Φωτιά που δεν καίει, δεν είναι φωτιά.
Από τον Θεοδόση Μίχο.
Σιγά, λοιπόν, μην δεν περίμενα τους Arcade Fire στη γωνία με τη beretta.
Αν δεν είσαι φύσει και θέσει προδιατεθειμένος να αποδομήσεις με την πρώτη ευκαιρία όσους… η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να πιστέψουν τόσο οι ίδιοι όσο και το κοινό ότι τα έργα και οι ημέρες τους πρέπει να αντιμετωπίζονται με μία χριστή σοβαρότητα που, στο δικό μου το μυαλό τουλάχιστον δεν έχει τίποτα απολύτως να κάνει με το ροκ που για να είναι αληθινό θα “πρέπει να σπαταλιέται δίχως εμφανείς λόγους, να εκσφενδονίζεται στο μηδέν δίχως ουρές και ίχνη, να υπάρχει από σύμπτωση, χωρίς να καυχιέται γι’αυτό” (για να παραφράσω κάτι στιχάκια του παλιού, καλού Αγγελάκα), τότε χάνεις τουλάχιστον το μισό φαν της υπόθεσης. Και όποτε το ροκ ξέμεινε από φαν, όλοι ξέρουμε σε τι επικίνδυνα, φλύαρα και βαρετά του θανατά μονοπάτια οδηγήθηκε. Ένα το κρατούμενο, λοιπόν.
Το ροκ ως ολοκληρωμένη – σοβαροφανής στη χειρότερη και πιο αδιάφορη περίπτωση ή ουσιαστικά διασκεδαστική μέσω μιας διαρκούς αυτοαναίρεσης στην καλύτερη – καλλιτεχνική πρόταση, από τη φύση του δεν μπορεί (δεν λέω “δεν πρέπει”, γιατί άμα αρχίσεις τα “πρέπει” όταν αναφέρεσαι στην αγαπημένη σου μουσική, φέξε μου και γλίστρησα) να αντιμετωπίζεται ως ένα αποστειρωμένο όλον, που κάθε άλλο παρά αλληλοσυναρτώμενο είναι με την ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη του κοινού του (οι οποίες δύο αναπτύξεις είναι επίσης αλληλοσυναρτώμενες μεταξύ τους), χάριν μίας κλάιν μάιν δαιμονοποίησης ακόμη και της παραμικρής υπόνοιας ελιτισμού στο βωμό μίας τάχα μου ακομπλεξάριστης μαζικότητας που παρουσιάζεται ως το κατ’ ευχήν ζητούμενο, από τη δημιουργία του μάταιου αυτού κόσμου.
Ως γνωστόν, όμως, το ροκ στις μετρημένες περιπτώσεις που κατάφερε να πάει μπροστά (ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι έκανε βήματα που το οδηγούσαν πρόσω ολοταχώς στις κιθαριές του Τσακ Μπέρι), το κατάφερε μέσω ακραία συμπλεγματικών συμπεριφορών μουσικών, φανζινάδων, promoters και λοιπών μελών μιας εκάστοτε αισθητικά γκετοποιημένης ελίτ του περιθωρίου, που δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να απελευθερώνεται δημιουργικά πρωτίστως για την περιχαρακωμένη πάρτη της (μέχρι που το βρήκε τελικά αυτό το καλύτερο και έκατσε στ’ αυγά της).
Άλλο να κρατάς μια πισινή βέβαια όντας θεμιτά καχύποπτος και άλλο να κάνεις δίκη προθέσεων. Το ότι το τρένο της απήχησης των Arcade Fire έχει μπει στις ράγες που προκαθόρισαν οι U2, δε σημαίνει ότι οι Arcade Fire είναι πλέον μια σώνει και καλά κακή μπάντα (δεν είναι), καταδικασμένη να βγάζει μόνο κακά τραγούδια όπως οι U2 τα τελευταία 21, για να μην πω 23 χρόνια (από την εποχή δηλαδή του Zooropa και του Achtung Baby αντίστοιχα, ανάλογα με το πως το πάρει κανείς).
Ούτε όμως σημαίνει ότι μερικοί από εμάς, ακόμη και αν ένα βράδυ Δευτέρας του 2013 που μοιάζει με βράδυ Δευτέρας του 2008, χορέψουμε με οπαδική ζέση το “Reflektor” όσες φορές το βάλει ο dj, δεν μπορούμε να νιώσουμε μία τελεσίδικη αισθητική αποστασιοποίηση από τους Arcade Fire και τους συμπαρομαρτούντες αυτών, όχι τόσο γιατί οι Καναδοί δεν είναι πια η συγκυριακά οριακή μπάντα που είχαμε δει στην πρώτη τους ευρωπαϊκή φεστιβαλική εμφάνιση το 2005 (ναι, στο γνωστό φεστιβάλ), ούτε τόσο γιατί οι Arcade Fire είναι πια η μπάντα που υποπτευόμασταν ότι είχαν πια γίνει όταν τους είδαμε μετά από έξι χρόνια στην ίδια πόλη, σε μία ουσιαστικά εξώφθαλμα (και αυτό ίσως να είναι προς τιμήν τους) stadium rock εμφάνιση.
Αλλά γιατί δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι το “Reflektor” είναι ένα τραγούδι τόσο ευφορικά εύκολο που αν δεν είχε τη δική τους ούγια και το δικό τους momentum και τον Μπόουι να σπρεχάρει δυο λογάκια γύρω στο πέμπτο λεπτό, ίσως και να ήταν ανάξιο μιας θέσης ακόμη και ανάμεσα στα b-sides που δεν καταδέχεται να βγάλει από τα vaults της DFA ο Τζέιμς Μέρφι, που ναι, εντάξει, είναι ο σπουδαιότερος πλιατσικολόγος της γενιάς μας, αλλά δεν είναι δα και τόσο σπουδαίος ώστε να αξίζει να ασχοληθούμε σε δεύτερο επίπεδο ακόμη και με τα b-sides του.
Το απλό είναι και το όμορφο.
Από τον Σταύρο Διοσκουρίδη.
Αποτελεί πλέον μια παγκόσμια και πανανθρώπινη σύμβαση: ένα καλλιτεχνικό γεγονός πολλές φορές να κρίνεται, όχι, από την καλλιτεχνική του αξία αλλά από το ποιος και γιατί το παρακολουθεί. Αυτό συμβαίνει κυρίως από τους ανθρώπους που δεν έχουν την κατάλληλη κατάρτιση ή είναι τόσο καταρτισμένοι που έχουν βαρεθεί να προχωράνε σε βαθύτερη ανάλυση. “Άμα σας λέω ότι ένα τραγούδι δεν είναι καλό, δεν είναι καλό. Τελεία και παύλα”. Αυτό συνέβαινε πάντα. Για παράδειγμα σε κάποιον αστό της Βιέννης του 1780 μπορεί να μην άρεσε ο Μότσαρτ επειδή πολύ απλά έχει πέραση στην αυλή του παλατιού. Πιο κοντά στην εποχή μας κάποιος μπορεί να μην άκουγε τζαζ επειδή φοβόταν τους αλιγάτορες της Νέας Ορλεάνης και μπορεί κανείς ροκαμπιλάς να μην τραγούδησε ποτέ Ντόνα Σάμερ επειδή “οι καρεκλάδες πρέπει να πεθάνουν”. Και μετά ήρθε το ίντερνετ. Και το απερίοριστο downloading. Και τα social media. Και πάνε οι συλλογικότητες, και πάνε οι μόδες και πάνε οι κουλτούρες. Και μείναμε όλοι μόνοι μας. Να κρίνουμε αλλά και να κρινόμαστε.
Και φτάνουμε στην Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου του 2013. Οι Arcade Fire κυκλοφορούν το πρώτο κομμάτι από το καινούριο άλμπουμ τους (το περιμένουμε ολόκληρο στις 29/10). Το χεράκι του παραγωγού Τζέημς Μέρφι τους άλλαξε λίγο τα μυαλά, το μπάσο έγινε πιο δυνατό, το συγκρότημα μοιάζει φέτος να θέλει να “χορέψει” και όχι να θρηνήσει. Το τραγούδι έχει όλα εκείνα τα κόλπα που σε κάνουν να τσιμπήσεις. Γρήγορο ρυθμό, κάποια γαλλικά, το πιανάκι, την κιθαρίτσα, τον Μπάουι. Είναι γραμμένο για να πετύχει. Και πρέπει να πετύχει γιατί είναι γεγονός. Μόνο έτσι μένεις στην επιφάνεια στη μουσική. Αν κάθε σου κίνηση αποτελεί και ένα μεγάλο παγκόσμιο event. Δείτε το “Get Lucky” από τη μία που θα χορεύεται μια δεκαετία και το “Right Action” των Franz Ferdinand από την άλλη που είναι πιο ωραίο τραγούδι αλλά σε δύο μήνες που δεν θα το θυμόμαστε. Γιατί, οι Franz Ferdinand δεν είναι πια γεγονός.
Και ύστερα έρχεται το twitter. Και ο Θεοδόσης Μίχος. “Καλημέρα Θεοδόση, πώς σου φάνηκε το “Reflektor”; Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση όταν τον είδα στο συμπαθές γραφείο μας. “Έλα μωρέ, τώρα, σιγά το κομμάτι. Περίμενα κάτι παραπάνω από τους Arcade Fire. Και αυτοί έγραψαν ένα τραγούδι να αρέσει σε όλους. Ντάξει θα το χορέψω, αλλά δεν είναι οι Arcade Fire των προηγούμενων άλμπουμ”. Το πρώτο απρόοπτο οξύμωρο είναι ότι όλοι θέλουμε να εξελίσσονται τα συγκροτήματα και η μουσική αλλά όταν το κάνουν βγαίνουν όλοι οι πάλιουρες (Μίχος και κάποιος eisbear) και αρχίζουν την κριτική. Μην ακούσει άλλος άνθρωπος Arcade Fire· να γράφουν για αυτούς που τους είδαν πρώτη φορά σε ένα γκαράζ στον απομακρυσμένο και άχρωμο Καναδά. “Είναι δυνατόν να μου αρέσει ένα τραγούδι που αρέσει σε μια χαζογκόμενα που το ποστάρει στο twitter”; Οι νότες σβήνουν, όταν ανάβουν τα τιτιβίσματα. Αλλά πότε σταματήσαμε να ακούμε τη μουσική και ξεκινήσαμε να τη διαβάζουμε;
Το “Reflektor” είναι απλό, λιτό και απέριττο. Η ομορφιά σε όλη την απλότητά της και το αντίθετο. Το βάζεις και θες να πας εκδρομή. Δεν σε τσιμπάει, δεν “ξυρίζει” που λένε και οι έμπειροι. Εγώ το χορεύω και ο Θεοδόσης -τελικά- το χορεύει. Αυτός ο eisbear μόνο δεν ξέρω τι κάνει.