Μετά από 11 μέρες και 242 ταινίες από 67 χώρες που προβλήθηκαν στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, τελικά η καλύτερη ταινία ήταν η 242η, που παίχτηκε την τελευταία μέρα και είχε ως χώρα προέλευσης τη Μεγάλη Βρετανία. Με αυτή την έννοια η υπόλοιπη διοργάνωση ίσως ήταν τζάμπα κόπος – θα μπορούσαν να δείξουν το Three Billboards Outside Ebbing, Missouri του Μάρτιν Μακντόνα μια οποιαδήποτε μέρα και πάλι θα είχαν το καλύτερο line-up από ο,τιδήποτε είχαν να προσφέρουν φέτος, οι Κάννες, το Βερολίνο και η Βενετία (στην οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα η ταινία, κερδίζοντας το πρώτο από τα πολλά βραβεία σεναρίου που θα μαζέψει μέσα στη σεζόν).
Τέτοιο ενθουσιασμό μπορεί να προκαλέσει μόνο ένας δημιουργός του οποίου η δουλειά είναι τόσο ακριβοθώρητη και τόσο πολύτιμη όσο αυτή του ιρλανδού συγγραφέα και σκηνοθέτη. Αφήνοντας στην άκρη τη θεατρική του πορεία που περιλαμβάνει γνωστές και στη χώρα μας επιτυχίες όπως ο Πουπουλένιος, Ο Υπολοχαγός του Ίνισμορ και Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν, το κινηματογραφικό του έργο μετριέται στα δάχτυλα του ενός χεριού (ειδικά αν είστε Χελωνονιντζάκι, πέφτετε ακριβώς μέσα) κι αποτελείται από ένα μίνι αριστούργημα (το Αποστολή στην Μπριζ το 2008, που σύστησε το ευρύ κοινό το κοφτερό πνεύμα του), ένα απογοητευτικό follow-up (το Επτά Ψυχοπαθείς το 2012 που όμως δεν ήταν αρκετό για να μας κάνει να αλλαξοπιστήσουμε) και, μετά από ένα πενταετές διάλειμμα, το Three Billboards Outside Ebbing, Missouri, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα το 2018 κι ανεβαίνει άνετα στην κορυφή της φιλμογραφίας του.
Με μια κεντρική ερμηνεία-δυναμίτη από την Φράνσες ΜακΝτόρμαντ, που μοιάζει να ανήκε πάντα στο ευρύτερο ανεξερεύνητο σύμπαν των χαρακτήρων του και τώρα να εμφανίζεται επιτέλους μπροστά με τόση ορμή που τη φέρνει κοντά σε ένα πιθανό δεύτερο Όσκαρ ερμηνείας, το Three Billboards (για τους φίλους και τους τεμπέληδες γραφιάδες) ακροβατεί ανάμεσα σε σκληρή κριτική της παθογένειας της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας, αφοπλιστικό χρονικό μητρικού πένθους και LOL κωμωδίας τόσο επιδέξια που είναι σαν να κατάπιε ο Ντέιβιντ Μάμετ τους αδερφούς Κοέν, την Φλάνερι Ο’ Κόνορ και τον Σέιν Μπλακ, να μην βαρυστομάχιασε από αυτήν την αναλογία να έβγαλε το τέλειο μωρό.
Τρεις κενές διαφημιστικές πινακίδες σε έναν επαρχιακό δρόμο ενοικιάζονται από την Μίλντρεντ Χέιζ, μια αθυρόστομη, δυναμική μητέρα που, απηυδησμένη από την αδράνεια της τοπικής αστυνομίας να συλλάβει τον ένοχο για το βιασμό και τη δολοφονία της έφηβης κόρης της, αποφασίζει να καταγγείλει τους υπεύθυνους με τεράστιες αφίσες που καταγγέλουν την ανικανότητα και την αδιαφορία τους, αναστατώνοντας τη μικρή πόλη του αμερικάνικου Νότου. Η κόντρα της Μίλντρεντ με το σεβαστό σερίφη Γουίλομπι και τον προβληματικό αστυνόμο Ντίξον (Γούντι Χάρελσον και Σαμ Ρόκγουελ στη δεύτερη συνεργασία τους με τον Μακντόνα) παίρνει απρόβλεπτες, βίαιες και συγκινητικές διαστάσεις σε μια ταινία που όσο effortless κάνει να φαίνεται ο πανέξυπνος διάλογός της (φέρτε μπλοκάκι και στυλό), άλλο τόσο αποφεύγει τις εύκολες λύσεις, πιστή στην southern gothic παράδοση που αναβιώνει εδώ ο δημιουργός της.
Στη φεστιβαλική πρεμιέρα της ταινίας, σύσσωμο το καστ (που περιλαμβάνει επίσης τον Πίτερ Ντίνκλατζ σε αξιομνημόνευτο μικρό πέρασμα όπως βλέπετε στην παραπάνω φωτό) έπλεξε το εγκώμιο του Μακντόνα, δικαίως περήφανο και θεωρητικά απροετοίμαστο για την όλο και πιο σίγουρη οσκαρική πορεία της ταινίας, μετά και από τη γούρικη βράβευσή της με το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο. Παρόντες ήταν επίσης η συμπρωταγωνίστρια του Ντίνκλατζ στο Game Of Thrones, Λένα Χέντεϊ, ο σύζυγος της ΜακΝτόρμαντ, Τζόελ Κοέν, ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ και η Ρόζαμουντ Πάικ (που δυστυχώς παρέμεινε Gone Girl και μετά την ταινία του Φίντσερ.) Σε μια χρονιά που ήδη μετράει αρκετές πεντάστερες ταινίες και που ακόμα περιμένει το Phantom Thread του Πολ Τόμας Άντερσον, το The Last Jedi και, ναι, το Πάντινγκτον 2, εμείς υψώνουμε το τέταρτο billboard με την αναγραφή…
ΤΗΙS IS MASTERPIECE.