Από το περιβάλλον των αντιφρονούντων στο Ανατολικό Βερολίνο, μέχρι το κίνημα των Πανκ και τους χούλιγκαν, ο Harald Hauswald ήταν πάντοτε παρών, για να στρέφει τη ματιά και και τον φακό του στις στιγμές και τα πρόσωπα που κάποιος λιγότερο παρατηρητικός εύκολα θα προσπερνούσε. Χρονικογράφος και μάρτυρας της ζωής στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο Hauswald είναι ένας φωτογράφος που ξέρει να διασώζει εκείνες τις φευγαλέες εκφράσεις που υπαινίσσονται όσα δεν μπορούν να ειπωθούν – αρκεί να κοιτάξει κανείς τα προτρέτα του των Ανατολικογερμανών.
Καθ’οδόν για την Ostkreuz Agentur –το φωτογραφικό πρακτορείο που ο Hauswald ίδρυσε το 1990 μαζί με μια παρέα συναδέλφων του από την πρώην ΛΔΓ- έτυχε να γίνω μάρτυρας μιας λεκτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ένα φωτογράφο και μια γυναίκα που μόλις είχε απαθανατίσει, όση ώρα εκείνη κοιτούσε το πρόσωπό της σε έναν μικρό καθρέφτη χειρός. Πρέπει να ήταν πολύ ωραία φωτογραφία, όμως η γυναίκα ήταν έξαλλη με τον φωτογράφο…
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι ενοχλούνται από τους φωτογράφους στους δρόμους, επικαλούμενοι παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους. Βρίσκετε τις ανησυχίες τους δικαιολογημένες; Νομίζω πως αυτη η τάση έχει εξελιχθεί σε πρόβλημα που «σκοτώνει» τον αυθορμητισμό και τη χαρά που συνδέονται με την όλη διαδικασία της φωτογράφισης στο δρόμο. Αυτό που είναι απολύτως κατανοητό είναι ότι δεν θα πρέπει να ρισκάρει κανείς να φωτογραφίσει κάποιον που κινδυνεύει να καταδικαστεί εξαιτίας της συγκεκριμένης φωτογραφίας. Εκεί μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Αλλά όταν πρόκειται απλώς για ένα πορτραίτο στο δρόμο, νομίζω πως η όλη φασαρία είναι ψιλοανόητη. Και αξίζει να σημειώσουμε πως η καχυποψία απέναντι στη φωτογραφία δεν έχει να κάνει με την πολιτική. Τα μίντια είναι που φέρουν, εν μέρει, την ευθύνη για την καχυποψία των πολιτών. Οι άνθρωποι απλώς αντιδρούν απέναντι στην επιθετικότητα του κίτρινου Τύπου.
Τι είναι αυτό που σας οδήγησε αρχικά στη φωτογραφία; Ήσαστε ακόμη έφηβος όταν ξεκίνησατε να φωτογραφίζετε, σωστά; Ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος. Οπότε μαθήτευσα για ένα διάστημα κοντά του. Αλλά τα παράτησα και έκανα ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, μέχρι που ήρθα στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου και άρχισα να βλέπω τη φωτογραφία ως πιο σοβαρή προοπτική.
Τι σας έφερε στο Ανατολικό Βερολίνο; Μια γυναίκα. Η φίλη μου δεν ήθελε να συνεχίσουμε να μένουμε στην επαρχία, οπότε την ακολούθησα στην πόλη. Αυτό συνέβη το 1978, σε ηλικία 22 ετών. Στην αρχή εργάστηκα ως διανομέας τηλεγραφημάτων – μια δουλειά που δεν θυμάται κανείς πλέον. Εκείνη την περίοδο λίγοι είχαν τηλέφωνο, οπότε πήγαινα τα τηλεγραφήματα στο σπίτι τους. Έκανα τους γύρους με τα πόδια, στη γειτονιά του Prenzlauer Berg. Και καθώς διέσχιζα τους δρόμους, τραβούσα φωτογραφίες. Έτσι άρχισαν όλα.
Όποιος ήθελε να φοιτήσει, έπρεπε να περάσει από το στρατό για τρία χρόνια. Για μένα, αυτό ήταν ανήκουστο. Πήγα στο στρατό για 1,5 χρόνο, γιατί διαφορετικά θα πήγαινα στη φυλακή. Αλλά τρία χρόνια; Όχι, με τίποτα.
Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας φτάνοντας στο Ανατολικό Βερολίνο; Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Ερχόμουν από μια μικρή πόλη και εδώ όλα μου φαίνονταν υπέροχα. Αυτό που με κέντριζε περισσότερο στο Ανατολικό Βερολίνο ήταν οι αντιφάσεις ανάμεσα στην επίσημη, την κυβερνητική εκδοχή της πραγματικότητας και αυτό εγώ έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια.
Φτάνοντας στο Βερολίνο, ποια ήταν τα σχέδιά σας; Σκεφτόσασταν να ξεκινήσετε σπουδές; Μπα, όχι, το πανεπιστήμιο δεν ήταν μεταξύ των πιθανών επιλογών μου, δεν το σκεφτόμουν καν. Δεν ήμουν από τη σωστή πλευρά, όσον αφορούσε τις πολιτικές αντιλήψεις μου. Δεν θα μου επέτρεπαν ποτέ να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο. Όποιος ήθελε να φοιτήσει, έπρεπε να περάσει από το στρατό για τρία χρόνια. Για μένα, αυτό ήταν ανήκουστο. Πήγα στο στρατό για 1,5 χρόνο, γιατί διαφορετικά θα πήγαινα στη φυλακή. Αλλά τρία χρόνια; Όχι, με τίποτα. Αφήστε που θα με απέρριπταν στο πανεπιστήμιο έτσι κι αλλιώς. Ένας τύπος με μακριά μαλλιά και ροκ μπάντα;
Επομένως δεν κρύβατε τη γνώμη σας για το καθεστώς; Όχι ιδιαίτερα. Ένιωθα φυλακισμένος. Υπήρχε το τείχος και πίσω από αυτό υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος που μου ήταν απαγορευμένος. Η κατάσταση θύμιζε φυλακή.
Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να εκθέσετε τη δουλειά σας στο Ανατολικό Βερολίνο; Έκανα την πρώτη μου έκθεση το 1981. Στην αρχή, τραβούσα φωτογραφίες μόνο για προσωπική χρήση, για μένα ή τους φίλους. Μετά, το 1981, παρουσίασα μια σειρά φωτογραφιών της κόρης μου, σε μια Λέσχη Νεολαίας.
Μπορούσατε δηλαδή να εκθέσετε έργα σας σε Λέσχες Νεολαίας. Δεν υπήρχαν περιορισμοί; Δεν μπορούσα να τις παρουσιάσω όλες. Υπήρχαν φωτογραφίες που δεν θα μου επέτρεπαν με τίποτα να εκθέσω σε κοινή θέα.
Για παράδειγμα; Φωτογραφίες που έδειχναν την κατάσταση των διαμερισμάτων, που έδειχναν την κατάσταση που επικρατούσε στο εσωτερικό τους. Ή συγκεκριμένες φωτογραφίες τραβηγμένες στην Alexanderplatz. Για παράδειγμα, υπήρχε μια φωτογραφία με τρεις άνδρες μέσα στον υπόγειο. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά μόνο ευτυχισμένες δεν είναι. Τέτοιου τύπου φωτογραφίες δεν θα επιτρέποταν ποτέ να δουν το φως στην Ανατολική Γερμανία…
Γιατί έτσι; Γιατί δεν επιτρεπόταν να δείξει κανείς οτιδήποτε έδινε αρνητική εικόνα για την καθημερινή ζωή στην ΛΔΓ. Επισήμως, δεν υπήρχαν θλιμμένοι ή δυσαρεστημένοι άνθρωποι στην Ανατολική Γερμανία.
Στο σχολείο μας έλεγαν για τους κακούς φασίστες, αλλά ούτε κουβέντα για τον Στάλιν. Μας έλεγαν πώς η Ανατολική Γερμανία έδιωξε τους φασίστες. Επισήμως δεν υπήρχαν φασίστες στη δική μας χώρα – όχι, όχι απλώς καμιά 40αριά πρώην Ναζί βρίσκονταν στη Βουλή
Υπήρχε όμως ένας κύκλος αντιφρονούντων, καλλιτεχνών και διανοούμενων, που μπορούσαν να έχουν συγκεκριμένες ελευθερίες; Όχι, δεν θα έλεγα ότι μας άφηναν ακριβώς στην ησυχία μας. Οργανώναμε εκθέσεις σε εκκλησίες, για παράδειγμα, αλλά υπήρχε πάντοτε ένας πράκτορας της Στάζι, που θα έδινε αναφορά. Αναφέρονται πολλά τέτοια περιστατικά στο φάκελό μου στη Στάζι. Έπειτα υπήρχαν παντού κατάσκοποι – οι ανεπίσημοι συνεργάτες της Στάζι. Οπότε οι εκθέσεις μπορεί μεν να ήταν αλογόκριτες, όπως η μεγάλη μου έκθεση στην Samariter Kirche το ’83, αλλά οι κατάσκοποι ήταν παντού.
Εκείνα τα χρόνια οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη εμφανείς στο Ανατολικό Βερολίνο. Οι άνθρωποι που τον είχαν έζησε, μιλούσαν σε εσάς τους νεότερους για τις εμπειρίες τους; Εξαρτάται. Πριν έρθω εδώ, ο πατέρας μου μού είχε μιλήσει λίγο για τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Ήταν στα αντιεροπορικά, στην Κρήτη. Θυμάμαι να μου δείχνει μερικές φωτογραφίες, αλλά τίποτε περισσότερο. Στο σχολείο μας έλεγαν για τους κακούς φασίστες, αλλά ούτε κουβέντα για τον Στάλιν. Μας έλεγαν πώς η Ανατολική Γερμανία έδιωξε τους φασίστες. Επισήμως δεν υπήρχαν φασίστες στη δική μας χώρα – όχι, όχι απλώς καμιά 40αριά πρώην Ναζί βρίσκονταν στη Βουλή…Ωστόσο, στους κύκλους στους οποίους σύχναζα στο Ανατολικό Βερολίνο υπήρχαν αρκετοί ηλικιωμένοι συγγραφείς, οι οποίοι μιλούσαν ανοιχτά για τον πόλεμο. Ο Paul Gratzig, για παράδειγμα. Οι συγγραφείς αυτοί δεν έγραφαν μόνο, αλλά έκαναν αναγνώσεις σε διαμερίσματα και μετά κάναμε πολύωρες συζητήσεις.
Πόσο συχνά κάνατε τέτοιες συναντήσεις σε διαμερίσματα; Θα λέγατε ότι ήταν περίπου θεσμός στους κύκλους των αντιφρονούντων; Ναι, τέτοιες συναντήσεις οργανώναμε πολύ συχνά είτε σε σπίτια, είτε σε θέατρα. Υπήρχαν αντιφρονούντες που δεν αντιτίθονταν μόνο πολιτικά στο καθεστώς, αλλά έδιναν μάχες ενάντια στη λογοκρισία της τέχνης. Και επειδή η λογοκρισία ήταν σκληρή, οι άνθρωποι έγραφαν κεκαλυμμένα κι έπαιζαν με τις λέξεις, ώστε να μπορέσει να εκδοθεί το έργο τους. Αλλά υπήρχαν και φορές που έγραφαν τελείως ανοιχτά, κείμενα που δεν θα επιβίωναν της λογοκρισίας – αυτά τα διάβαζαν ιδιωτικά, μπροστά σε περιορισμένο κοινό.
Ήταν με ένα τρόπο σιωπηρά ανεκτές από το καθεστώς αυτές οι συγκεντρώσεις; Εν μέρει, ναι ήταν. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, εμφανίζονταν έξω από ένα κτίριο όπου ήξεραν ότι θα γίνει συγκέντρωση και έλεγαν στον κόσμο να φύγει. Η Ulrike και ο Gerd Poppe -γνωστοί Βερολινέζοι αντιφρονούντες- οργάνωναν πολύ συχνά συγκεντρώσεις στο σπίτι τους. Ζούσαν στον τέταρτο όροφο και η Στάζι είχε βάλει ένα μικρόφωνο κάτω από την οροφή για να ακούνε τι γινόταν. Για αρκετό καιρό δεν το είχαμε καταλάβει, αλλά κάποια στιγμή ο Gerd εντόπισε ένα καλώδιο και το ξήλωσε. Έπειτα ήταν πολύ συνηθισμένο να εμφανίζεται ξαφνικά, από το πουθενά, η αστυνομία. Περίμεναν στην είσοδο, ζητούσαν ταυτότητες και μας έδιωχναν. Θυμάμαι μια φορά, που υποτίθεται θα μαζευόμασταν σε ένα διαμέρισμα στη Rykestrasse – κατέφτασε ξαφνικά η αστυνομία και απαίτησε να ματαιώσουμε το ραντεβού μας. Έτσι κι εμείς μετακινηθήκαμε στο διαμέρισμα ενός άλλου αντιφρονούντα, του Ludwig Mehlhorn, που έμενε πολύ κοντά, στην Kollwitzplatz.
Οι αρχές δεν περίμεναν ότι θα άκουγαν ποτέ 200.000 νεαρούς Ανατολικογερμανούς να τραγουδούν με πάθος το «Born in the USA». Και να ανεμίζουν αμερικανικές σημαίες
Είπατε πριν πως οι εκθέσεις γίνονταν σε εκκλησίες. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία έδινε χώρο στους αντιφρονούντες, σωστά; Εφόσον οι Ανατολικογερμανοί ήταν επισήμως άθεοι, η Εκκλησία δεν τα πήγαινε καλά με το καθεστώς. Αλλά μέσα στους ναούς απολάμβε κανείς κάποιες περιορισμένες ελευθερίες, γιατί και το κράτος δεν είχε -θεωρητικά, τουλάχιστον- τη δικαιοδοσία να παρεμβαίνει στους χώρους ευθύνης της Εκκλησίας. Έτσι ήταν εφικτό να πραγματοποιηθούν, για παράδειγμα, οι συναυλίες που είναι γνωστές ως Blues Masses και τα Peace Workshops, που οργάνωνε ο Rainer Eppelmann στην Samariter Kirche. Και θυμάμαι μια φορά που κάποιος από τη Στάζι πέταξε μια αμπούλα βρώμας και οι άνθρωποι δεν άντεχαν να σταθούν μέσα στην εκκλησία ούτε για πέντε λεπτά…Έπρεπε να βγαίνουμε έξω για καθαρό αέρα και μετά πάλι μέσα και μετά πάλι έξω κοκ. Oι Blues Masses είχαν ξεκινήσει με ένα κοινό περίπου 200 ατόμων και καθώς περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερες εκκλησίες συμμετείχαν διαργανώνοντας αντίστοιχες συναυλίες, προσελκύοντας πλήθος κόσμου από όλη την ΛΔΓ. Αυτά γίνονταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και δεν είχαν καμία σχέση με τη θρησκεία, αλλά με την αντίσταση στο καθεστώς. Έτσι κι αλλιώς, το να ακούς μπλουζ και ροκ ήταν μια επαναστατική επιλογή στη ΛΔΓ.
Ήσασταν στην περίφημη συναυλία του Bruce Springsteen, το 1988 στο Weissensee, σωστά; Πώς και επετράπη η συναυλία; Οι αρχές κάπως έπρεπε να ικανοποιήσουν τη νεολαία. Αλλά σίγουρα δεν περίμεναν ότι θα άκουγαν ποτέ 200.000 νεαρούς Ανατολικογερμανούς να τραγουδούν με πάθος το «Born in the USA». Και να ανεμίζουν αμερικανικές σημαίες…Αν είχε τολμήσει ποτέ κανείς να επιχειρήσει κάτι τέτοιο στην Alexanderplatz, θα είχε βρεθεί αυτομάτως στη φυλακή.
Με τις φωτογραφίες σας, έχετε καταγράψει τη ζωή και την ιστορία των πανκ της Ανατολικής Γερμανίας. Ποιά ήταν τα χαρακτηριστικά του κινήματος; Οι πανκ της απέρριπταν τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, είχαν μια στάση του τύπου «δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου». Δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική, πάντως, σε καμία περίπτωση. Το σημαντικό που πρέπει να θυμόμαστε είναι πώς όταν έσκασε το πρώτο κύμα των πανκ, το 1980-’81, πρώτον πολλοί από αυτούς ήταν πρώην σκίνχεντς και δεύτερον –και πολύ πιο αστείο- αρκετοί ανάμεσά τους ήταν παιδιά αξιωματούχων του Κόμματος, της Στάζι ή στρατιωτικών…
Οπότε δεν ανήκαν στις τάξεις αντιφρονούντων; Δεν έκαναν αντίσταση; Σίγουρα όχι. Αυτό συνέβη αργότερα. Σε εκείνη την πρώτη περίοδο του κινήματος, οι πανκ βασικά επαναστατούσαν ενάντια στις οικογένειές τους…Και βέβαια, το κίνημα κυνηγήθηκε και συντρίφθηκε με απόλυτη επιτυχία από το καθεστώς. Είτε τους έστειλαν στο στρατό, είτε στο εξωτερικό, είτε στη φυλακή.
Αυτοί οι νεότεροι πανκ άρχισαν να ασχολούνται λίγο περισσότερο με την πολιτική, σε αντίθεση με τους προηγούμενους. Αυτό έγινε και μέσω της Εκκλησίας, που είχε κάνει ένα «άνοιγμα» προς τους πανκ- η Galiläa Kirche πρόσφερε το χώρο της για να κάνουν πρόβες τα πανκ συγκροτήματα, ξεκινώντας τις πρώτες πανκ συναυλίες σε εκκλησιαστικούς χώρους.
Γιατί τους έστελναν στη φυλακή, εφόσον δεν αντιστέκονταν στο καθεστώς; Απλώς επειδή ήταν πανκ, επειδή είχαν αντισυμβατικό λούκ. Για παράδειγμα, δεν τους επιτρεπόταν να κάθονται στην Alexanderplatz, ή οπουδήποτε στο Mitte. Θεωρούνταν δυσφήμιση για τη χώρα. Τους είχαν πάρει τις ταυτότητες και έτσι δεν μπορούσαν να μετακινούνται ελεύθερα στην πόλη. Γι’αυτό συνήθιζαν να μαζεύονται στο Plänterwald, στο Treptow. Αλλά με τον καιρό, όσο τους ανάγκαζαν να καταταγούν στο Στρατό ή τους φυλάκιζαν, οι πανκ πολιτικοποιήθηκαν. Κι έτσι, ήρθε το δεύτερο «κύμα» στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αυτοί οι νεότεροι πανκ άρχισαν να ασχολούνται λίγο περισσότερο με την πολιτική, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, οι οποίοι είχαν αποφύγει να μπλεχτούν με τους αντιφρονούντες. Αυτό έγινε και μέσω της Εκκλησίας, που είχε κάνει ένα «άνοιγμα» προς τους πανκ- η Galiläa Kirche πρόσφερε το χώρο της για να κάνουν πρόβες τα πανκ συγκροτήματα, ξεκινώντας τις πρώτες πανκ συναυλίες σε εκκλησιαστικούς χώρους.
Πρέπει να ήταν δύσκολο να κερδίσετε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων και να μπορέσετε να τους φωτογραφίσετε στη ΛΔΓ. Ειδικά ανθρώπους που σχετίζονταν με την αντίσταση. Πώς το καταφέρνατε; Το πρώτο που έκανα ήταν να προσεγγίσω τον Rainer Eppelmann, να του συστηθώ και να τον ρωτήσω αν μπορώ να κάνω μια έκθεση στην Samariter Kirche. Γνωριστήκαμε, έκανα την έκθεση και ήρθαν οι άνθρωποι που ανήκαν στον κύκλο του. Εφόσον είδαν ότι εκείνος με εμπιστευόταν, ένιωσαν άνετα μαζί μου, κέρδισα κι εγώ την εμπιστοσύνη τους. Αυτό που έκανα πάντοτε ήταν να ψάχνω τους ανθρώπους-κλειδιά σε κάθε περιβάλλον. Αν οι σημαντικοί άνθρωποι σε ένα κίνημα σε αποδεχθούν και σε εμπιστευτούν, τότε θα ακολουθήσουν κι οι υπόλοιποι.
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80, αρχίσατε να συνεργάζεστε με δυτικογερμανικά μέσα ενημέρωσης. Πώς έγινε αυτό; Αρχικά δεν αναλάμβανα παραγγελίες, δεν ήταν επαγγελματική η συνεργασία. Απλώς υπήρχαν κάποιες φωτογραφίες μου που δημοσιεύτηκαν σε δυτικά έντυπα. Με αυτόν τον τρόπο έγινε γνωστή η δουλειά μου στη Δυτική Γερμανία. Κι έτσι, άρχισα να δέχομαι παραγγελίες. Είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πώς το Ανατολικό Βερολίνο ήταν μια πόλη ειδικών συνθηκών, με περίπου είκοσι Δυτικούς δημοσιογράφους να εργάζονται εκεί. Αρκετούς τους ήξερα και μέσω αυτών περνούσαν οι φωτογραφίες μου στην άλλη πλευρά. Έτσι ήμουν και προστατευμένος. Την πρώτη φορά που με συνέλαβαν, ένας φίλος, ο Lutz Rathenow με τον οποίο είχα συνεργαστεί και για την έκδοση ενός βιβλίου, ειδοποίησε τους φίλους του δημοσιογράφους, για να φροντίσει να μεταδοθεί η είδηση της σύλληψής μου από τον ραδιοφωνικό σταθμό RIAS. Δεν ήταν καθόλου καλό για την εικόνα της ΛΔΓ να μαθευτεί πως ένας φωτογράφος φυλακίστηκε επειδή έκανε απλώς τη δουλειά του. Αυτό με έσωσε. Αν με είχαν καταδικάσει, θα κατέληγα στη φυλακή για περίπου 10-12 χρόνια.
Σας γλύτωσε αυτή η σχέση με τα δυτικά ΜΜΕ και από περαιτέρω συλλήψεις και ανακρίσεις; Όχι βέβαια. Αυτό ήταν διαφορετικό. Με είχαν καλέσει για ανακρίσεις αρκετές φορές. Με ανέκριναν επί ώρες, έψαξαν εξονυχιστικά το σπίτι μου – τουλάχιστον δυο φορές…απ’όσο γνωρίζω. Και παρόλο που δεν ήταν κάτι που με εξέπληττε, παρόλο που ήταν κάτι που περίμενα ότι θα συμβεί, έστω κι έτσι το βίωνα σαν κάτι ιδιαιτέρως ταπεινωτικό.
Πώς εξηγήσατε το γεγονός ότι οι φωτογραφίες σας δημοσιεύτηκαν στη Δύση; Τους είπα ότι οι φωτογραφίες ήταν δώρο σε έναν παλιό φίλο από το σχολείο, κι ότι εκείνος αυτομόλησε στη Δύση. Δική του ήταν η απόφαση να τις δώσει στον Τύπο.
Σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε αίτηση για μόνιμη αποχώρηση από τη χώρα; Όχι δεν έκανα ποτέ Ausreiseantrag. Είχα τη φίλη μου και τα δυο μου παιδιά, ήθελα να είμαι μαζί τους. Επίσης, ήθελα να συνεχίσω να κάνω τη δουλειά μου. Επιθυμούσα να παραμείνω στην χώρα. Όταν ήμουν δεκαεπτά χρονών βέβαια, το έβλεπα διαφορετικά.
Είχατε τότε σκεφτεί να διαφύγετε στη Δύση; Κάτι παραπάνω – είχα επιχειρήσει να το σκάσω. Το σχέδιο ήταν να φτάσω στην Αυστρία μέσω Ουγγαρίας. Και το έβαλα σε εφαρμογή. Πέρασα μέσω των Ουγγρικών συνόρων και συνέχισα να περπατάω, μέχρι που με συνέλαβαν 10 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα της Αυστρίας. Περπατούσα μέσα από ένα χωράφι και έβλεπα μακριά, μπροστά μου ένα ένα δέντρο…και ξαφνικά το δέντρο ζωντανεύει και κρατάει ένα Καλάσνικοφ. Με συνέλαβαν, με ανέκριναν όλη τη νύχτα κι έπειτα με οδήγησαν με τρένο στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία, όπου μου σφράγισαν τη βίζα που είχα για να μετακινούμαι από τη ΛΔΓ στην Ουγγαρία. Αν ξαναμπαίνοντας στη χώρα την είχα επιδείξει έτσι σφραγισμένη, πιθανότατα θα με είχαν συλλάβει επί τόπου οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες. Οπότε τους είπα ότι την έχασα. Παρεμπιπτόντως, αυτό που κατάλαβα απ’όλη αυτή την περιπέτεια, είναι πως οι επίσημοι χάρτες ήταν σκοπίμως παραποιημένοι. Γι αυτό βρέθηκα ξαφνικά στο μέσο ενός χώρου που έκαναν στρατιωτικά γυμνάσια – σύμφωνα με το χάρτη, δεν θα έπρεπε να είναι εκεί!
Ο φάκελός μου στη Στάζι ήταν σαν να είχαν φτιάξει ένα λεπτομερές ημερολόγιο της ζωής μου, για 12 χρόνια. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, υπάρχει αναφορά για κάθε ημέρα της ζωής μου στη διάρκεια αυτών των χρόνων – περίπου 2.000 σελίδες σε έκταση.
Έκτοτε η Στάζι άρχισε να σας φτιάχνει έναν φάκελο που με τα χρόνια πλούτισε σημαντικά. Όταν τον είδατε, μετά την πτώση του Τείχους, αναγνωρίσαμε ονόματα που σας εξέπληξαν μεταξύ εκείνων που σας κατασκόπευαν; Αναφέρεστε στους ανεπίσημους συνεργάτες της Στάζι; Υπήρχαν περίπου 35 από αυτούς που κατά καιρούς με παρακολουθούσαν. Όλοι τους φίλοι και γνωστοί, που το έκαναν εθελοντικά. Αλλά ευτυχώς, κανένας δεν ήταν στενός μου φίλος.
Πώς νιώσατε βλέποντας το φάκελό σας; Ήταν σαν να είχαν φτιάξει ένα λεπτομερές ημερολόγιο της ζωής μου, για 12 χρόνια. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, υπάρχει αναφορά για κάθε ημέρα της ζωής μου στη διάρκεια αυτών των χρόνων – περίπου 2.000 σελίδες σε έκταση. Αλλά για να τα λέμε όλα, υπάρχουν και μπόλικα χιουμοριστικά περιστατικά μέσα, με τα οποία είναι πολύ δύσκολο να μη γελάσει κανείς.
Για παράδειγμα; Κατοικούσα στην Kastanienalee και ακριβώς δίπλα στο διαμέρισμά μου ήταν και το εργαστήριό μου. Οπότε, μια ημέρα, ένας άγνωστος μου χτυπάει την πόρτα και με ρωτάει αν έχω φωτογραφίες από ένα συγκεκριμένο πάρκο σε μια συγκεκριμένη γειτονιά. Επειδή μου φαίνεται ιδιαίτερα ύποπτος, του απαντάω αρνητικά και τον διώχνω ευγενικά. Ήταν φανερό πως ήταν άνθρωπος της Στάζι. Πολλά χρόνια αργότερα, διάβασα την αναφορά του: «Ο Hauswald δεν είναι έξυπνο άτομο. Δεν υπάρχουν βιβλία ή άλλα έντυπα στο διαμέρισμά του…», είχε γράψει. Δεν είχε καταλάβει καν ότι βρισκόταν σε φωτογραφικό στούντιο.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το περιστατικό με ένα πάρτυ που είχα κάνει στο σπίτι μου. Είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, μαζί και φίλοι μου από τη Δυτική Γερμανία, καθώς και ένας φίλος μου που είχε κάνει αίτηση για να φύγει από τη χώρα –μάλιστα γκρίνιαζε γιατί καθυστερούσε πολύ να γίνει αποδεκτή. Οπότε πάνω στην πλάκα, ζητούσε από τους Δυτικούς φίλους μας να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Και καταστρώσαμε επί τόπου το σχέδιο διαφυγής: Την επόμενη Τετάρτη θα έφευγε οδικώς από την οδό Schönhauser και θα διέσχιζε το Τείχος. Κι εγώ θα τραβούσα φωτογραφίες από αυτήν τη μεγάλη απόδραση. Φυσικά λέγαμε μαλακίες για να γελάσουμε. Αλλά χρόνια αργότερα διάβασα στο φάκελό μου ότι την Τετάρτη που λέγαμε, είχαν εξαιτίας μας διπλασιάσει τη φρουρά στο Τείχος σε εκείνο το σημείο!
Πίστευατε ποτέ ότι θα εχόταν το τέλος του καθεστώτος; Η αρχή του τέλους για τον Κομμουνισμό είχε έρθει πριν ακόμη φτιαχτεί το Τείχος. Είχε έρθει με την εξέγερση της 17ης Ιουνίου στην Ανατολική Γερμανία το 1953, την εξέγερση στην Ουγγαρία το ’56, με το συνδικάτο Αλληλεγγύη της Πολωνίας, την Άνοιξη της Πράγας το ’68. Η Αντίσταση ήταν πάντοτε εκεί, ενεργή. Κι η αρχή του τέλους ήρθε στην Ουγγαρία.
Περιμένατε ότι το Τείχος θα έπεφτε κάποτε;νΌχι. Υπήρχαν συζητήσεις περί μεταρρύθμισης. Ακόμη και μέσα στην Αντίσταση, υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι μπορεί το σύστημα να μεταρρυθμιστεί χωρίς να χρειαστεί να το γκρεμίσουμε.
Εσείς τι πιστεύατε; Δεν ήταν δυνατό να αλλάξουμε εκείνο το σύστημα. Ήμουν υπέρ του να το γκρεμίσουμε ολοκληρωτικά. Μου ήταν ξεκάθαρο πως ο κομμουνισμός δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Αυτή η πολιτική ιδεολογία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Ούτε η ιδέα τους περί ισότητας. Αλλά δε φανταζόμουν ότι το Τείχος θα γκρεμιζόταν – εκείνο που φανταζόμουν ήταν πως θα μας ήταν ευκολότερο να ταξιδεύουμε.
Εκείνο το βράδυ δούλευα στο σκοτεινό θάλαμο και είχα μια μικρή τηλεόραση. Όταν άκουσα στις ειδήσεις ότι ήμασταν ελεύθεροι να ταξιδέψουμε, εκείνη τη στιγμή πήγα στη φίλη μου που είχε πάει για ύπνο και της είπα να σηκωθεί για να φύγουμε. Ήταν τόσο σοκαρισμένη που μου πήρε μισή ώρα για να την πείσω.
Πώς νιώσατε τη νύχτα που ανακοινώθηκε ότι οι Ανατολικογερμανοί θα μπορούσαν να ταξιδεύουν άνετα στη Δύση; Έφυγα αμέσως για το Δυτικό Βερολίνο! Εκείνο το βράδυ δούλευα στο σκοτεινό θάλαμο και είχα μια μικρή τηλεόραση. Όταν άκουσα στις ειδήσεις ότι ήμασταν ελεύθεροι να ταξιδέψουμε, εκείνη τη στιγμή πήγα στη φίλη μου που είχε πάει για ύπνο και της είπα να σηκωθεί για να φύγουμε. Ήταν τόσο σοκαρισμένη που μου πήρε μισή ώρα για να την πείσω. Φτάσαμε μέχρι το σημείο ελέγχου στην Chauseestrasse. Ήταν περίπου 21:30. Σαράντα άνθρωποι στέκονταν περίπου 300 μέτρα μακριά από το Τείχος. Πλησιάσαμε τον φρουρό και τον ρωτήσαμε «Δηλαδή, τώρα μπορούμε να πάμε να πιούμε μια μπύρα στο Kreuzberg;». «Φυσικά μπορείτε», μας είπε. «Τότε άσε μας να περάσουμε». Μας απάντησε ότι περίμενε 30-40 άτομα να σχηματίσουν γκρουπ. Όταν συνέβη αυτό, του δώσαμε τις ταυτότητές μας, περάσαμε το σημείο ελέγχου και συνεχίσαμε να βαδίζουμε.
Καθώς περπατούσα έβλεπα ήδη τους Δυτικοβερολινέζους να περιμένουν στο Τείχος. Οι φρουροί της Δυτικής Γερμανίας άνοιξαν την πύλη, μας χαιρέτησαν, και μόλις περάσαμε στην άλλη μεριά βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά σε έναν παλιό μου φίλο που είχε φύγει από το Ανατολικό Βερολίνο 13 χρόνια νωρίτερα – ήθελε να πάει στη Δύση για να ξαναβρεθεί τον αδελφό του. Αργότερα συνάντησα κι άλλον φίλο μου, που είχε περάσει στη Δύση μόλις δυο χρόνια νωρίτερα. Πήγαμε μαζί του σε μια παμπ στο Kreuzberg, όπου δούλευε κι ένας τρίτος φίλος! Ήταν ένας τύπος πολύ γνωστός στους κύκλους της νυχτερινής ζωής του Ανατολικού Βερολίνου και τον ήξεραν όλοι, οπότε πριν καλά καλά περάσει μισή ώρα είχε μαζευτεί σε εκείνη την παμπ όλο το Prenzlauer Berg. Αργότερα, επιστρέψαμε στο σπίτι για να πάρουμε την κόρη μου και να περάσουμε όλο το Σαββατοκύριακο στο Δυτικό Βερολίνο, μαζί με φίλους.
Είχατε την κάμερα μαζί σας; Όχι, δεν μπορούσα. Για κάποιο λόγο αισθανόμουν ότι εκείνες ήταν πολύ προσωπικές στιγμές.
Είχατε εκείνες τις πρώτες ημέρες συνειδητοποιήσει ότι πλέον τίποτε δεν θα ήταν όπως παλιά; Φυσικά. Ένιωθα τον αέρα της ελευθερίας, ήξερα ότι είχα τη δυνατότητα να πάω οπουδήποτε. Και την εκμεταλλεύτηκα. Ταξίδεψα στο Παρίσι, για μια έκθεση 200 καλλιτεχνών από την ΛΔΓ. Παρεμπιπτόντως, εκεί αποφασίσαμε να ιδρύσουμε την Ostkreuz Agentur, το 1990. Τότε αποδέχτηκα την πρόσκληση να κάνω μια έκθεση στην Ελβετία, κι ακόμη μια στο Λονδίνο, μετά από πρόσκληση της Greenpeace. Μετά στην Ιταλία και ύστερα ακολούθησα ένα κινηματογραφικό συνεργείο στην Πετρούπολη και τη Σιβηρία. Και μετά ξεκίνησαν οι διακοπές μου. Πήγα στην Αίγυπτο, το Μαρόκο και την Κένυα. Όλα αυτά μέσα σε ένα χρόνο.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, στα αγγλικά, στο site της Κατερίνας Οικονομάκου Berlin interviews