14 Αυγούστου 1974-Αττίλας 2: Η θέση του χρόνου… στην παλιά Λευκωσία.

ΚΛΕΙΣΤΑ ΧΩΜΑΤΑ

Φύσαγε
φύσαγε σύννεφα φωνές
φύσαγε φύλλα
φύσαγε δάχτυλα φτερά
έπαιρνε τον αέρα
μέσα στα χώματα
κάτω στα σώματα
μες στα κλειστά ποτάμια
έσταζε
το μείγμα της ανάμνησης
έπεφτε
των αγαλμάτων η πρώιμη ζύμη
στα χώματα
στον ουρανό
τα δώματα

  

ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΑΜΕ τους δρόμους προτού ακόμα ξημερώσει. Ο ουρανός μπροστά μας ήταν ακόμα χαμηλός. Βλέπαμε καθαρά τα δικαστήρια και προσπαθούσαμε να προσανατολιστούμε. Στη δίκη κοιταζόμασταν κρυφά όταν τα σώματα νυχτώσαν και μ’ έναν άγνωστο μορφασμό αποχαιρετιστήκαμε. Από τους τοίχους ως τα δώματα και μέχρι τις απέναντι στέγες βούιζαν τα κορμιά. Όμως το επόμενο πρωί κατηφορίζαμε πάλι τους δρόμους.

 

ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑΜΕ στην αίθουσα με τους χορευτές και τις χορεύτριες. Ο πολλαπλασιασμός των σωμάτων δημιουργούσε κινήσεις και σχέσεις απρόβλεπτες και μοναδικές. Δραματικές σκηνές εκτυλίσσονταν καθώς ο χρόνος έφθειρε τα κάτοπτρα κι αλλοίωνε τις εικόνες.

 

ΚΑΘΟΝΤΑΙ σ’ ένα από τα στρογγυλά σιδερένια τραπέζια κάτω από το θαμπό χειμερινό καθρέφτη. Κάποια στιγμή ο ένας μίλησε βρέχοντας με το νερό τα χείλη. «Το μέρος τούτο θυμούμαι» είπε «είναι τόπος περασμένης εποχής». Ο άλλος έδειξε να συμφωνεί με το βλέμμα μαζεύοντας το πανωφόρι του γύρω από το λαιμό. «Δεν άλλαξαν τα χέρια ούτε τα ρούχα σου» παρατήρησε ο πρώτος. «Ναι» απάντησε. «Κάποτε όμως ήταν ζωντανά.»

Οι συνομιλητές για ώρα σιωπούν με τα χέρια βυθισμένα στα ρούχα τους. Αυτό το καινούριο παγωμένο ξημέρωμα είναι οι μόνοι επισκέπτες. Όμως ρούχα βαριά κρέμονται με μπαστούνια και καπέλα στη γωνιά, ο χώρος είναι γεμάτος από λευκούς ατμούς και οι ανεμιστήρες στην οροφή αργοσαλεύουν.

ΒΟΥΛΙΑΞΕ και χάθηκε μαζί τους το νερό. Στέγνωσε και πύκνωσε το κορμί των αγαλμάτων. Τα λυγερά τους σώματα βρίσκονται στα θεμέλια. Σε κλειστά δωμάτια μιλούν. Λένε διψούν. Μέσα φυτεύουν δέντρα με πουλιά.

ΧΑΛΚΙΝΑ φύλλα και δυνατές εισπνοές χαμήλωναν κι έγερναν με τα χιόνια στους ώμους.

Είναι σ’ αυτό το χωματόδρομο που κατοικούσαν κάποτε οι περαστικοί. Εδώ, στα σύννεφα και τα πεζοδρόμια, χαρτογραφήθηκαν και χάθηκαν μαζί τους τα βαθιά κομμάτια του νερού.

 

ΕΡΗΜΑ σπίτια κι αστραφτερά χαλάσματα, οι αψίδες, οι κίονες, τα κτίσματα και ο ψηλός ο θόλος με τις φυσιογνωμίες των άγνωστων ανθρώπων. Τραγούδια μορφολογούσαν τα ονόματά τους. Τα στρώματα του αέρα ως τώρα στεγνώνουν τα ρευστά μέλη των σωμάτων τους. Κάποτε σαλεύουν. Σκύβουν το πρόσωπο, πατούν κι επιστρέφουν στο έδαφος.

ΕΚΕΙΝΟ το πρωί του Χειμώνα έβγαιναν από το παλιό αρχοντικό με τις ψηλές κολόνες τρεις άνθρωποι με τα καπέλα και τα μαύρα ρούχα τους. Η άμαξα σταμάτησε κάτω στο πλακόστρωτο και αμέσως μετά πάλι ξεκίνησε. Μέσα στη βροχή τ’ αστραφτερά ζώα προχωρούσαν. Άνοιγε ο δρόμος σαν λεωφόρος, ανέβαινε και κατηφόριζε σε κήπους άγνωστων συνοικιών. Κι όμως κάθε φορά περνούσαν από τον ίδιο δρόμο. Η ίδια διαδρομή τους έφερνε διαρκώς στη γέφυρα του μεγάλου ορμητικού ποταμού που μαζί τώρα διέσχιζαν. Τα ζώα προχωρούσαν και η βροχή δυνάμωνε. Μέσα στο παλιό απομακρυσμένο ζαχαροπλαστείο με τα εκατοντάδες καπέλα σε πλαίσια στους τοίχους, τόσοι άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα περίμεναν κι ακόμα συζητούσαν.

ΠΟΥΘΕΝΑ δεν τους αντίκρισα. Ξεκουράζομαι τώρα μετά την τελευταία αναζήτηση στην πόλη. Θα σιωπήσω πάλι, γιατί τα λόγια μου χάθηκαν ξανά μαζί τους, με τα γραπτά, τα βιβλία και τα υπάρχοντά μου. Χωρίς να μιλώ, χωρίς να σημειώνω στο χαρτί τίποτα, θα ξαναβγώ στην πόλη. Μέσα σε νέα βιβλία ίσως αντικρίσω εικόνες γνωστών και οικείων προσώπων.

Ο Λίνος Ιωαννίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1972. Από το 1997 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από το 1993 ως σήμερα έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές στην Κύπρο και στην Αθήνα. Έχει γράψει επίσης θέατρο και έχει δημοσιεύσει κείμενά του σε περιοδικά λογοτεχνίας. Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Η θέση του χρόνου.

Ο Τάσος Σιδέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Προστασία Μνημείων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η πρώτη ανασκαφή, στην οποία συμμετείχε σαν πρωτοετής φοιτητής, ήταν στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1997, κοντά στο μικρό χωριό Καντού στη Λεμεσό. Αργότερα κλήθηκε να υπηρετήσει στη Μεγαλόνησο ως Στρατιώτης Πεζικού της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.

POPAGANDA