Categories: FeaturedΒΙΒΛΙΟ

100 χρόνια Μπάροουζ: Οι άνθρωποι που τον έφεραν στην Ελλάδα

Ο Λεωνίδας Καραγκούνης (αριστερά) και ο Σαράντης Κορωνάκος με το πορτρέτο του Μπάροουζ που έχει φιλοτεχνήσει γι αυτούς ο Αχιλλέας Χρηστίδης

Απ’ το τηλέφωνο, ο Λεωνίδας Καραγκούνης ακούγεται κάπως απρόθυμος. «Δηλαδή τι ακριβώς θέλεις να σου πω για τον Μπάροουζ;». «Τι σημαίνει για ‘σας…» του απαντώ. «Δυο λόγια για το πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε μαζί του…». Τον ακούω να δυσανασχετεί. «Τι θα πει “πες μου δυο λόγια για τον Μπάροουζ”; Είναι σα να μου λες “πες μου δυο λόγια για τη ζωή σου”. Εξηγώ  αναλυτικότερα, τον κατευθύνω με ερωτήσεις, αλλά μου ζητάει πάλι να του το κάνω πιο συγκεκριμένο, να του εξηγήσω τι έχω στο μυαλό μου, πώς φαντάζομαι το θέμα κλπ.

Κανονίζουμε να βρεθούμε από κοντά την επόμενη μέρα, στο γραφείο των εκδόσεων Απόπειρα, στην οδό Ναυαρίνου. Και εκεί αποδεικνύεται ότι όχι, δεν είναι πως ο Λεωνίδας δεν θέλει να μιλήσει. Όντως δεν ξέρει τι να πρωτοπεί. Μαζί με τον Σαράντη Κορωνάκο, το συνεργάτη του, έχουν ανεβάσει από το υπόγειο όλες τις παλιές εκδόσεις του Μπάροουζ (περίπου είκοσι βιβλία), ένα διαφημιστικό φυλλαδιάκι Μπάροουζ του ’85, μια υφασμάτινη τσάντα Μπάροουζ φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτούς, μια μεταλλική ταμπέλα, μια ζωγραφιά –  ό,τι μπορείς να φανταστείς. «Τι ακριβώς θέλεις; Βοήθησέ με κι εσύ…» επιμένει, αλλά τώρα πια έχω μπει στο νόημα… «Ασχολούμαστε μαζί του 35 χρόνια. Περάσαμε μέρες και νύχτες διαβάζοντάς τον, ο Σαράντης περισσότερο. Κι ύστερα πήραμε το ρίσκο να τον βγάλουμε στην Ελλάδα. Μέχρι τότε είχαν δημοσιευτεί σκόρπια κείμενά του, αλλά κανένα ολόκληρο βιβλίο».

Ήταν Οκτώβρης του 1981. Ο Λεωνίδας κι ο Σαράντης, δυο φίλοι κάτω των τριάντα ετών, είχαν ήδη εκδώσει το «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» του Μπουκόφσκι και έβαζαν πλώρη για το «Τζάνκι» (1953) του Μπάροουζ. 28 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία έξω, η «ανοιχτόμυαλη», μεταπολιτευτική Ελλάδα παρέμενε προσκολλημένη στον άγονο συντηρητισμό. «Το βιβλίο θα έβγαινε παραμονή των εκλογών που κέρδισε το ΠΑΣΟΚ» θυμάται ο Σαράντης. «Έτρεμε η καρδιά μας, γιατί φοβόμασταν ότι θα απαγορευόταν – λίγες μέρες πριν είχε απαγορευτεί το “120 μέρες στα Σόδομα” του Σαντ. Το τοπίο ήταν τελείως διαφορετικό… Η Αμερικάνικη λογοτεχνία και ειδικότερα ο Μπάροουζ, ήταν μέρος αυτού που λέμε αμερικάνικος τρόπος ζωής και που περιλάμβανε βέβαια το ροκ, τα ναρκωτικά, την αλητεία, όλ’ αυτά. Εμείς το τολμήσαμε. Ήμασταν και νέοι τότε…». Βέβαια ήταν ένα πράγμα να το εκδώσουν κι ένα άλλο να το προωθήσουν, γιατί μπορεί τελικά να μην απαγορεύτηκε, ωστόσο τα περισσότερα βιβλιοπωλεία το απορρίπτανε: «“Βιβλίο που προωθεί τα ναρκωτικά εδώ μέσα δεν μπαίνει” μας έλεγαν», θυμάται ο Λεωνίδας.

Οι βιβλιοπώλες αντιδρούσαν επιπόλαια. «Στο “Tζάνκι” o Μπάροουζ γράφει μεν για την πρέζα, αλλά στο τέλος εξηγεί πως οι στόχοι του είναι άλλοι» εξηγεί ο Σαράντης και φοράει ένα ζευγάρι λεπτά γυαλιά πρεσβυωπίας για να διαβάσει την τελευταία παράγραφο, τονίζοντας την κάθε λέξη: «Αποφάσισα να κατηφορίσω προς την Κολομβία και να ψάξω για το γιαχέ (σ.σ.: μυθικό παραισθησιογόνο φυτό του Αμαζονίου με θεραπευτικές ιδιότητες). Είμαι έτοιμος να τραβήξω προς το Νότο και να ψάξω για το αυθεντικό φτιάξιμο που σου ανοίγει τους ορίζοντες αντί να στους περιορίζει σαν την πρέζα». Μολονότι κανένας βιβλιοπώλης της εποχής δεν πρέπει να έφτασε μέχρι την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου που έφερε τον  τίτλο «Τζάνκι», όλο το νόημα εμπεριέχεται στη φράση αυτή. «Ο Μπάροουζ δεν προπαγανδίζει την πρέζα. Αντίθετα, μπορείς να πεις ότι στρέφεται εναντίον της. Ο ίδιος βέβαια παρέμεινε κολλημένος για τα έξι επόμενα χρόνια κι ύστερα κόλλησε ξανά το ’80, στα γεράματα, όταν έβγαλε τις “Πόλεις της κόκκινης νύχτας”».

Ο Μπάροουζ δεν προπαγανδίζει την πρέζα. Αντίθετα, μπορείς να πεις ότι στρέφεται εναντίον της. Ο ίδιος βέβαια παρέμεινε κολλημένος για τα έξι επόμενα χρόνια κι ύστερα κόλλησε ξανά το ’80, στα γεράματα, όταν έβγαλε τις “Πόλεις της κόκκινης νύχτας”».

Το βιβλίο αυτό, οι «Πόλεις της κόκκινης νύχτας» (1981), θεωρείται το σπουδαιότερο της δεύτερης φάσης του. Σηματοδοτεί την περίοδο που επέστρεψε στην Αμερική για να ξαναγράψει «σοβαρά» και μαζί με το πρωτόλειο «Τζάνκι» και το δημοφιλές «Γυμνό δείπνο» (1959), είναι η αιχμή του δόρατος του έργου του. Κρατάω στα χέρια μου την πρώτη έκδοσή του στην Ελλάδα, που έχει για εξώφυλλο μια πολύχρωμη μακέτα δια χειρός Δημήτρη Θ. Αρβανίτη, βασισμένη σε φωτογραφία του Μπάροουζ έξω από την Burroughs Corporation. Πρόκειται φυσικά για τον κολοσσό που ίδρυσε ο παππούς του και που κάποτε υπήρξε το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής αριθμομηχανών της Αμερικής.

Στην ερώτηση ποιον από τους τρεις μείζονες της γενιάς των μπητ (ΜπάροουζΓκινσμπεργκΚέρουακ) πρέπει να αναγνωρίσουμε ως σπουδαιότερο, ο Σαράντης αποφεύγει να μπει σε συγκρίσεις: «Είναι και οι τρεις σπουδαίοι, αλλά τελείως διαφορετικοί. Ο Γκίνσμπεργκ γράφει μεγάλους στίχους στην παράδοση του Γουίτμαν, ο Κέρουακ είναι επηρεασμένος από την ενέργεια της μεταπολεμικής γενιάς και της τζαζ  και ο Μπάροουζ έρχεται από την Ευρωπαική παράδοση, την παράδοση των ντανταϊστών  και των σουρεαλιστών. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί διάβαζαν στο κολλέγιο, αλλά οι ρίζες τους είναι διαφορετικές».

Ένα βασικό στοιχείο του Μπάροουζ πάντως, που συχνά παραβλέπεται, είναι ότι διάβαζε πάρα πολύ. Για να γράψει έτσι ανατρεπτικά και να διαλύσει την πρόζα με τα λεγόμενα “cut-ups”, είχε αφομοιώσει την έκφραση πολλών προγενέστερων. «Ξέρεις, η μπητ λογοτεχνία, παρουσιάστηκε σαν κάτι ελεύθερο που ο καθένας μπορούσε να γράψει στο δρόμο, στο καφενίο κλπ, προερχόταν όμως από συγγραφείς που είχαν διαβάσει» τονίζει ο Σαράντης. Ενδεικτικό αυτού είναι οι μακροσκελείς λίστες από παραπομπές που συναντάμε στις τελευταίες σελίδες πολλών βιβλίων του Μπάροουζ. Οι δε εκδόσεις της Απόπειρας, συνοδεύονταν πάντα από πολύτιμες συνοδευτικές σημειώσεις. «Η δουλειά που κάναμε δεν είχε γίνει πουθενά αλλού στον κόσμο» εξηγεί περήφανα ο Λεωνίδας. «Δεν το λέω εγώ. Μας το είπε ο Τζέιμς Γκράουερχολτζ». Όταν του ζητάω να επαναλάβει το όνομα, μου εξηγεί και την ιδιότητα: «ο μάνατζέρ του, ο επιμελητής του, το τεκνό του, ο τα πάντα του». Ο Μπάροουζ συνήθιζε να γράφει παραληρηματικά κείμενα, χιλιάδες σελίδες που συχνά έχαναν τη ροή και το μέτρο. Ο ρόλος του Γκράουερχολτζ λοιπόν, που γνώρισε τον Μπάροουζ μέσω του Γκίνσμπεργκ τη δεκαετία του ’70 και παρέμεινε στο πλάι του μέχρι το τέλος, ήταν να κάνει τα γραπτά φιλικότερα προς τον αναγνώστη. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσει…

Η μακέτα εξωφύλλου των Πόλεων της Κόκκινης νύχτας, έργο του Δημήτρη Αρβανίτη.

Λίγο πριν φύγω, ζητάω από τον Λεωνίδα και το Σαράντη να κατεβάσουν από ένα ψηλό μέρος του τοίχου το μοναδικό πίνακα που κοσμεί τη γεμάτη βιβλία περιοχή της υποδοχής. Είναι ένα πολύχρωμο ζωγραφικό πορτρέτο, φιλοτεχνημένο από τον Αχιλλέα Χρηστίδη. Έτσι, 33 χρόνια μετά την ελληνική έκδοση του «Τζάνκι», οι δύο εκδότες ποζάρουν χαμογελαστοί δίπλα στο πρόσωπο του Μπάροουζ και νομίζω πως δεν είναι το αυτάρεσκο χαμόγελο της «δικαίωσης», αλλά ένα χαμόγελο που θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδεύεται από τη φράση του Paul Simon «still crazy after all these years»…

Οι ελληνικές εκδόσεις των έργων του Μπάροουζ από την Απόπειρα κυκλοφορούν σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία.

Βύρων Κριτζάς

Share
Published by
Βύρων Κριτζάς