για να βρεθούν στο Παρίσι από την εξοχή όπου κρύβονται και να γιορτάσουν την Απέλευθέρωσή του το 1944.
Τώρα όμως, είκοσι χρόνια μετά, η ζωή τους έχει γίνει πιο τρυφερή. Και τρυφηλή. Το αυτοκίνητο του Gallimard, μια Facel Vega HK500, είναι το πιο φινετσάτο της εποχής. Facel Vega έχουν ο Ringo Star, ο Pablo Picasso, ο Dean Martin, η Ava Gardner, ο Tony Curtis, ο βασιλιάς του Μαρόκου και ο ραλίστας Stirling Moss, που ανέλαβε και τη διαφημιστική του καμπάνια προβάλλοντας τη φινέτσα του design, την άνεση και την ασφάλεια. Πολυτέλεια στο εσωτερικό, σχεδιαστικές εξτραβαγκάντζες στη «μούρη» του αυτοκινήτου και μηχανή Chrysler από το Detroit: μια απόλυτη μείξη γαλλικής και αμερικάνικης κουλτούρας ανάμεσα 1954 και 1964, πριν σβήσει η ανάμνηση της συμμαχίας των δύο χωρών στον πόλεμο και πριν ξυπνήσει για τα καλά ο γαλλικός αντιαμερικανισμός.
Ωστόσο, ο φίλος του Gallimard, σινολόγος και λογοτέχνης René Étiemble τον είχε προειδοποιήσει: «Αυτό το αυτοκίνητο είναι τάφος.» Αρκεί να διαβάσει κανείς τις οδηγίες στο φυλλάδιο του κατασκευαστή: «Όταν το αυτοκίνητο τρέχει, πρέπει να κρατάτε το βολάν με τα δυο χέρια, εκτός αν χρειαστεί να αλλάξετε ταχύτητα, να κρατάτε το κέντρο της ασφάλτου, να μην πατάτε γκάζι ανεβαίνοντας σε λόφο, να κοιτάτε μόνο το δρόμο, να μην αλλάζετε σταθμό στο ραδιόφωνο, να μην καπνίζετε.»
Στον Camus άρεσαν τα ωραία. Από το Lourmarin είχε ταχυδρομήσει τέσσερα γράμματα σε τέσσερις διαφορετικές φίλες κανονίζοντας ραντεβού: την Αμερικανίδα εκδότρια Patricia Blake, τη Σουηδέζα νεαρή φοιτήτρια Καλών Τεχνών Mi, που είχε γνωρίσει σ’ ένα καφέ, την ηθοποιό Catherine Sellers και τη μεγάλη ηθοποιό Maria Casares με την οποία είχε δεσμό από το 1944, όταν εκείνη πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Serge Regiani και τον Alain Cuny στο θεατρικό του έργο Η Παρεξήγηση.
Ήταν για όλες πολύ θερμός, όπως θα ακούσετε εδώ . Ο Stephen Bayley σε μια συναρπαστική αφήγηση της «Συντριβής του Albert Camus» που μπορείτε να διαβάσετε εδώ αφήνει να εννοηθεί ότι ο λόγος που αποφάσισε τελικά να μην πάρει το τρένο αλλά να ταξιδέψει 600 χλμ. αραγμένος στα μπεζ δερμάτινα καθίσματα της Facel Vega ήταν ότι η δεκαοχτάχρονη Anne είχε τα γενέθλιά της την Κυριακή 3 Ιανουαρίου και ότι θα τα γιόρταζαν όλοι μαζί σ’ ένα από τα περίφημα εστιατόρια της γαλλικής επαρχίας, το “Chapon Fin” του chef Paul Blanc. Εκεί πέρασαν και τη νύχτα.
Ο ποδοσφαιριστής, αγωνιστής, φιλόσοφος, ποιητής, ο ήρωας Camus είχε έρθει στην Ελλάδα το 1955 καλεσμένος του Octave Merlier και του Γαλλικού Ινστιτούτου. Την εκδήλωση-συζήτηση που έγινε το βράδυ της Παρασκευής 28 Απριλίου 1955 παρακολούθησαν εκατοντάδες Αθηναίοι, ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου, αγωνιστής, τυπογράφος και λογοτέχνης Σταύρος Τσακίρης. Την προηγούμενη μέρα τον είχε ακούσει να μιλά στον «Παρνασσό» στην πλατεία Καρύτση με θέμα την αρχαία τραγωδία. Στη συζήτηση της Παρασκευής συμμετείχαν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Φαίδων Βεγλερής, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Νικόλαος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και άλλοι ακροατές που ζήτησαν και έλαβαν το λόγο. Περιγράφει η Λητώ Κατακουζηνού: «Καράβι ολόφωτο, γιορτινό, έτοιμο να σαλπάρει… έτσι έμοιαζε εκείνο το αξέχαστο βράδυ το Γαλλικό Ινστιτούτο. Ανθρωποθάλασσα από πνευματικούς ανθρώπους κι από νιάτα, πολλά νιάτα, διψασμένα για μάθηση, πλημμύρισαν το χώρο. Βουερό ποτάμι ξεχείλισε από παντού στους δρόμους, τις σκάλες, την είσοδο, ξεχύθηκε μέχρι κάτω στην οδό Σίνα. Ο Albert Camus, ο κοσμαγάπητος, νεότατος, σαράντα δύο μόλις χρονώ, φιλόσοφος συγγραφέας, η πιο γοητευτική μορφή στη διεθνή διανόηση, τ’ όνομά του να συγκινεί παγκόσμια, και οι κύριοι συζητητές, που θα κάθονταν γύρω στο τραπέζι, ονόματα λαμπερά στον ελληνικό πνευματικό χώρο, δικαιολογούσαν απόλυτα τούτο τον πρωτοφανή συναγερμό… Πάνω στη σκηνή ο Albert Camus, χωμένος βαθιά στο κάθισμά του, είχε σχεδόν ολότελα εξαφανιστεί, μονάχα το ολύμπιο μέτωπό του να ξεχωρίζει.»
Ας τον ακούσουμε να εκφράζει εκεί την άποψή του για το μέτρο: «Το μέτρο για τους διανοούμενούς μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαβολική αστική μετριοπάθεια. Όμως δεν είναι έτσι. Το μέτρο δεν είναι η άρνηση της αντίφασης, ούτε η λύση της αντίφασης. Το μέτρο, στον ελληνισμό, αν οι γνώσεις μου επ’ αυτού είναι επαρκείς, υπήρξε πάντα η αναγνώριση της αντίφασης, και η απόφαση να διατηρηθεί, ό,τι κι αν συμβεί. Μια τέτοια διατύπωση δεν είναι μόνον ορθολογική διατύπωση, ουμανιστική κι ευχάριστη. Στην πραγματικότητα προϋποθέτει ηρωισμό.»
Αντλούσε βεβαιότητα απ’ τον σκεπτικισμό. Πίστευε στην αποδοχή του άλλου. «Μην περπατάς πίσω μου. Ίσως να μην μπορώ να σε οδηγήσω. Μην περπατάς μπροστά μου. Ίσως να μην μπορώ να σε ακολουθήσω. Να περπατάς δίπλα μου και να ‘σαι φίλος μου.»
Ήταν ταπεινός. Τον ρώτησαν στην Αθήνα: «Σε σχέση με την εποχή του Μπαλζάκ και του Στεντάλ, το σύγχρονο μυθιστόρημα προοδεύει σήμερα στη Γαλλία;» και απάντησε: «Κανένας ζων συγγραφέας δεν θα τολμούσε σήμερα να συγκριθεί με τις μεγάλες αυτές σκιές.»
«Μην περπατάς πίσω μου. Ίσως να μην μπορώ να σε οδηγήσω. Μην περπατάς μπροστά μου. Ίσως να μην μπορώ να σε ακολουθήσω. Να περπατάς δίπλα μου και να ‘σαι φίλος μου.»
Στη συνέντευξη που πήρε πριν λίγο καιρό ο Σταύρος Διοσκουρίδης από την Άλκη Ζέη για την Popaganda μέτρησα την αγωνία του τριαντάχρονου δημοσιογράφου για τα οράματα αποτυπωμένη σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις: Ναι, υπήρχε ένας στόχος. Τώρα υπάρχει βλέπετε; Όχι, δεν υπάρχει όραμα τώρα. Δηλαδή δεν υπάρχει το όραμα να ξεχρεώσουμε από αυτή την ιστορία, να φύγει το μνημόνιο. Ε, ωραία, εντάξει, εάν είναι όραμα αυτό, να βγούμε και να ξεχρεώσουμε. Δεν είναι λίγο μηδενιστικό για τη νέα γενιά να λέτε ότι δεν υπάρχει κάποιο όραμα τώρα; Ανέφερα το όραμα που υπήρχε τότε. Δηλαδή, τώρα εγώ θυμώνω όταν λένε ότι έχουμε πόλεμο, κατοχή. Δεν έχουμε ούτε πόλεμο, ούτε κατοχή. Αλλά σκοπός είναι να βρούμε καινούρια πράγματα. Βλέπεις, και αυτοί που είναι οι προοδευτικοί, ας πούμε οι αριστεροί, έχουνε κολλήσει στα παλιά καλούπια. Καλά το ΚΚΕ εντάξει το παίρνεις σαν μουσειακό αντικείμενο, αλλά και αυτά που λένε οι άλλοι είναι τετριμμένα. Και παλιά βέβαια, που υπήρχαν οι καθοδηγητές, πολλές φορές έπεφτες σε καλούς και άλλες έπεφτες σε στούρνους. Τελικά, η δημοκρατία θα κερδίσει πιστεύετε; Το πιστεύω. Είχατε μικρή όταν ήσασταν όραμα να αλλάξει ο κόσμος, αυτό που λέτε ότι «έπρεπε, προσπαθούσαμε να αλλάξει ο κόσμος»; Ε, από μικρή με τη Διδώ στο σπίτι, μας είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.
Ο Γρηγόρης, ο Κοτζιούλας και ο Τσακίρης ήταν φίλοι από τη δεκαετία του ’30 και οσιομάρτυρες της αριστεράς. Ο Κοτζιούλας πέθανε πολύ νωρίς (1956), οι άλλοι δύο που έζησαν ως τη δεκαετία του ’80 κρατούσαν ευγενικές κι ειρωνικές αποστάσεις από την πολιτική από ένα σημείο και πέρα.
Το 1958 μέναμε στο Πολύγωνο, Ρυσίου και Νεοχωρίου, σε ένα παλιό δίπατο με όμορφη ταράτσα και απέραντη θέα στο ανάλαφρο τότε από μπετόν λεκανοπέδιο. Ο πατέρας μου για λίγες μέρες κοιμόταν σ’ ένα πλυσταριό στη νονά μου, που έμενε Κυψέλη, γιατί τον έψαχναν πάλι απ’ την ασφάλεια για προσαγωγή και ανάκριση. Η μάνα μου του πήγαινε κάθε μέρα φαγητό. Είχε ετοιμάσει την τσάντα με τα κατσαρολάκια και καθαρά ρούχα όταν η Νίτσα η γειτόνισσα, μάνα της φίλης μου Κασσιανής, άρχισε να φωνάζει από απέναντι και να τη βρίζει ότι της έκλεψε σεντόνια που είχε απλωμένα στη δική της την ταράτσα. Η μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι άλλο ήθελε να πει, πως κάποιος ήταν στημένος απ’ έξω και παρακολουθούσε, έτσι πήρε άλλη κατεύθυνση, πήγε στο Πεδίο του Άρεως, από πίσω της ο ασφαλίτης, έφαγε μόνη της τα μακαρόνια σ’ ένα παγκάκι και γύρισε αφήνοντας τον πατέρα μου νηστικό και ελεύθερο. Παίρναμε κρυφά την Αυγή από το περίπτερο τυλιγμένη μέσα στο Βήμα για να μη μας βλέπουν. Έτσι ζήσαμε.
Τώρα όμως τι γίνεται με τα οράματα, Σταύρο και κυρ Σταύρο;
Οι αιτίες που γέννησαν τη Γαλλική Επανάσταση και όλη τη συνέχεια της δεν έχουν εξαλειφθεί. Η πρόοδος είναι μεγάλη αλλά έχει τρύπες και οι ιοί της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, της ανελευθερίας μεταλλάσσονται σε ανθεκτικότερες και πιο ύπουλες ενσαρκώσεις. Από πού πάει κανείς τώρα για να βρει Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα; Είπε πολλά πάνω σ’ αυτό ο Camus. Κρατάμε τούτο: «Σε κάποιες περιστάσεις, μου φαίνεται ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει την εξής απάντηση στον εαυτό του: Αυτό είναι αλήθεια, για μένα, ή πιθανόν να είναι αλήθεια. Άρα αυτό οφείλει να ζήσει. Δεν είναι βέβαιο ότι μπορώ να το κάνω να ζήσει, δεν είναι βέβαιο ότι ο θάνατος δεν περιμένει αυτό το πράγμα που μου φαίνεται ουσιώδες. Οπωσδήποτε όμως το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να αγωνιστώ για να ζήσει.» Και αυτό: «Ευλογημένες οι καρδιές που κάποτε λύγισαν — δε θα σπάσουν ποτέ.»