Categories: ΘΕΑΤΡΟ

Είδαμε το Δείπνο με Φίλους

Ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος, κι αυτή είναι μια έκφραση τόσο κλισαρισμένη, που χρειάζεται να ξεσκαρτάρεις καμιά δεκαριά σελίδες στα αποτελέσματα του Γκούγκλη, μπας και καταλήξεις στο ποιος την πρωτοεμπνεύστηκε, για να την παραδώσει στο ένα κάρο ξελουλουδιασμένες τραγουδιάρες, άγουρες σταρλετίτσες και απογοητευμένους ποδοσφαιριστές, που την έκαναν mantra για να ταΐσουν τα tabloids με ειδήσεις απ’ την συναισθηματική τους ζωή.

Ο χωρισμός, ωστόσο, παραμένει ένας μικρός θάνατος, κι ο Ντόναλτ Μάργκιουλις με το Δείπνο για Φίλους του, δείχνει πώς ο θάνατος αυτός είναι επίσης αργός και διαρκείας. Πώς ο άνθρωπος που ήξερες, πεθαίνει μπροστά σου, κι ένας άλλος, αγνώριστος, ξένος, που δεν είσαι σίγουρος αν θέλεις να γνωρίσεις καν, ξαφνικά γεννιέται κι αναπτύσσεται στη θέση του. Και σ’ το δείχνει όχι τόσο απ’ την οπτική του χωρισμένου, όσο απ’ αυτήν του τρίτου, όχι ακριβώς αποστασιοποιημένου και σίγουρα όχι ανεπηρέαστου, αλλά πάντως εξωτερικού παρατηρητή: του φίλου.

Το πώς ένα ζευγάρι που χωρίζει, εκτός απ’ τα κοινά υπάρχοντα, καλείται να χωρίσει και τους κοινούς του φίλους –ποιος θα βγαίνει για μπύρες με το Μπάμπη, ποιος θα πηγαίνει για φαγητό στη Λίτσα κι όλα αυτά– έχει χρησιμοποιηθεί πλείστες όσες φορές σαν κωμικός μηχανισμός σε παραστάσεις, ταινίες και σειρές, που είναι πια οικεία κατάσταση ακόμη και σ’ αυτούς που δεν την έχουν βιώσει. Κάπου προς τα ‘κει σε αφήνει κι ο Μάργκιουλις να νομίσεις ότι θα το πάει, όμως στην πραγματικότητα βλέπει τα πράγματα απ’ την πλευρά του Μπάμπη και της Λίτσας, που είχαν σμίξει το ζευγάρι, είχαν επενδύσει στην ευτυχία του τη δικιά τους, και τώρα βλέπουν κάτι που χτίσαν, να μαραίνεται.

Η ιστορία θέλει ένα πετυχημένο ζευγάρι πετυχημένων δημοσιογράφων, να μαθαίνει ότι το φιλικό τους αντρόγυνο χωρίζει: ο άντρας βρήκε ερωμένη, παρατάει γυναίκα και παιδιά, και πάει να ζήσει τον καινούριο του έρωτα, που τον κάνει, μετά από χρόνια, να νιώθει πάλι ζωντανός. Η γυναίκα, απαρηγόρητη, απομένει μόνη, αλλά τελικά, όχι τόσο μόνη όσο αφήνει κι εσένα και τους φίλους της να νομίζουν. Η δυναμική των ζευγαριών, οι σχέσεις ανταγωνισμού, οι πατερναλιστικές προσεγγίσεις και οι αφ υψηλού θεωρήσεις των ζωών των άλλων, όλα αυτά μπαίνουν στο παιχνίδι των συμβουλών και των παραινέσεων που δίνουν οι χαρακτήρες του Γρηγόρη Βαλτινού και της Ρένιας Λουιζίδου στο υπό κατάρρευση ζευγάρι που ερμηνεύουν οι Παύλος Χαϊκάλης και Μπέσυ Μάλφα.

Περισσότερο όμως απ’ τη ζήλια και το φθόνο που σιγά-σιγά θολώνουν τους χαρακτήρες των χωρισμένων, οδηγώντας τους σε μια μορφή επιθετικής απόρριψης των πάλαι ποτέ ινδαλμάτων τους, εκείνο που έρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, είναι ο φόβος του ζευγαριού που παραμένει ενωμένο, για το πόσο εύκολο είναι τελικά το στραβοπάτημα. Αυτή η παράπλευρη σκοτεινιά που πέφτει απάνω σου, απ’ το σύννεφο που πνίγει τους διπλανούς σου στη μπόρα του, και σα να σε λοξοκοιτάζει ύπουλα, λέγοντας ότι κι η δικιά σου η σειρά, είναι ένα φύσημα του ανέμου μακριά. Η τυχαιότητα του απευκταίου.

Ο φόβος που φυλάει τα έρημα (κι ακόμα περισσότερο τα ήμερα), ο υπνωτιστικός εφησυχασμός της καθημερινότητας, το μούδιασμα της ρουτίνας, αυτοί οι μηχανισμοί που καταπίνουν τα μπουρίνια του έρωτα, αμβλύνουν τις επικίνδυνες γωνίες του πάθους και καταλήγουν να γίνονται οι πιο σταθεροί εγγυητές της μακροβιότητας μιας σχέσεις, αυτό είναι το ρεαλιστικό υπογάστριο του έργου. Και παρ’ ότι η καρδιά σου μπορεί να σφίγγεται όσο οι χαρακτήρες του σ’ το απλώνουν με μελαγχολική στωικότητα, ο Μάργκιουλις δεν παραγνωρίζει την ανάγκη σου για λίγο γαργαλητό πού και πού, ισορροπώντας περίτεχνα σ’ αυτήν την κωμικοτραγική κατάσταση που αποκαλούμε ενήλικη ζωή.

Αυτήν την ελαφρότητα (η οποία πάει ελαφρώς περίπατο στο μελοδραματικότερο δεύτερο μισό) βοηθούν να διατηρηθεί οι ερμηνευτές, με προεξέχοντα τον Γρηγόρη Βαλτινό, ο οποίος παραδίδει μια συναρπαστική ερμηνεία, πατώντας πραγματικά στην κόψη του ξυραφιού, εκεί που συναντιέται  το δράμα του χαρακτήρα του, με τις εμβόλιμες αυτοσαρκαστικές πινελιές που δίνουν χρώμα και ψυχή στο ρόλο του. Ο Παύλος Χαϊκάλης, απ’ την άλλη, αγκαλιάζει την επιρρεπή, ανθρώπινη φύση του ρόλου του και χτίζει έναν αξιαγάπητο χαρακτήρα, απ’ αυτούς που θες μπάσεις σπίτι σου να τους ταΐσεις και να τους τσιμπάς τα μαγουλάκια όσο τρώνε, αλλά δυσκολεύεται αρκετά να ακολουθήσει τον Βαλτινό στις πιο δραματικές στροφές του έργου. Στις οποίες κι ο Βαλτινός αρκετές φορές σπινιάρει, για να λέμε του στραβού το δίκιο.

Τα κορίτσια της παράστασης, κάνουν αρκετά καλή δουλειά στο να διατηρήσουν υπό έλεγχο την υστερία των ρόλων τους, με την Λουιζίδου να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι της Μάλφα, μιας κι η πρώτη έχει την τύχη να ερμηνεύει τον μόνο απ’ τους δυο γυναικείους ρόλους που έχουν και μια κάποια σκιά τρίτης διάστασης. Η ηρωίδα της, παρέχει το βασικό δραματικό αντίβαρο στον χαρακτήρα του Βαλτινού, προκαλώντας και σπρώχνοντάς τον στο να αποκαλύψει τις πιο προσωπικές πτυχές της οπτικής του συγγραφέα, καθοδηγώντας τον θεατή προς το σουρεαλιστικών αποχρώσεων, κεκαλυμμένα κυνικό φινάλε, με το οποίο ο Μάργκιουλις κατορθώνει να σε στείλει σπίτι σου με μια κάπως αισιόδοξη αίσθηση, χωρίς να σε εξαπατήσει με σορολόπ φινιρίσματα.

*το Δείπνο με Φίλους, του Ντόναλντ Μάργιουλις σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Βαλτινού, με τους Γρηγόρη Βαλτινό, Παύλο Χαϊκάλη, Ρένια Λουιζίδου και Μπέσυ Μάλφα, θα παίζεται από Τετάρτη μέχρι και Κυριακή, στο θέατρο Ιλίσια (Παπαδιαμαντοπούλου 4, 210 7210045) έως τις 13 Απριλίου
Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης