Βλέπω σημαίνει κλείνω τα μάτια
Wols
Ο Man Ray, o Steiglitz, o Blumenfeld είναι μερικοί μόνο από τους καλλιτέχνες που φωτογράφησαν το γυμνό γυναικείο σώμα ως ένα ιερό και συγχρόνως αισθησιακό τοπίο. Ακολουθώντας μία τέτοια παράδοση στην απεικόνιση του γυμνού, ο Γεράσιμος Ρήγας δημιουργεί έναν κόσμο όπου η γυναικεία μορφή είναι αναπόσπαστα δεμένη με την ιερότητα της φύσης.
Οι γυμνές γυναίκες του, όπως τις «τρώει» το κυκλαδίτικο φως, απέχουν πολύ από αντίστοιχες ελληνικές φωτογραφικές αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος. Στις φωτογραφίες του δεν υπάρχει ίχνος ηδονοβλεπτικού βλέμματος αλλά ούτε και μία προσπάθεια εξωραϊσμού του γυναικείου σώματος. Ο φωτογράφος βλέπει τις γυναίκες σαν γλυπτά, αναπόσπαστα από τον γεωγραφικό χώρο που τα γέννησε, τις Κυκλάδες. Τα όρια μεταξύ σώματος και περιβάλλοντος χώρου είναι δυσδιάκριτα. Δεν ξέρει κανείς αν βλέπει σώμα ή βράχο, τοπίο ή κορμί. Το στήθος μιας γυναίκας είναι ένας κρατήρας, τα μαλλιά της ένας θάμνος που τον φυσάει βίαια ο αέρας, η πλάτη της μία άγονη πλαγιά. Αντί για ένα «κοινωνικό σώμα», επιθυμεί να ερευνήσει το αρχετυπικό γυναικείο σώμα, να ανιχνεύσει την πρωτογενή του μορφή. Για αυτό και εμμένει στις ευθείες και τις καμπύλες του, που πότε το ενώνουν με το τοπίο και πότε το χωρίζουν από αυτό.
Το εκτυφλωτικό φως που διαλύει τα όρια του σώματος καίγοντάς το, εναλλάσσεται με βαθιές σκιές που το καλύπτουν και δημιουργούν ένα ανοίκειο τόπο. Όπως και στις γυναικείες μορφές των Κυκλαδίτικων ειδωλίων, η αφαίρεση είναι το βασικό στοιχείο της εικονοποιίας του. Σπάνια βλέπουμε τα χαρακτηριστικά των προσώπων των γυναικών. Υπάρχει η ψευδαίσθηση ενός ενιαίου σώματος, που επαναλαμβάνεται και «σμιλεύεται» διαφορετικά κάθε φορά από τον καλλιτέχνη. Οι γυναίκες αυτές, που πότε ίστανται και πότε είναι ξαπλωμένες, μοιάζουν σα να προϋπήρχαν στο τοπίο και ο φωτογράφος τις ανέσκαψε και τις έφερε στο φως, εν είδει αρχαιολόγου. Αφαιρώντας το περιττό, σμίλεψε το χώμα, την σκόνη, τις πέτρες μέχρι που απέκτησαν μία διαχρονική οντότητα.
Ο Edward Weston λέει: «Να φωτογραφίζεις έναν βράχο είναι να τον κάνεις να μοιάζει με βράχο και κάτι ακόμα». Αυτή η φαινομενικά απλή φράση συμπυκνώνει για μένα την ουσία της φωτογραφικής τέχνης. Αυτό το «κάτι ακόμα», που εκφράζει την υπέρβαση από το πραγματικό, επιτυγχάνεται στην περίπτωση του Γεράσιμου Ρήγα μέσω της εγγύτητας με τους ανθρώπους που φωτογραφίζει και μέσω της αφαίρεσης. Αυτά τα δύο στοιχεία δεν είναι πρωτόγνωρα στο έργο του. Από την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, τον Πάρβα, Άγονη γραμμή, χρησιμοποίησε ως φορμαλιστικό στοιχείο τον συνδυασμό εγγύτητας και αφαίρεσης αφήνοντας τα πράγματα να υπαινίσσονται αντί να κατονομάζονται. Υπό μία έννοια τόσο οι φωτογραφίες όσο και τα ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα μπορεί κανείς να τα αντιληφθεί ως γλυπτά που από τη μία πατάνε στον ρεαλισμό και από την άλλη τον υπερβαίνουν.
Το φωτογραφικό και κινηματογραφικό του έργο έχει μία σπάνια διαύγεια και ευγένεια. Η ευεργετική δύναμη της δουλειάς του είναι βραδυφλεγής και διαρκής. Στα χέρια του το εφήμερο, το οικείο και το ευτελές μεταμορφώνεται σε πνευματικό γεγονός.
Το κείμενο που προλογίζει την έκθεση έγραψε η Εύα Στεφανή, Καθηγήτρια Κινηματογράφου και Σκηνοθέτης.