θέρος, τρύγος, πόλεμος
Από τον καιρό των πολύ παλιών ανθρώπων που δούλευαν στα χωράφια του Παππού δυο άνθρωποι έχουν μείνει στη μνήμη μου. Ο ένας είναι ο γέρος ο Χρήστος που τον είχε στο περιβόλι στα Σκάσματα· και ο άλλος είναι ο Στασής που φύλαγε τ’ αμπέλι. Εθελοντής στους ελληνικούς πολέμους, αειπλάνητος στους τόπους του αρχαίου αποικισμού, έζησε χρόνια στην Αίγυπτο και τη Νότια Αφρική, για να γυρίσει, όπως είχε φύγει, στα χώματα που τον γέννησαν και να βρει αυτή τη δουλειά για ένα μικρό μισθό και την τροφή του.
Κάθε δυο μέρες του πηγαίναμε φαγητό και ένα μπουκάλι κονιάκ και έτρεχε, μέσα από τα χιλιάδες φύλλα με τις τριφτές κληματσίδες, ν’ ανοίξει την καγκελόπορτα, περιστοιχισμένος από πέντ’-έξι γάτες με τα γατάκια τους, που σήκωναν ψηλά τις λεπτές τρεμάμενες ουρές τους — αυτές τις γάτες που ήταν η μόνη του συντροφιά γιατί δεν είχε παιδιά και η γυναίκα του είχε πεθάνει.
― Ήταν Λεριά, από τη Λέρο, μου είχε πει, και την λέγαν Κυραννιά. Όταν παντρευτήκαμε ο παπάς ρώτησε τ’ όνομά της και όταν το άκουσε της είπε: «Όχι, δεν είσαι Κυραννιά· τώρα θα γίνεις που θα ‘χεις κύριο.»
Μόνος κάτω από κείνο τον ουρανό είχε καθήκον να προσέχει το μέρος και να βάζει μπροστά τη μηχανή για το πότισμα. Για την καλλιέργεια υπήρχαν άλλοι. Ο Αντρέας Μεταξάς από το Φοινί, μάστορας του είδους. Ο Αντρέας Γεδεών για το όργωμα. Η κυρία Ελπίδα για το κορφολόγημα, και για τον τρύγο η Πολυξένη με τα πέντε παιδιά, από την Ανώγειρα της Πάφου.
Τη θυμάμαι τρελή από την αγωνία όταν έγινε η εισβολή — ο γιος της ήταν στην πρώτη γραμμή, στη Μύρτου.
― Εν ηξεύρω τι θα κάμεις, εννά ψηλώσει ο νους μου, είπε στον άντρα της. Αν δε με πάρεις να τον ιδώ εννά πάνω με τα πόδια, και η φωνή της έτρεμε και τα μάτια της είχαν βουρκώσει.
Αυτά όμως ήταν αργότερα. Για την ώρα κόβαμε τα σταφύλια και τα λέγαμε σαν αδερφές, μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε ψηλά και καθίσαμε κάτω από τη χαρουπιά να φάμε.
― Έκαμα κουπέπκια, Κόρη, με τα φύλλα που σύναξα αρκοψές, είπε η πολυξένη. Κόπιασε.
Άπλωσα να πάρω και πριν φέρω το χέρι στο στόμα σταμάτησε δίπλα το αυτοκίνητο και κατέβηκε ο Νάκης αλαφιασμένος.
― Έγινε πραξικόπημα, είπε. Ο Μακάριος είναι νεκρός.
Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου και ένιωσα ότι κατάπινα δηλητήριο.
― Αλίμονο, θα μας σκοτώσουν, φώναξα κι έβαλα τα κλάματα, ενώ η ταραχή μού έλυνε τα μέλη. Σήκωσα το κεφάλι στη λάμψη που παλλόταν και τρέμιζε πάνω στο χώμα και τα σπλάχνα μου έστρεψαν να πεταχτούν έξω. Αυτό το φως, αυτοί οι τόποι… Θεέ μου, ψέλλιζα, παραλαλούσα, Πολυξένη, το παιδί σου, Παναγία μου!…
― Παναΐα μου, οι σσιύλλοι, είπε η Πολυξένη, και έπλεξε τα δάχτυλά της σε μια χειρονομία έσχατης απόγνωσης. Παναΐα μου, το γιο μου!
Δεν ξέρω πώς φτάσαμε στη Λεμεσό ούτε τι κάναμε με τη σταφίδα. Χτύπησαν οι καμπάνες της Καθολικής να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Από κήπο σε κήπο βγήκαμε στη γειτονιά μήπως μάθουμε κάτι. Ναι, η Πάφος κρατούσε, ο Μακάριος ήταν εκεί και υπήρχαν ελπίδες. Με τα παράθυρα κλειστά βάλαμε το ράδιο και ακούσαμε τη φωνή του.
― Δεν είμαι νεκρός, είμαι ζωντανός.
Άρχισαν να πέφτουν ντουφεκιές, στην Αστυνομία γινόταν μάχη — όσοι πιστοί πολέμησαν. Οι περισσότεροι κλείστηκαν στα σπίτια, οι άλλοι, τα αγαρηνά σκυλιά, γύριζαν με τα φυσεκλίκια σταυρωτά, στους δρόμους, ευχαριστημένοι που έριξαν την εκλεγμένη κυβέρνηση. Όταν πήραν την Πάφο η κυκλοφορία ξανάρχισε — ο τρύγος δεν μπορούσε να περιμένει. Παραδίναμε τα σταφύλια για εξαγωγή και τους βλέπαμε να περιφέρονται με τα αυτόματα στα χέρια. Ποιον σημαδεύανε;
Πέντε χιλιάδες νεκροί, πολλοί θαμμένοι σε ομαδικούς τάφους, ασαβάνωτοι και άκλαφτοι. Χίλιοι εξακόσιοι δεκαεννέα αγνοούμενοι, διακόσιες χιλιάδες εκτοπισμένοι — η Κύπρος κομμένη στα δυο. Όλα αρχινισμένα εκείνο το ελάχιστο δευτερόλεπτο, που το πρώτο ανόσιο χέρι πάτησε τη σκανδάλη. Αν δεν είχε υπάρξει; Αν καταποντιζόταν μέσα στο χρόνο χωρίς ποτέ να φανεί; Αλλά τι λέω, μήπως ήταν αυτό μοναχά; Μέσα στον παραλογισμό της ιστορίας, εκεί που συντρίβονται οι μικροί, μέσα στο λαβύρινθο του αποτελέσματος και της αιτίας, εγώ που είδα, εγώ που κατάλαβα… Και το έθνος;
Σήμερα που γράφω το έθνος σέρνεται σε συμφωνίες καταστρεπτικές. Από ταπείνωση σε ταπείνωση, το τραυματισμένο σώμα βορά της ανάγκης. Τα χρόνια πέρασαν, ο Παππούς πέθανε, ο γέρος ο Στασής πήγε στο Γηροκομείο. Η Πολυξένη φτιάνει τώρα παστέλι από χαρουπόμελο. Η εξαγωγή της σουλτανίνας συνεχίζεται κανονικά. Τόσα χρόνια μετά, τα πρόσωπα που άκουσαν εκείνο το τρομερό άγγελμα είναι δοσμένα στη μοίρα τους, στο μερίδιό τους της ζωής και του θανάτου. Αναρωτιέμαι ποιο να ‘ναι άραγε το μερίδιο της Κύπρου. Και ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
κι’ εφώναζα: ω θεϊκιά κι’ όλη αίματα πατρίδα!
Ένα μέρος του μεγάλου ονείρου του Παππού ήταν και το περιβόλι στα Σκάσματα. Μεγάλο όσο έφτανε το μάτι, είχε μια φραγή από κυπαρίσσια κατά το νοτιά και στην άκρη ήταν χτισμένα τα σπιτούθκια, δύο ευρύχωρα δωμάτια με λουτρό και κουζίνα.
Στο ένα από αυτά έμενε ο γέρος ο Χρήστος με τη γυναίκα του, τη Δεσποινού. Όταν εγκαταστάθηκαν, έφεραν μαζί το ψηλό σκαλιστό κρεβάτι τους και μια παλιακή κασέλα σκαλισμένη σε ξεχωριστή τέχνη. Ήταν ένας σοβαρός μάστορας με λεπτό πρόσωπο και μεγάλες παλάμες που μ’ αυτές έχτισε έναν λοξό τοίχο σε μια γωνία και έφτιασε τσιμινιά για να ανάβει πυρά τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Τα δέντρα, απιδιές, ροδακινιές και μηλιές, μου φάνηκαν φτωχά όταν τα πρωτοείδα, μαθημένη από τα στιλπνά φυλλώματα του βουνού που γεννήθηκα. Όμως ο Παππούς τ’ αγαπούσε πολύ.
Μηλιά μου που σε πότιζα
κι είχες δροσιά κι αέρα —
σιγοτραγουδούσε και έβαζε μπρος τη γεώτρηση να τους ρίξει το πολύτιμο νερό.
― Να μην ξεράνουν, γιε μου, να μην τ’ αφήσετε άποτα όσο θα λείπω, μας είπε, εκείνο το πρωί του Ιουλίου που ο Μακάριος έστειλε στον Γκιζίκη τη μοιραία επιστολή.
Μέσα στο αυτοκίνητο, καθώς τον πηγαίναμε στο αεροδρόμιο να φύγει για το Λονδίνο, ακούγαμε το ΡΙΚ και νιώθαμε ικανοποιημένοι — ήταν καιρός να πάρει ένα μάθημα. Απόπειρες δολοφονίας, επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς, ξυλοδαρμοί, αυτά έπρεπε να σταματήσουν — ο Εθνάρχης ήταν τώρα στην αιχμή του δόρατος, η δικτατορία έπρεπε να πέσει.
Γυρίσαμε στη Λεμεσό — ήταν ο καιρός του τρύγου, χωρίς να ξέρουμε τι ετοίμαζε ο μεγάλος μηχανισμός. Όπως όλοι προχωρούσαμε στα καθημερινά μέχρι τη Δευτέρα 15 Ιουλίου. Από κει και πέρα δεν υπήρξε ησυχία: οι Τούρκοι ήταν προ των πυλών.
Μέσα στο άπλετο φως, σ’ έναν μικρό γιαλό, το Πεντεμίλι, διακόσια μέτρα μήκος… Εκεί η πρώτη ρωγμή και η συνέχεια της προδοσίας — ανύπαρκτη άμυνα —, από κει τα κύματα εφόδου, το κύμα του φόβου που με πλημμύρισε μαζί με το τρικύμισμα της ψυχής σαν γύρισα κατά την ανατολή και είδα τις ακτίνες που έφερναν πάνω στη νοητή ευθεία το τρομερό μήνυμα:
― Οι Τούρκοι στον Πενταδάκτυλο.
Ποιος το φώναξε πρώτος; Από πού το άκουσα; Θυμάμαι που πετάχτηκα έξω και απόρησα που στεκόταν ο ουρανός, ενώ ο Νάκης έκφρων έτρεχε να καταταγεί.
― Πού πας, παιδί μου; φώναξε η πεθερά μου και μετά ήμουνα μόνη, κλαίγοντας με λυγμούς στο γραφείο του. Και ύστερα τι; Λογαριάζω πως οι ώρες περνούσαν. Δεν βάλαμε τσουκάλι, με το μωρό στην αγκαλιά βγήκα στο δρόμο, ήταν και άλλες εκεί, και είδαμε δικούς μας στρατιώτες να τρέχουν προς τα τούρκικα. Ο Νάκης γύρισε· τον έδιωξαν γιατί δεν ήταν εκπαιδευμένος. Αρχίσαμε ν’ ακούμε το BBC — τώρα ξέρω πως ό,τι μετέδιδε υπήρξε ολέθριο για την Κύπρο: πως τάχα πήραν την Κερήνεια, πως θα βομβάρδιζαν τις πόλεις, πως θα γινόταν η απόβαση στη Λεμεσό. Μέσα στον πανικό η Σούλα, η κόρη της Θέας, σκούπισε το υπόγειο και μας φώναξε να πάμε, αλλά η Γιαγιά δεν έφευγε από το σπίτι· αργότερα κατάλαβα τη σοφία της.
Η μέρα προχωρούσε και η αγωνία μάς παρέλυε. Μέσα στη ζέστη πέρασαν στρατιώτες διψασμένοι· τους δώσαμε σταφύλια, οι κάσες ήταν κάτω από την καρυδιά. Ύστερα πάλι τα νέα: στην Ελλάδα, γενική επιστράτευση. Το απόγευμα έφτασε μ’ ένα ματωμένο δυσοίωνο χρώμα, ο ήλιος χαμήλωνε. Νόμιζα πως μύριζα την καμένη οροσειρά, τις ελιές, τα πεύκα, τα σκίνα, νομίζαμε πως ακούγαμε βόμβες, το BBC συνέχιζε τα ψέματα. Η μέρα τελείωνε με τρεις χιλιάδες Τούρκους στο περιορισμένο προγεφύρωμα. Οι δικοί μας αγωνίζονταν. Αλλά κατεύθυνση δεν υπήρχε. Εγκληματικές παραλείψεις ή σχεδιασμένη προδοσία; Τι σημασία έχει, αλίμονο σ’ αυτούς που χάθηκαν — μάχιμοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά και ο μαθητής που κατατάχτηκε κρυφά και σκοτώθηκε στον Άγιο Κασσιανό και θάφτηκε μαζί με σαράντα άλλους, χωρίς να ξέρουν ποιος είναι για να γράψουν στην πλάκα το τίμιο όνομα. Το τίμιο αίμα. Το αίμα του νηπίου που έτρεξε στα βράχια, όταν χτυπήθηκε στην αγκαλιά του Πατέρα του στη Λάπηθο και έγειρε κοντά στη σκοτωμένη μάνα, με πυροβολισμούς και λογχισμούς, θαμμένοι με τις μπουλντόζες, λαός μου..
Όμως τότε δεν ήξερα. Μόλις νύχτωσε κατεβήκαμε στο υπόγειο αδελφωμένοι μέσα στην υγρασία της γης. Το μωρό κοιμήθηκε στα χέρια μου. Μ’ έπιασε πανικός· η σκέψη ότι οι Τούρκοι μπορεί να πατούσαν τη Λεμεσό μου φάνηκε συμφορά βαρύτερη από κάθε θεομηνία· ήθελα να φύγουμε, να κρυφτούμε στα βουνά.
Το σκοτάδι προχωρούσε, οι ειδήσεις ήταν αντιφατικές. Τώρα γνωρίζουμε πως ο εχθρός περίμενε να ξημερώσει για να αποβιβάσει τα άρματα. Μέσα σ’ εκείνη τη νύχτα παίχτηκαν όλα. Αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήταν ουσιαστικά ακυβέρνητες; Αν πετούσαν στη θάλασσα τους νηστικούς και εξαθλιωμένους εισβολείς;
Αν, μα τώρα ο σιδερένιος κύκλος κοντεύει να κλείσει. Όταν ξημέρωσε ο θεός τη μέρα φύγαμε για το Κοιλάνι — κανείς δε σκέφτηκε το πότισμα. Όταν γύρισε ο Παππούς τα μισά δέντρα είχαν ξεράνει: αυτό που ήταν το περιβόλι δεν το ξαναείδα ποτέ. Αργότερα έγιναν κοντά οι προσφυγικές πολυκατοικίες — ένα παιδί, ο Βαρνάβας ερχόταν και βοηθούσε, οι γονείς του είχαν χαθεί στην εισβολή.
Εκεί που ήταν τα σπιτούθκια είναι τώρα ολόκληρη συνοικία και ακριβώς δίπλα περνάει ο νέος δρόμος Πάφου-Λεμεσού. Πριν πεθάνει ο Παππούς ήταν ήδη χαλασμένα· μια μεγάλη τρύπα έστεκε κατάμαυρη όταν ξαναπήγα μετά από καιρό.
Αλλά πριν χαθούν όλα, εγώ είχα γνωρίσει τον ανασασμό αυτής της γης και είχα δεχτεί στο πρόσωπό μου το έλεος μιας μικρής πνοής του Απρίλη.
― Γενεές έρχονται και πάσι, Γιε μου, μα η γη παραμένει εις τον αιώνα, είχε πει η μαυροντυμένη συγγενής εκείνη την Αγία Παρασκευή του 1982.
Η δική της γη, η δική μου, το σκαμμένο χώμα που δεχόταν το νερό και ανέβαινε σαν στήθος που ανασαίνει. Ανοιχτόχρωμο και τεφρό σαν τότε που φύτεψα στο μνήμα της Γιαγιάς τα λουλούδια και πότιζα και πότιζα κάτω από το απόλυτο φως, όμως η ψυχή μου δεν είπε να ξεδιψάσει. Γιατί οφείλω πολύ νερό ακόμη σ’ αυτά τα χώματα.
Η Μάγδα Τσιρογιάννη γεννήθηκε στη Μακρυνίτσα Πηλίου, μεγάλωσε στο Βόλο και ζει στην Αθήνα. Είναι συγγραφέας και έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και το χρονικό Χρονογραφία (1996). Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το νέο βιβλίο της με τίτλο Μαλαματένια.