Κάθε νέο εγχείρημα με την υπογραφή Punchdrunk, της λονδρέζικης ομάδας που απ’ το 2000 αναστατώνει σταθερά τα συμβατικά θεατρικά δεδομένα – υπόσχεται την υπέρβαση σε μια νέα καλλιτεχνική διάσταση. Το 2013 O Πνιγμένος Άντρας: Ένας Χολυγουντιανός Μύθος καλύπτει με τόνους ξεθωριασμένου γκλάμουρ ένα αχανές τετραώροφο κτίριο στο κέντρο του Λονδίνου, εισάγοντας τον αδιάκριτο θεατή στα παρασκήνια του μυστηριώδους, παρηκμασμένου κινηματογραφικού μικρόκοσμου των Temple Studios.
Ένας άντρας ντυμένος στην τρίχα, με λευκό κουστούμι και υποχθόνιο βήμα μάς καλωσορίζει στο ευρύχωρο ασανσέρ των Temple Studios, απέναντι απ’τον κεντρικότατο λονδρέζικο σταθμό του Πάντινγκτον. Ανεβαίνοντας τις σκάλες μάς «συστήνει» στους πρωταγωνιστές της τελευταίας του ταινίας που χαμογελούν μέσα απ’ τις φωτογραφίες που κρέμονται τριγύρω. Το ασανσέρ κάνει παύση και οι πόρτες ανοίγουν, με το που πλησιάζω όμως να βγω, με καρφώνει με το διαπεραστικό του βλέμμα και μου κλείνει το δρόμο – οι δύο πρώτοι του γκρουπ φαίνεται να χάθηκαν ήδη στο σκοτάδι…
Καλώς ήλθατε στο υποβλητικό και απρόβλεπτο σύμπαν των Temple Studios, όπου η βραβευμένη ομάδα Punchdrunk έχει στήσει το τελευταίο της σκοτεινό παραμύθι O Πνιγμένος Άντρας: Ένας Χολυγουντιανός Μύθος (The Drowned Man: A Hollywood Fable). Aντλώντας έμπνευση απ’το γνώριμο αριστούργημα του Georg Büchner, Woyzeck, η ακούραστη καλλιτεχνική ομάδα, περίπου 40 άτομα στο σύνολό τους, έρχεται να μετατρέψει τις αχανείς αυτές εκτάσεις σ’ ένα ατμοσφαιρικό πάρκο από τρέιλερ για φιλόδοξες ενζενί και ευέξαπτους καουμπόυς, μια ολόκληρη παρα-χολυγουντιανή πολιτεία που ζει το δικό της ανέλπιδο έργο γύρω από τα στούντιο στις αρχές των ‘60s.
Καθώς ξεμυτίζω απ’το ασανσέρ με το υπόλοιπο γκρουπ, φορώντας τις σήμα-κατατεθέν ανέκφραστες μάσκες που μας μοίρασαν οι υπεύθυνοι καθώς μπαίναμε στο χώρο, ένα ζευγάρι έρπεται στο καπό και την οροφή μιας κόκκινης σκονισμένης Studebaker, σ’ ένα εντυπωσιακό, απεγνωσμένο χορευτικό. Στην απέναντι πλευρά, ένα πλούσιο δάσος από ξεγυμνωμένους κορμούς δέντρων προσφέρει τον μισοφωτισμένο καμβά για δυο άντρες που παλεύουν οξύθυμα ανάμεσά μας – αλλά δεν φαίνεται να μας βλέπουν.
Α λα Μάτια Ερμητικά Κλειστά, είμαστε μέλη ενός λιγότερο πριβέ αλλα εξίσου παθιασμένου κλαμπ σαν αυτό που σκηνοθέτησε για τη μεγάλη οθόνη ο Κιούμπρικ, περιφερόμενοι κατά βούληση στο απέραντο κτίριο με ασπίδα τις μάσκες μας. Όσοι κατέχουν από Punchdrunk προτείνουν ν’αφήσετε πίσω την παρέα και το χέρι του/της συντρόφου σας για να ζήσετε την εμπειρία στο φουλ – και, καθώς ανοίγω μόνη μαύρες βελουτέ κουρτίνες και πόρτες που τρίζουν, καταλαβαίνω ότι έχουν δίκιο. Σ’ένα λαβυρινθώδες σετ διακοσμημένο με εξουθενωτική και σουρρεαλιστικά όμορφη λεπτομέρεια, τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας μπλέκονται περίτεχνα υπό τους ήχους ανατριχιαστικών ορχηστρικών μυστηρίου και ύποπτα χαρωπού doo-wop, που μας συνοδεύουν παντού απ’τα μεγάφωνα.
Ψαχουλεύω τα συρτάρια στο δωμάτιο ενός ημίγυμνου τραβεστί, καθώς ο ίδιος μετατρέπεται δίπλα μου, με το βλέμμα στο κενό, σε ευσεβή κοστουμάτο υπάλληλο – ακούω ντόρο όμως έξω και τρέχω, μαζί με μασκοφόρους που ξαφνικά συσπειρώνονται απ’ όλες τις κατευθύνσεις.. Να γίνεται άραγε φονικό; Τα συνοδευτικά flyer μας ενημέρωσαν εγκαίρως ότι κατά τη διάρκεια του τριώρου θα γίνουν δύο φόνοι, “λεπτομέρειες” που ελάχιστα σε προετοιμάζουν για τις εκπλήξεις που έπονται – όπως άλλωστε και αυτό το κείμενο. “Έπιασα” τη Γουέντι να μαχαιρώνει τον Μάρσαλ στην ερημιά, παρανοημένη απ’ τη σχέση του με την ντίβα των στούντιο Ντολόρες, και πίσω απ’ το σκληρό προσωπείο μου το στόμα μου έχασκε.
Απαραίτητο συστατικό είναι τα άνετα παπούτσια – ο επόμενος διάδρομος, δεν ξέρετε ποτέ και πού θα σας βγάλει… Αν είστε τυχεροί, θα πέσετε πάνω στο πολύβουο μπαρ, το μόνο χώρο όπου μπορείτε να πετάξετε τη μάσκα σας και να πιείτε ένα ποτό συνοδεία ζωντανής μουσικής. Πριν και μετά, θα βυθιστείτε σ’ ένα αλλόκοτα αμαρτωλό σύμπαν, αιθέριο σαν τις χορογραφίες της Maxine Doyle, και παρακμιακό σαν τις μπαρόκ δημιουργίες του ιδιοφυούς καλλιτεχνικού διευθυντή της ομάδας Felix Barrett (οι δύο μαζί υπογράφουν και τη σκηνοθεσία του Χολυγουντιανού Μύθου). Από το 2000, σύσσωμοι οι Punchdrunk άλλαξαν τα θεατρικά δεδομένα με το φαινόμενο “immersive theatre”, μια πολυεπίπεδη (πέρα από το κτίριο), διαδραστική εμπειρία που παίζει ενδόμυχα με τις σκέψεις, τα όρια και τις αισθήσεις του κοινού της. Έκτοτε και με την υποστήριξη, πια, του Εθνικού Θεάτρου της Μεγάλης Βρετανίας, έχουν υπογράψει μνημειώδεις περφόρμανς όπως το Φάουστ (2006) και τη Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου (2008), βασισμένες αντίστοιχα στα διαχρονικά αριστουργήματα του Goethe και του Poe.
“Ιmmersive” παραστάσεις, πλέον, παίζουν αρκετά στη θεατρική πιάτσα του Λονδίνου. Ανάμεσα σ’ άλλα, ντύθηκα παριζιάνα αριστοκράτισσα και περιφέρθηκα στα σαλόνια του 19ου αιώνα – ενώ ένας άλλος υποψήφιος “ευγενής”, την ίδια νύχτα, μου διηγήθηκε πώς κατέφτασε μια μέρα στο θέατρο του Barbican με τις πυτζάμες, για να… κοιμηθεί, παρέα με κάπου 100 άλλους, μεταξύ χαλαρωτικών περφόρμανς και πίτσι-πίτσι από κοτόπουλα. Την καλοδουλεμένη δραματουργικά και αισθητικά άψογη θεατρική εμπειρία που θα γευτείτε, πάντως, στα χέρια των Punchdrunk δύσκολα θα την υπερβεί κανείς. Οι γνωστοί άγνωστοι μασκοφόροι ξέρουν – και τα εισιτήρια για τον Πνιγμένο Άντρα εξαντλούνται μέχρι να πεις “Χόλυγουντ”.
Μετά το τέλος της παράστασης, μιλήσαμε με τη Φάνια Γρηγορίου.
Χωρίς απαραίτητα να δώσεις πολλές λεπτομέρειες, ποιο θα έλεγες, ειδικά φέτος, ότι είναι το highlight του σόου; Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αναφέρω ένα συγκεκριμένο highlight στη παράσταση. Κάθε θεατής κάνει το δικό του ταξίδι μέσα στον κόσμο που έχουμε δημιουργήσει οπότε η κάθε ιστορία/χαρακτήρας που ακολουθείς έχει το δικό της highlight. Θα μπορούσες να πεις ότι το finale είναι μια έντονη στιγμή από την άποψη ότι το κοινό βλέπει για πρώτη φορά όλους τους χαρακτήρες μαζί.
Προσωπικά, τι σε τράβηξε περισσότερο στην δουλειά της ομάδας; Είχα ακούσει πολλά για την ομάδα όταν μετακόμισα Λονδίνο. Αυτό που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον είναι το ότι είναι τόσο κινηματογραφικό. Σαν περφόρμερ νιώθεις ότι παίζεις σε ταινία και τα μάτια του κοινού είναι μικροκάμερες που μπορούν να δουν λεπτομέρειες της κάθε σου κίνησης και έκφρασης.
Πέρα απ’ το προφανές ταλέντο, τι νομίζεις ότι μετρά περισσότερο για να γίνεις κομμάτι των Punchdrunk; Kάθε χορευτής-ηθοποιός μέλος της ομάδας έχει κάτι το ιδιαίτερο. Δυνατή παρουσία, θεατρικότητα, strong physicality. O Felix (σκηνοθέτης) πάντα μας λέει “ο στόχος σας σήμερα είναι να κάνετε τουλάχιστον ένα άτομο από το κοινό να σας ερωτευτεί”. Πρέπει να έχεις γρήγορα αντανακλαστικά και την ικανότητα να πάρεις άμεσες αποφάσεις όταν αντιμετωπίζεις απρόβλεπτες καταστάσεις με βάση τις κινήσεις και επιλογές του κοινού.
Ποιο είναι το πιο απαιτητικό και πoιο το πιο ευχάριστο μέρος της δουλειάς σου με την ομάδα; Η συγκεκριμένη δουλειά είναι πολύ απαιτητική κυρίως για τους χορευτές. Οι επιφάνειες που χορεύεις δεν είναι ξύλο σκηνής όπως έχουμε συνηθίσει. Κινείσαι πάνω σε πολύ σκληρές και ασυνήθιστες επιφάνειες. Όταν μπήκαμε για πρώτη φορά στο κτίριο για πρόβες ήταν στην κυριολεξία γιαπί! Σκόνη, πριονίδια, φασαρία, φρέσκια μπογιά, καρφιά και εργαλεία παντού! Ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρωθείς και έπρεπε συνεχώς να προσεχείς πού πατάς και πού βρίσκεσαι και όλα αυτά με περιορισμένο φωτισμό. Αυτό ακριβώς βέβαια είναι και αυτό που με τραβάει σ’ αυτή τη δουλειά. Σου δίνεται μια απίστευτα ατμοσφαιρική πλατφόρμα για να δημιουργήσεις. Τα σκηνικά είναι τόσο ρεαλιστικά που σε μεταφέρουν πραγματικά σε άλλη εποχή. Αυτό βοηθάει πολύ στο χτίσιμο του ρόλου σου.
Το ότι καταρρίπτονται τα παραδοσιακά όρια σκηνής και κοινού είναι πραγματικά συναρπαστικό για τον θεατή. Πώς το ζεις εσύ εκ των έσω, ως περφόρμερ; Νιώθεις ότι εκτίθεσαι περισσότερο; Ως περφόρμερ σίγουρα εκτίθεσαι πολύ σε σχέση με το όταν είσαι πάνω στην παραδοσιακή σκηνή. Εδώ δεν υπάρχει απόσταση με το κοινό. Επί τρεις ώρες δε μπορείς να κρυφτείς πουθενά. Για μένα αυτή είναι η πρόκληση που με εξιτάρει περισσότερο.
Τo “Τhe Drowned Man”, όπως άλλωστε και η περισσότερη δουλειά της ομάδας, έχει πολύ έντονα σκοτεινό στοιχείο. Tελικά, πόσος χαβαλές γίνεται εκτός παράστασης; Πράγματι κάθε δουλειά της PunchDrunk έχει πολύ έντονο το σκοτεινό στοιχείο αλλά εκτός δουλειάς πέφτει πολύ χαβαλές. Έχουμε γίνει μια μεγάλη οικογένεια πλέον και είναι πολύ αστείο το γεγονός ότι είμαστε κάθε μέρα μαζί και στο ρεπό μας βγαίνουμε με τα ίδια άτομα. Δεν έχουμε άλλη ζωή αυτή τη περίοδο. Σε αναλώνει τόσο πολύ που θέλεις να συζητάς συνεχώς για το έργο. Να μοιράζεσαι ιδέες, να προτείνεις καινούργια πράγματα και φυσικά να αστειεύεσαι για καταστάσεις κι εμπειρίες που μπορεί να είχες ένα βράδυ. Κάθε παράσταση είναι διαφορετική, γιατί το κοινό είναι διαφορετικό.
Info:
Έως 29/9: Τρ. 7μμ, Τετ. 7μμ, Παρ. 9 μμ, Σαβ. 9μμ: £ 39.50 (περ. € 47)
Πέμ. 7μμ. Παρ 5 μμ. Σάβ. 5μμ, Κυρ. 5μμ: £47.50 (περ. € 56)
Από 1/10-8/12: Τρ. 7μμ, Τετ 7 μμ, Παρ. 5μμ, Κυρ. 5μμ: £39.50
Πέμ. 7μμ, Πάρ. 9μμ, Σάβ. 5μμ, Σάβ. 9μμ: £47.50
Από 10-30/12: £47.50.
http://www.nationaltheatre.org.uk/shows/the-drowned-man-a-hollywood-fable