Πολυήμερες Ευρωπαϊκές περιοδείες, sold out venues, sold out κοπές σε CD και βινύλιο και ένα διαρκώς αυξανόμενο fan base, καταδεικνύουν το γιατί οι 1000mods θεωρούνται δικαίως ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα της τελευταίας δεκαετίας για την εγχώρια αγγλόφωνη –και όχι μόνο- rock σκηνή. Ο τρίτος τους δίσκους “repeated exposure to…” και η αεικινησία που ήδη ακολουθεί την κυκλοφορία του, έρχονται να επιβεβαιώσουν εμφατικά αυτό που ούτως ή άλλως εδώ και κάποιο καιρό υποψιαζόμασταν: Οι 1000mods δεν σκοπεύουν να το βάλουν κάτω. Αγαπούν αυτό που κάνουν και όσο ο καιρός περνάει θέλουν να το κάνουν όλο και πιο ποιοτικά και με όλο και μεγαλύτερη αφοσίωση και αυταπάρνηση. Αυτά και άλλα, όπως και κάποιες πικάντικες ιστορίες από το παρελθόν, διηγήθηκαν οι τέσσερίς τους, ένα απόγευμα στο studio τους στην Κόρινθο, με αφορμή και το επερχόμενο live το Σάββατο 21 Ιανουαρίου στο Piraeus 117 Academy

Πώς πήγε το τελευταίο Ευρωπαϊκό tour; Το feedback που πήρα παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα μέσω του internet ήταν εξαιρετικό!
Δάνης: Το line-up της περιοδείας είχε απ’ όλα: Και rock και ψυχεδέλεια και χάσιμο και βαριά riffs… Ήταν μια επιλογή της Sound of Liberation η σύμπραξη των συγκεκριμένων σχημάτων και νομίζω πως ήταν δεόντως επιτυχής ως σκέψη.

Σας έχει βοηθήσει η συνεργασία με το booking agency της Sound of Liberation; Ήταν το επόμενο βήμα που χρειαζόταν μετά από τα tours που μέχρι προσφάτως κλείνατε μόνοι σας;
Γιώργος: Ουσιαστικά η πρώτη μας συνεργασία με την Sound of Liberation ήταν το tour που κάναμε με τους Atomic Bitchwax το 2015 που πραγματικά πήγε super. Σίγουρα το να έχουμε έναν τέτοιο συνεργάτη μας έχει βοηθήσει πολύ.
Δάνης: Όλα ήταν πιο τακτοποιημένα τώρα. Ειδικότερα τα θέματα του χρονοδιαγράμματος λειτουργούσαν ρολόϊ! Ξέραμε τι ώρα και που θα φάμε, ακριβώς την ώρα του soundcheck και του show και όλο αυτό έβγαλε ένα βάρος από πάνω μας.

Μέχρι πρότινος ήσασταν η μπάντα που τα κάνει όλα μόνη της. Πώς λειτουργούσε αυτό; Υπήρχε χρόνος για όλα αυτά που χρειαζόταν να γίνουν;
Γιάννης: Ήμασταν μία μπάντα που έκανε το 100% μόνη της. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ειδικότερα στις περιπτώσεις που βρισκόμασταν σε διαφορετικές πόλεις μεταξύ μας και ακόμη και το πιο απλό πράγμα, όπως το να χρειάζεσαι την έγκριση όλων για μία απόφαση και να μην βρίσκεις κάποιον στο τηλέφωνο εκείνη την ώρα, είναι ικανό να σε γεμίσει εκνευρισμό. Καλώς ή κακώς όμως, οι μουσικοί πρέπει να κάνουν όλες αυτές τις δουλειές μόνοι τους, μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος για να τους απαλλάξει από κάποια τέτοια βάρη, όπως βρέθηκε για εμάς η Sound of Liberation στο κομμάτι του booking και του tour management.
Δάνης: Είναι καλό να έχεις και μια do-it-yourself εμπειρία σε όλες αυτές τις διεργασίες, γιατί με αυτόν τον τρόπο, όταν τελικά βρεθεί ο κατάλληλος συνεργάτης, έχεις κι εσύ τις γνώσεις και την εμπειρία να καταλάβεις το αν όντως γίνεται καλή δουλειά και αν η νέα κατάσταση που βρίσκεσαι αποτελεί μια αναβάθμιση της ακριβώς προηγούμενης.
Γιώργος: Γενικά μας αρέσει να είμαστε από πάνω και να παρακολουθούμε το κάθε τι που κάποιος κάνει για εμάς. Μπορεί σνα φαντάζει σαν μία μεγάλη αλλαγή αυτή η νέα συνεργασία με την SoL, όμως πολύ λίγα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί στη νοοτροπία μας, μιας που ακόμη γουστάρουμε την do-it-yourself λογική, όπως την γουστάρουν και τα παιδιά από την SoL, και είναι κι αυτός ένας λόγος που συνεργαζόμαστε μαζί τους. Ο Matte, ιδιοκτήτης της εταιρείας, προέρχεται από το underground. Είναι μέλος των My Sleeping Karma, έχει βιώσει όλη αυτή την κατάσταση στον δρόμο και αυτό λέει πολλά από μόνο του. Δεν υπάρχει αυτή η παγωμάρα που κάποιες φορές μπορεί να συναντήσεις ανάμεσα σε καλλιτέχνη και booking agency.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Θα μπορούσατε ποτέ ως μπάντα να δουλέψετε με κάποιον συνεργάτη, είτε agency, είτε παραγωγό, είτε οτιδήποτε άλλο, που να σας επιβάλει το τι και πως θα το κάνετε;
Γιάννης: Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ φίλε!
Δάνης: Εμένα πάντως αν έρθει ο Steve Albini και μου πει να τραγουδήσω κάπως αλλιώς, σίγουρα θα το σκεφτώ!
Γιάννης: Δεν μπορεί κανένας να σε βάλει να γίνεις κάτι που δεν είσαι αν θες τη γνώμη μου. Είμαστε πάντα ανοιχτοί στην πρόταση κάποιου τρίτου, αλλά δεν θα μας άρεσε καθόλου να καλουπωθούμε.
Γιώργος: Η μία και μοναδική φορά που πήγαμε προς αυτή τη κατεύθυνση περισσότερο από ποτέ ήταν η συνεργασία με τον Billy Anderson στο ντεμπούτο μας, όπου ουσιαστικά κάναμε από κοινού μαζί του την παραγωγή του album και τον ακούσαμε σε αρκετά πράγματα. Πάντα έχουμε τα μάτια και τα αυτιά μας ανοιχτά και έχουμε την διάθεση να ακούσουμε μια τρίτη γνώμη, αλλά νομίζω πως ποτέ δεν θα παραδίδαμε τη μουσική μας εν λευκώ στον οποιονδήποτε. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως υπάρχει πάντα το χάσμα παραγωγού και μουσικού. Ο παραγωγός είναι ουσιαστικά στην αντίπερα όχθη και αυτή είναι και η μαγεία του πράγματος. Η στιγμή που ξεκινάς και βρίσκεις κοινά σημεία μαζί του, είναι και η στιγμή που το όλο πράγμα ξεκινάει να δουλεύει.

Από την αρχή δείξατε μία πολύ μεγάλη αφοσίωση σε πράγματα που αποτελούν must του ήχου που εκπροσωπείτε. Από την παραγωγή του Billy Anderson και το artwork του Malleus Rock Art Lab, μέχρι την προσκόλληση στην όλη υπόθεση του hi-end εξοπλισμού. Ήταν αυτοσκοπός όλο αυτό ή απλά συνέβη;
Γιάννης: Όσον αφορά στο θέμα του εξοπλισμού, έτσι ξεκινήσαμε. Το κοινό που είχαμε μεταξύ μας όταν καταπιαστήκαμε με τη μπάντα, είναι ότι μας άρεσε να παίζουμε δυνατά. Γουστάραμε αυτό που λένε “wall of sound”. Μας ενδιέφερε τόσο πολύ ως ζήτημα, που όποιος από εμάς είχε λίγο περισσότερη οικονομική άνεση την εκάστοτε περίοδο, βοηθούσε τον άλλον να αγοράσει εξοπλισμό. Θέλαμε να είμαστε πλήρεις σε αυτό το ζήτημα. Βέβαια την περίοδο που αγοράστηκε αυτός ο εξοπλισμός δεν θεωρούταν και τόσο… hi-end… Τον πρώτο μας sunn τον βρήκαμε παρατημένο σε μια καφετέρια στην Κόρινθο, που τον είχαν για να ακουμπάνε πάνω φραπέδες! Με τον Billy Anderson είχαμε επαφή πολύ πριν το “Super Van Vacation” και ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έδειξε ενδιαφέρον. Όταν ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε στην παραγωγή του δίσκου, εξακολουθούσαμε να είμαστε σε επικοινωνία μαζί του κι έτσι κι έγινε. Άσε που είναι ο παραγωγός πολλών αγαπημένων μας δίσκων. Και η οικονομική λύση που μας πρότεινε ήταν ιδιαίτερα συμφέρουσα, ειδικά αν αναλογιστείς τις αμοιβές που τότε μας ζητούσαν άλλοι καταξιωμένοι παραγωγοί. Όσον αγορά το Malleus Rock Art Lab, ένας φίλος που γούσταρε πολύ τόσο τη μπάντα, όσο και τη δουλειά του συγκεκριμένου εργαστηρίου, το πήρε πάνω του και μπήκε μπροστά σε αυτό, προσφέροντάς μας εν μέσω αυτής της συγκυρίας, κάτι που για εμάς φάνταζε άπιαστο όνειρο.

Από την πρώτη μέρα κυκλοφορούσατε πάντα όλες τις δουλειές σας και σε βινύλιο.
Λάμπρος: Αν και μεγαλώσαμε με κασέτες και CDs  λόγω ηλικίας, αγαπάμε πάρα πολύ το βινύλιο. Θα προσπαθούμε πάντα όλες οι κυκλοφορίες μας να είναι διαθέσιμες και σε αυτό το format! Νομίζω είναι ξεκάθαρα καλύτερος ο ήχος του, αλλά το σημαντικότερο είναι πως όταν το πιάνεις στα χέρια σου καταλαβαίνεις πως είναι κάτι που έχει τη δική του υπόσταση, κάτι που έχει σημασία και όχι κάτι που θα πετάξεις σε μια γωνία και θα ξεχάσεις την ύπαρξή του. Η Cosmic Artifacts, το γερμανικό label που κυκλοφόρησε το “Super Van Vacation”, είναι αρκετά γνωστή για τις εκδόσεις βινυλίου που κυκλοφορεί, οπότε το όλο πράγμα ήταν από την αρχή μονόδρομος.

Μιλήστε μου λίγο για τις δυσκολίες που έχετε συναντήσει στον δρόμο. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια μπάντα όταν κάνει μια τέτοια προσπάθεια;
Γιάννης: Αρκεί να σου πω πως μία φορά στη Ρουμανία κοιμηθήκαμε σε στρατώνα, κυριολεκτικά. Ήταν κάτι σαν εργατικό hostel για την ακρίβεια. Γαλότσες με λάσπη έξω από την πόρτα, μία τουαλέτα για 300 άτομα, σκουπίδια και σκοτωμένα έντομα μέσα στο δωμάτιο… Όλο το πακέτο… Άλλες φορές έχουμε κοιμηθεί στο πάτωμα σε στούντιο άλλων μπαντών, σε χώρους χωρίς θέρμανση με θερμοκρασίες υπό το μηδέν, σε δωμάτιο με φίδια και ερπετά μέσα σε γυάλες… Μία φορά κοιμηθήκαμε έξι άτομα σε ένα κρεβάτι και μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν πέντε γάτες! Θα ακούσεις πολλές τέτοιες ιστορίες από περιοδεύουσες μπάντες. Δεν σταματάει ποτέ αυτό.
Λάμπρος: Πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να μην σου συμβούν τέτοια σκηνικά, σε εκείνο το επίπεδο αναγνωρισιμότητας που ήμασταν τότε, ή να είναι πολύ λίγες οι ημερομηνίες και να μη σου φανεί. Εμείς όμως λείπαμε για έναν μήνα και βάλε! Βέβαια δεν είναι λίγες οι φορές που πολύ τραγικές συνθήκες καταλήγουν σε πραγματικά αξέχαστες συναυλίες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Σε μια υποθετική κατάσταση που –χτύπα ξύλο- η μπάντα πρέπει να κάνει ένα βήμα πίσω και να ξαναγυρίσει σε αυτές τις συνθήκες με τις οποίες περιοδεύατε τότε, θα βρίσκατε τη δύναμη να συνεχίσετε να το κάνετε;
Γιάννης: Εγώ να σου πω την αλήθεια μου παίζει να είμαι πολύ πιο πωρωμένος αυτή τη φορά!Πετύχαμε μπάντες εκεί έξω που απαρτίζονται από ανθρώπους πολύ μεγαλύτερούς μας ηλικιακά, που συνεχίζουν και περιοδεύουν σε αυτές τις συνθήκες, κάποιοι μέχρι και 25 συνεχόμενα χρόνια. Έχει να κάνει με το τι θες να κάνεις στη ζωή σου και πόσο το αγαπάς.
Λάμπρος: Πάντα υπάρχουν αυτές οι 7-8 ώρες που μεσολαβούν ανάμεσα στην αποχώρησή σου από το venue, και την αναχώρηση της επόμενης ημέρας για τον επόμενο σταθμό της περιοδείας. Όσο ποιοτικότερες είναι αυτές οι ώρες, τόσο το καλύτερο, αλλά όσο χάλια και να είναι, κάνεις λίγη υπομονή και περνάνε. Αυτό είναι όλο. Νομίζω πάντως πως το πιο ακραίο πράγμα που έχουμε κάνει ποτέ είναι το δίμηνο tour του 2014, στο οποίο κάναμε 20000χλμ. Ήμασταν τόσο πολλές ώρες μέσα στο van που είχαμε καταντήσει σαν reality show!

Σας έχουν συμβεί ακραία περιστατικά στο δρόμο;
Γιάννης: Πολύ ακραία όχι, δεν θα το έλεγα, εκτός ίσως από μία πολύ κλασική ιστορία στα σύνορα της Κροατίας, όπου οι αρχές, πεπεισμένες πως είχαμε ναρκωτικά στην κατοχή μας, μας είχαν υπό κράτηση για περίπου δύο ώρες, γδύνοντας μάλιστα ολοκληρωτικά κάποιους από εμάς για σωματικό έλεγχο! Φυσικά εμείς δεν είχαμε τίποτα κι έτσι το τέλος ήταν αίσιο, ήταν όμως μια πολύ έντονη εμπειρία.
Γιώργος: Ένα βράδυ στο Κλουζ της Ρουμανίας, την ώρα που μαζεύαμε τον εξοπλισμό μας, κάποιος μου πέταξε ένα ορειβατικό μαχαίρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ευτυχώς η λάμα δεν με χτύπησε, αλλά όταν γύρισα και το είδα πεσμένο στο πάτωμα σοκαρίστηκα. Εμφανίστηκε ένας τύπος, το μάζεψε από κάτω σαν να μη συμβαίνει τίποτα κι έμεινα να τον κοιτάω.

Το artwork του “repeated exposure to…” αποτελείται για πρώτη φορά από φωτογραφίες αντί για ζωγραφιές, που καταδεικνύουν μάλιστα και αυτή την αφοσίωσή σας στον εξοπλισμό που προαναφέραμε. Πώς και πήρατε την απόφαση να κάνετε κάτι τόσο διαφορετικό;
Γιώργος: Παρατήρησα μία μέρα την επιγραφή που θα συναντήσεις και στο εξώφυλλο της κυκλοφορίας πίσω από έναν sunn ενισχυτή μου, την έβγαλα μια φωτογραφία, την έδειξα στα παιδιά και κατευθείαν ταυτιστήκαμε. Αν το καλοσκεφτείς είναι γαμάτο! Με άλλα λόγια γράφει “Μην παίζεις δυνατά, θα κουφαθείς.” που είναι αυτό που κάνουμε από την πρώτη μέρα που παίξαμε μαζί. Τα παιδιά της Fuzz Ink πήραν στα χέρια τους το concept και το έφτασαν εκεί που βλέπεις.
Δάνης: Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να βρεθεί πιο ταιριαστό artwork, αν καλοσκεφτείς και την όλη διαδικασία ηχογράφησης και παραγωγής του album που ήταν σε γενικές γραμμές εσωστρεφής και αρκετά σκοτεινή. Το συγκεκρίμενο artwork είναι κάτι που προέκυψε μέσα από τη διαδικασία, με την ίδια λογική που προέκυπταν riffs μέσα από τα τζαμαρίσματά μας, όλον αυτόν τον καιρό που ετοιμάζουμε το “repeated exposure to…”.

Υπάρχει μια ροπή προς τα 70’s και τον Ευρωπαϊκό heavy rock ήχο όσο περνάει ο καιρός και στο “repeated exposure to…” αυτό είναι πιο έντονο από ποτέ…
Γιάννης: Δεν ακούω τίποτα τέτοιο στο “repeated exposure to…” πραγματικά! Για την ακρίβεια μου ακούγεται πιο Αμερικανικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει. Θα μου φαινόταν πιο φυσιολογικό να μου πεις πως έχει επιρροές από Nirvana, από Melvins, ακόμη κι από High on Fire, παρά οτιδήποτε τέτοιο. Χαίρομαι ωστόσο που σου αφήνει αυτή την λίγο διαφορετική εντύπωση, γιατί πάει να πει πως δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και μπορεί στον καθένα να αντανακλά διαφορετικά.

Η όλη στάση σας απέναντι στο κομμάτι της δημοσιότητας, των media κλπ, τείνει να είναι πολύ ταπεινή και εσωστρεφής και νομίζω πως ο κόσμος το έχει εκτιμήσει.Είστε γενικά χαμηλών τόνων ή δεν θέλετε να χάσει την προσοχή του ο κόσμος από τη μουσική που είναι αυτό που πραγματικά έχει σημασία τελικά;
Λάμπρος: Νομίζω πως η εποχή της έκθεσης του lifestyle έχει αρχίσει και τελειώνει ούτως ή άλλως. Απλά για εμάς ποτέ δεν είχε σημασία. Δεν μας άρεσε ποτέ και ούτε τώρα μας αρέσει. Δεν το προσπαθούμε καθόλου, απλά μας βγαίνει έτσι. Η μουσική έχει σημασία στο τέλος της ημέρας και όχι το ποιοι ή πως είμαστε εμείς. Αυτό είναι αυτονόητο.

Το internet και τα social media πώς έχουν επηρεάσει την καθημερινότητά σας ως μπάντα αλλά και σε ατομικό επίπεδο;
Λάμπρος: Στο κλείσιμο των περιοδειών προφανώς και υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ευκολία λόγω του internet, ενώ πολλοί μουσικοί και λοιποί άνθρωποι της βιομηχανίας έχουν έρθει πολύ πιο κοντά μεταξύ τους, κάτι που έχει δημιουργήσει από συνεργασίες μέχρι και δυνατές φιλίες. Η γνώση είναι ελεύθερη για όλους και είναι σημαντικό όλο αυτό, όπως επίσης σημαντικό είναι το ότι με την άνοδο βγήκαν από τη μέση οι δισκογραφικές εταιρίες και εν μέρει τα περιοδικά που δεκαετίες ολόκληρες σου έλεγαν τι να ακούσεις και τι όχι.
Γιώργος: Οι πολυεθνικές κοιτάνε να πάρουν πίσω τα κεκτημένα τους, αυτά που έχασαν εξ’ αιτίας της ανόδου όλων αυτών των μέσων. Προσπαθούν να ελέγξουν το internet με τον ίδιο τρόπο που τόσα χρόνια ήλεγχαν τα υπόλοιπα μέσα. Νομίζω πως δυστυχώς δεν αργεί η στιγμή που θα επιστρέψουμε και πάλι στην προηγούμενη ελεγχόμενη κατάσταση.

Ποια είναι λοιπόν η επόμενη  εποχή για την ψηφιακή τεχνολογία και την επίδρασή της στη μουσική;
Λάμπρος: Νομίζω πως οδηγούμαστε σιγά-σιγά στο τέλος της εποχής του download και μπαίνουμε στην εποχή του streaming, όπως τελειώνει και η εποχή του σκληρού δίσκου και σιγά-σιγά έρχεται η εποχή του cloud. Internet υπάρχει σχεδόν παντού και πιστεύω πως στις αναπτυγμένες χώρες δεν αργεί η εποχή που θα υπάρχει κυριολεκτικά παντού. Φαντάζομαι πως θα γίνει μια μεταστροφή που θα καταστήσει το internet ένα ραδιόφωνο on demand, όπως ήδη γίνεται με πλατφόρμες τύπου Spotify. Το πώς θα επηρεάσει αυτό τη μουσική και τη βιομηχανία γενικότερα, δεν μένει παρά να το διαπιστώσουμε.

Την αθηναϊκή σκηνή και την εξέλιξή της πώς την έχετε βιώσει;
Λάμπρος: Επειδή πέραν της καταγωγής μας από την Κόρινθο, σπουδάζαμε και ζούσαμε (οι τρεις στους τέσσερεις) για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας στην Αθήνα, ζήσαμε την όλη κατάσταση από πολύ κοντά. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πρώτη έκρηξη της σκηνής που εμείς βιώσαμε στο διάστημα 2006-2007, με έντονη την παρουσία της Spinalonga Records που μάλιστα είχε αρκετή ηχητική ποικιλία στις συλλογές και τις συναυλίες της. Ήταν 10-15 μπάντες με κοινό στόχο το να διαφοροποιηθούν και να κάνουν κάτι ξεχωριστό. Υπήρχε το Monolith, υπήρχαν οι Mushroom Freaks, όλοι τότε βρισκόμασταν λίγο πολύ στα ίδια venues, πίναμε τα ποτά μας στα ίδια bars, μέρος της κοινότητας αποτελούσαν και οι DJs φυσικά… Ήταν ένας πυρήνας ανθρώπων, σαφέστατα μικρότερος από αυτόν που υπάρχει τώρα, που όμως σταδιακά διογκώθηκε, ανέβηκε σε επίπεδο και τελικά έγινε ένα ξεσκαρτάρισμα, για να μείνουν σε αυτόν οι πιο πωρωμένοι, οι πιο αφοσιωμένοι, αυτοί που είχαν περισσότερη πίστη σε όλο αυτό και ήθελαν να συνεχίσουν να το κάνουν για την υπόλοιπη ζωή τους.

Και τώρα ποια είναι η σκηνή της Αθήνας και –λίγο ευρύτερα- της Ελλάδας;
Γιάννης: Είναι πολύ εύκολο ένα παιδί 18 χρονών να δει πως δουλεύουν τα πράγματα και να μιμηθεί διαδικασίες και συμπεριφορές. Παλιότερα έπρεπε να παίξεις στο εξωτερικό για να το κάνεις αυτό και τελικά να εισάγεις μια βελτιωμένη κατάσταση στην τότε παλαιολιθική που επικρατούσε εδώ πέρα. Κακοτοπιές πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, αλλά τουλάχιστον πλέον είναι πολύ πιο ξεκάθαρο το ποιος είναι ο σωστός τρόπος για να κάνεις τα πράγματα σε όλα τα επίπεδα. Ηχητικά, διοργανωτικά ακόμη και σε λεπτομέρειες όπως αυτές της φιλοξενίας ενός καλλιτέχνη, από το κρεβάτι του μέχρι το φαγητό του.

Παρά το ότι είστε μια touring μπάντα, εξακολουθείτε να έχετε την έδρα σας στην Ελλάδα. Πώς αντιλαμβάνεστε τις αλλαγές στην σύγχρονη Ελληνική κοινωνία και σε συνδυασμό με την όλη συζήτηση περί κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης, πως έχουν αυτές επηρεάσει την πραγματικότητά σας ως μπάντα και ως προσωπικότητες;
Δάνης: Κάτι που παρατηρώ είναι πως έχει αλλάξει η νοοτροπία των νέων ανθρώπων. Σε αντίθεση με τους τριαντάρηδες της περασμένης γενιάς είμαστε πολύ πιο ανοιχτόμυαλοι και είναι καλό αυτό.
Γιάννης: Οι μικρότεροι δεν έχουν χρήματα για να διασκεδάσουν όπως μπορούσαν τα παιδιά προηγουμένων γενιών. Βάζουν 10 ευρώ στην τσέπη, παίρνουν το κορίτσι τους και πάνε σε ένα live. Έχει τουλάχιστον δημιουργήσει μια τάση προς την ποιοτική διασκέδαση όλο αυτό.

Κάτι καινούριο που τράβηξε την προσοχή σας;
Δάνης: Οι Kamikazi από τη Θεσσαλονίκη. Τους είδα live και έπαθα την πλάκα μου!

Έχετε να δώσετε κάποια συμβουλή σε μπάντες που ξεκινούν τώρα την πορεία τους;
Γιάννης: Να μην το βάζουν κάτω. Όχι μόνο να μην εγκαταλείπουν υπό το βάρος των δυσκολιών, αλλά να αγωνίζονται και ενάντια σε οποιοδήποτε εμπόδιο υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και την πραγματοποίηση των στόχων τους. Να επιμένουν μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν και να μην αφήνουν κανέναν να τους το στερήσει.
Δάνης: Και φυσικά live! Πολλά live! Από τη μικρότερη πόλη της Ελλάδας, μέχρι τη μεγαλύτερη πόλη της Ευρώπης. Αν το θέλουν πραγματικά, θα βρουν τον τρόπο να το κάνουν.

Το Σάββατο 21 Ιανουαρίου οι 1000mods παρουσιάζουν τον νέο τους δίσκο Repeated exposure to… στο Piraeus 117 Academy. Περισσότερες πληροφορίες: facebook.com/1000mods, 1000mods.bandcamp.com
Δημήτρης Κότσης

Share
Published by
Δημήτρης Κότσης