Τον είχα γνωρίσει στην Ουάσινγκτον. Το ’84 πρέπει να ‘ταν. Βρισκόταν εκεί για την πρώτη προβολή μιας ταινίας «Μπάροουζ» του Χάουαρντ Μπρούνκερ και του έκανα ένα ίντερβιου στο ξενοδοχείο του. Κρατούσε θυμάμαι μια ζελατίνα από πακέτο τσιγάρου και την έπαιζε κοντά στο μαγνητοφωνάκι. Εγώ δεν του είπα τίποτα βέβαια, αλλά μετά που έκατσα να ακούσω την κασέτα, ήταν γεμάτη «χρατς-χρατς». Από κοντά ήταν ακριβώς όπως τον περίμενα, πώς να το πω, κάπως στεγνός.
Το «Γυμνό δείπνο» (1959), το «Εισιτήριο που εξερράγη» (1962) και «Τα άγρια αγόρια» (1971) είναι κατ’ εμέ τα καλύτερά του βιβλία, όσον αφορά την πρωτοπορία, το λόγο και την τεχνική. Στο «Τζάνκι», το πρώτο του (1953), είναι στρωτή η γλώσσα και η εξέλιξη του plot – δεν έχουμε καμιά σπουδαία τομή. Ενώ το «Γυμνό δείπνο» έφερε στ’ αλήθεια κάτι καινούριο.
Μετά άρχισε να γράφει κάτι μυθιστορήματα στα οποία διακρίνω τα ίδια στοιχεία, αλλά αυτά τα στοιχεία έχουν πια γίνει φόρμουλα. Οι τεχνικές του επαναλαμβάνονται, πράγμα λογικό ως ένα σημείο. Αλλά και τα θέματα δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον. Ασχολείται ας πούμε με τους αρχαίους Αιγυπτίους, με τους πειρατές κλπ. Εκεί εγώ έχασα τον ενθουσιασμό μου.
Η τεχνική του “cut-up”, που χρησιμοποίησε και διέδωσε, ήταν κάτι επαναστατικό. Την ανακάλυψε πρώτος ο Βrion Gysin. Τι ακριβώς ήταν; Παίρνεις, λέει, μια σελίδα με κείμενο ή πολλές και κόβεις με ψαλίδι την κάθε γραμμή ξεχωριστά. Ύστερα ανακατεύεις τις λωρίδες αυτές και μετά τις παίρνεις μία-μία και τις συνδέεις. Έτσι, προκύπτει ένα πράγμα πρωτοφανές, ακαταλαβίστικο, που όμως έχει μια πνοή, είναι σαν όνειρο. Ο Bowie έχει πει ότι πολλούς στίχους του τους έγραψε έτσι.
‘Έκανε κι άλλα ο Μπάροουζ… Το “dreamachine” ας πούμε: Έπαιρνε έναν κύλινδρο από χαρτόνι με δεκαπέντε εκατοστά ύψος και άλλη τόση διάμετρο, έκοβε ολόγυρα κάποια κομμάτια του σχηματίζοντας λωρίδες σαν σχισμές και έβαζε από μέσα ένα λαμπάκι να κρέμεται. Ύστερα το τοποθετούσε στο turntable του πικάπ, καθόταν εκεί κι έβλεπε σε όλο το δωμάτιο οπτασίες, παράξενα σχήματα, το ‘να τ’ άλλο… Τσάμπα μαστούρα!
Το μήνυμα της γενιάς των μπητ έχει ξεθωριάσει κάπως, αναγκαστικά. Αλλά ο Μπάροουζ παραμένει ο κορυφαίος της κατάστασης αυτής. Κι άλλοι έχουν γράψει ελεύθερα ποιήματα όπως του Γκίνσμπεργκ, το δε κείμενο του Κέρουακ είναι κανονική αφήγηση με ενδιαφέρον θέμα. Ο Μπάροουζ από την άλλη, επειδή ήταν και πειραματιστής κι επειδή κανένας δεν έγραφε σαν αυτόν, δεν έχει ξεπεραστεί. Αλλά την ίδια στιγμή δεν έχει απλωθεί στην κοινωνία. Είναι σημαντικός σε μικρούς κύκλους, ενώ το «Στο δρόμο» του Κέρουακ έγινε τρόπος ζωής, επηρέασε τους χίπηδες και συνεχίζει να επηρεάζει.
Ο Μπάροουζ κράτησε επίσης μια συνέπεια ως το τέλος. Στα τελευταία τους, ο Γκίνσμπεργκ έγινε πια establishment και o Κέρουακ κατέληξε κτηνώδης αλκοολικός στα gay bars. Όλ’ αυτά ήρθαν σε κόντρα με τη ζωή του ανοιχτού ορίζοντα που υπερασπίζονταν στα βιβλία τους. Τέλος πάντων…
To βιβλίο του Πάνου Κουτρουμπούση «Εικόνες στην άμμο – Ο Μπάροουζ στην Ουάσινγκτον» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.