Τελευταίος σταθμός: Αθήνα
Ποσώς βάβαια θα απασχολούσε τον ίδιο ο στιγματισμός του ως βαθιά αντικοινωνικού στοιχείου. Είχε άλλα προβλήματα και δαίμονες να αντιμετωπίσει: “Αναγκάστηκα να καταλήξω στο φριχτό συμπέρασμα οτι δε θα είχα γίνει συγγραφέας χωρίς το θάνατο της Τζόαν, συνειδητοποιώντας το βαθμό στον οποίο αυτό το γεγονός κινητοποίησε και διαμόρφωσε το γράψιμο μου. Ζω με τη διαρκή ανάγκη να ξεφύγω από το δαιμονισμό, από τον Έλεγχο. Ο θάνατος της Τζόαν με έφερε σε επαφή με τον εισβολέα, το Άσχημο Πνεύμα, και με παρέσυρε σ’ ένα διαρκή αγώνα, από τον οποίο η μόνη μου διέξοδος είναι το γράψιμο.”
Διέξοδος (και αδιέξοδος συχνά) ήταν επίσης τα ναρκωτικά αλλά και τα ταξίδια. “Δεν έχω ταξιδέψει ανατολικά της Αθήνας” είχε πει κάποτε. Τα πρώτα του ταξίδια ήταν μετά την αποφοίτηση του από το Χάρβαρντ στην Ευρώπη κατά το τέλος του μεσοπολέμου, όταν ξεκίνησε από τη Βιέννη όπου έζησε την ελευθέρια κουλτούρα της Δημοκρατίας της Βαιμάρης λίγο πριν την παράδοση στο Ναζισμό, για να περιπλανηθεί κατόπιν στα Βαλκάνια και να καταλήξει στην Αθήνα το 1937, όπου και παντρεύτηκε με πολιτικό (και “λευκό”) γάμο στην αμερικανική πρεσβεία τη Γερμανοεβραία φίλη του Ίλσα Κλάπερ για να τη γλυτώσει από το διαφαινόμενο ήδη πογκρόμ. Τέσερις δεκαετίες σχεδόν αργότερα, το 1973, επέστρεψε στη χώρα μας (Αθήνα και Σπέτσες) με τον τότε εραστή του Τζον Γκρέιντι.
Η γλώσσα είναι ιός
Ο Μπάροουζ δεν είχε τη σχέση που είχε με τη μοντέρνα τζαζ ο Κέρουακ ή τη χίπικη μουσική επένδυση στην οποία είχε αδυναμία ο Γκίνσμπεργκ, πίστευε όμως στην μουσική ως εν δυνάμει μέσο υπερβατικής ιεροτελετστίας όπως τα παραδοσιακά trance μοτίβα των μουσικών του Μαρόκου που είχε ακούσει στα τέλη της δεκαετίας του ’50: “Ορίζω μια γλώσσα ως ένα επικοινωνιακό σύστημα στο οποίο η πληροφορία μεταδίδεται μέσω προφορικών ή γραπτών συμβόλων – συμβόλων που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ στα οποία αναφέρονται. Η λέξη “καρέκλα” δεν είναι το αντικείμενο καρέκλα. Κάθε τέτοιο σύστημα επικοινωνίας είναι πάντα συμβολικό, ΜΠΟΡΟΥΜΕ όμως να συλλάβουμε μια μορφή εποικοινωνίας που να είναι ευθεία και άμεση, παρακάμπτοντας την ανάγκη για σύμβολα. Και η μουσική οπωσδήποτε είναι πολύ πιο κοντά σε μια τέτοια άμεση επικοινωνία από τη γλώσσα…”
Η σκιά του πάντως έπεφτε βαριά στα πιο προχωρημένα πεδία της ροκ μουσικής πολύ πριν χειροτονηθεί Πάπας από το πανκ, από την εποχή του Sgt. Peppers ακόμα (είναι ένας από τους “διάσημους” στο κολάζ του εξωφύλλου), ενώ είναι αδύνατον να συγκεντρώσει κανείς όλα τα ονόματα γκρουπ (οι Steely Dan, οι Soft Machine και οι Thin White Rope είναι μόνο τρία από τα πιο σημαντικά) και τραγουδιών (από το “Diamond Dogs” του Bowie ως το “Interzone” των Joy Division) που προέρχονται από τα βιβλία του.
Μπορεί ο πρώτος αμερικανός σύγγραφέας που έγραψε τόσο χύμα περί ομοερωτισμού και σκληρών ναρκωτικών, να κατέληξε φαινόμενο της ποπ κουλτούρας αντίστοιχο του Αντι Γουόρχολ, ο Μπάροουζ όμως είχε παλιομοδίτικα γονίδια και τυπικά αμερικανικές libertarian, αντι – κρατικές, αντι – κολεκτιβικές αντιλήψεις, προερχόμενες από τη μεγαλοαστική, “μεσοδυτική” καταγωγή του, όπως φανέρωνε και το ντύσιμο αλλά και η εν γενει εμφάνιση αποστεωμένου κακόβουλου τραπεζίτη ή παλιάς κοψιάς λογοτέχνη (μεγάλος θύμιζε έντονα τον Αθανάσιο Νάσιουτζικ). Αναγκαζόταν να κάνει παρέα με προνομιούχα “φρικιά”, τα οποία σεβόταν πολύ λιγότερο από διάφορους σκιώδεις τύπους του λούμπεν υποπρολεταριάτου στο οποίο καταδυόταν για ντραγκς και ξεκάβλωμα. Θαύμαζε τον Τ Σ Έλιοτ (και τον Τζόις και τον Σελίν και τον Κάφκα), ενώ σ΄ένα κείμενο του με τίτλο “Κρίνοντας τους κριτικούς”, επικαλείται το διάσημο ποιητή και κριτικό του 19ου αιώνα, Μάθιου Άρνολντ:
“Οι κριτικοί παραπονιούνται διαρκώς οτι οι συγγραφείς δεν έχουν υψηλά κριτήρια, οι ίδιοι όμως μοιάζουν να μην έχουν κανένα απολύτως κριτήριο πέρα από την προκατάληψή τους υπέρ της λογοτεχνικής κριτικής. Κι όμως υπάρχουν κριτήρια για το έργο του κριτικού, όπως τα έχει θέσει ο Μάθιου Άρνολντ, και είναι τα εξής τρία: 1.Τι προσπαθεί να κάνει ο συγγραφέας; 2.Πόσο επιτυχημένα το κάνει; 3.Εκθέτει το έργο “υψηλή σοβαρότητα;” Εννοώντας, ακουμπά το έργο σε βασικά ζητήματα καλού και κακού, ζωής και θανάτου, σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση; Θα προσέθετα ένα τέταρτο κριτήριο: Γράψε γι αυτά που ξέρεις . Πιο πολύ αποτυχαίνουν οι συγγραφείς επειδή προσπαθούν να γράψουν για πράγματα που δεν ξέρουν, παρά για οποιοδήποτε άλλό λόγο…”
El Hombre Invisble
William Lee, Bill Lee, Old Bull Lee, Inspector Lee... Ο Μπάροουζ ψόφαγε για τέτοια ψευδώνυμα. Η ίδια η αντίληψη που είχε για τον εαυτό του ήταν ουσιαστικά μυθοπλαστική, και προτού ακόμα ξεκινήσει να γράφει συστηματικά ήταν ήδη χαρακτήρας σε έργα άλλων, με πιο γνωστό παράδειγμα το Στο Δρόμο του Κέρουακ (Bill Lee). Συχνά δε υπέγραφε τις επιστολές του – τις οποίες αντιμετώπιζε ως γραπτό έργο – προς τον Γκίσμπεργκ, τον Κέρουακ και τους άλλους Beats, με κάποιο τέτοιο nom des plume. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ταγγέρη, η σκιώδης εξαυλωμένη παρουσία του στο τακτικό νυχτερινό νταραβέρι έμοιαζε συχνά με απουσία, εξασφαλίζοντας του το παρατσούκλι “El Hombre Invisible” (Ο Αόρατος Άνθρωπος”), γεγονός που τον ικανοποιούσε απόλυτα.
Όπως και να αντιλαμβανόταν πάντως τον εαυτό του (και το βέβαιο είναι οτι σπάνια μοιράστηκε μαζί του αισθήματα κατανόησης και αποδοχής) ο Μπάροουζ, όπως έγραψε πριν μερικές μέρες ο Άγγλος συγγραφέας (και πρώην τζάνκι) Γουίλ Σελφ με αφορμή την “επετειακή” επανέκδοση του Junky ήταν ίσως η τέλεια ενσάρκωση του δυτικού άγχους στα δεύτερα μισά του 20ου αιώνα, ακριβώς επειδή ήταν εθισμένος. Ματαιόδοξος, ομφαλοσκόπος, εγωιστής, μοναδικά ικανός όμως στη διάγνωση των σύχγρονων ασθενειών του κόσμου, αν όχι των δικών του…”
Page: 1 2