Η Popaganda βρέθηκε στο SXSW 2017 για να καλύψει το φεστιβάλ και τις δραστηριότητες της ελληνικής αποστολής με την υποστήριξη (και ως αποκλειστικός media partner) της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα.
Ο Sasha Frere-Jones, ένας από τους σημαντικότερους μουσικοκριτικούς και σχολιαστές της ποπ κουλτούρας για τον 21ο αιώνα, γράφει συχνά ότι μας αρέσουν οι λίστες, απλούστατα, γιατί θέλουμε να βλέπουμε καταγραμμένες τις σκέψεις μας σε χαρτί ή οθόνη, έτσι ώστε να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν. Ακολουθώντας το τρένο της σκέψης του, ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τα «καλύτερα της χρονιάς» ίσως επειδή οργανώνουν τις αναμνήσεις μας, αλλά και για τα resolutions της επόμενης για να λειτουργήσουν ως σελιδοδείκτες της ζωής που έρχεται. Σε τέτοιες λίστες που δημοσιεύθηκαν τις πρώτες μέρες του 2017, στα μεγαλύτερα media (ηλεκτρονικά ή έντυπα) του πλανήτη, δέσποζε (ή υπονοούταν) πανταχού παρούσα μια φράση: social media diet.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το τελευταίο μεγάλο σημείο αναφοράς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρχε η ζωή πριν από αυτά. Και υπάρχει η ζωή μετά από αυτά. Το 2016 βρέθηκαν στο στόχαστρο. Δαιμονοποιήθηκαν ως το κάδρο που διαμορφώνει ένα περιβάλλον παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, πολύ πιο άμεσο σε σχέση με το παρελθόν, ενθαρρύνοντας ακραίες επιλογές – κάπου εδώ γράφονται οι λέξεις BRexit και Trump. Κάπως έτσι, οι NY Times, στους 11 Τρόπους για να Γίνεις Καλύτερος Άνθρωπος το 2017 συμβούλευαν να «αποφύγετε το ναρκοπέδιο των social media», ενώ το New York mag τρεις μέρες πριν αποχαιρετήσει το 2016 δημοσίευε έναν οδηγό για το «πώς θα διαγράψετε μόνιμα το Facebook».
Όπως κι εσείς, έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόσο κακό μας κάνουν τα social media, ειδικά όλους εμάς που «ζούμε εκεί μέσα» με τη δικαιολογία ότι «δουλεύουμε εκεί μέσα». Όπως, ίσως, κι εσείς, σιχαίνομαι τις θεωρίες συνωμοσίας που στο Facebook είναι περισσότερο νόρμα παρά ανωμαλία. Όμως αυτή η σπουδή να γίνουμε πιο συνειδητοποιημένοι χρήστες της κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά όταν επικοινωνείται ως τάση από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, δεν είναι και τόσο αθώα.
Είναι και μια ομολογία…
«Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι την πατησαμε, γιναμε όμηροι του νεαρού κυρίου Μαρκ Ζάκερμπεργκ».
Βρίσκομαι στον τέταρτο όροφο του ξενοδοχείου Hyatt στο Όστιν του Τέξας για να παρακολουθήσω το πάνελ που με συγκινεί περισσότερο απ’ όλα όσα φιλοξενεί το SXSW 2017.
«Ο Πόλεμος των Media: Πλατφόρμες vs. Εκδότες vs.Influencers».
Για να το κατανοήσετε καλύτερα, μπορείτε να αντιστοιχίσετε τα τρία «εμπόλεμα μέρη» στο Facebook, την Popaganda κι εκείνον τον ενοχλητικό (ή μη) celebrity (ή μη) που ζητά την προσοχή σας προωθώντας προϊόντα, γεγονότα και υπηρεσίες μέσω των social media συχνά «ξεχνώντας» να σας ενημερώσει ότι το κάνει επί πληρωμή (ενώ ένα hashtag #sp – sponsored post θα έλυνε όλες τις απορίες). Δεν χρησιμοποιώ ως παράδειγμα «επιδραστικού» κάποιον blogger, γιατί στην Ελλάδα μόλις έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα – χτύπησε το τηλέφωνο από κάποιο μέσο – απλά εξαφανίστηκαν.
Για το θέμα συζητάνε ο Harry McCracken (βραβευμένος tech editor), o Mark Schaefer (blogger, καθηγητής, μάρκετινγκ γκουρού και συγγραφέας 4 best sellers), ο Jacob Tulsky (διευθυντής εταιρείας ψηφιακού μάρκετινγκ), ενώ τη βαθιά βρετανική προφορά που πρέπει να έχει κάθε πάνελ που σέβεται τον εαυτό του προσφέρει η Jessica Best μαζί φυσικά με τις γνώσεις από τη θητεία της στη δημοσιογραφία και τώρα πια στο Blendie, μια συνδρομητική πλατφόρμα που σου σερβίρει τις ιστορίες που θες από τα σημαντικότερα ΜΜΕ στον κόσμο χωρίς διαφημίσεις και λοιπούς εμπορικούς περισπασμούς. Τα ονόματά τους δεν έχουν και τόση σημασία, θα τα έχετε ξεχάσει σε λίγα δευτερόλεπτα.
Προσπαθούν να βρουν τη χρυσή τομή συνύπαρξης των τριών «παικτών», καταλήγοντας διαρκώς στο συγκαταβατικό συμπέρασμα ότι για όλους υπάρχει χώρος κι ότι ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον. Δίνεται η πιο σύντομη εξήγηση της λειτουργίας του Facebook («προσελκύει κόσμο/ τον κρατάει/ παίρνει τα δεδομένα τους/ τα μετατρέπει σε διαφημίσεις»), τονίζεται η βασική αδυναμία/ παγίδα του («θέλει το περιεχόμενο, αλλά αρνείται να πάρει την ευθύνη του»), κι εκφράζεται η μεγάλη αγωνία των εκδοτών («πρέπει να δούμε πώς θα καταφέρουμε να υποστηρίξουμε το δωρεάν περιεχόμενο σε μια εποχή που οι αναγνώστες δε θέλουν απαραίτητα να επισκέπτονται την ιστοσελίδα σου»). Περιγράφεται ο νέος ρόλος των δημοσιογράφων («οφείλουν να νοιάζονται και να προωθούν το περιεχόμενό τους, όχι ποστάροντας την καθημερινή τους ρουτίνα αλλά καθαρά πρωτογενή γεγονότα που κατόπιν θα επιμεληθούν στα sites») κι εξηγείται η εμφάνιση των «επιδραστικών» στο προσκήνιο («είναι άνθρωποι που εμπιστευόμαστε, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικοί για τα brands – σπάνε τον τοίχο που τους χωρίζει από τον καταναλωτή»).
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο ή, αν θέλετε, η Ελένη αυτού του μιντιακού Τρωικού πολέμου, είναι ότι το Facebook έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί υποστηρικτικά. Πια, ως media, είμαστε λίγο ή πολύ εξαρτημένοι απ’ αυτό, είτε μιλάμε για ένα μικρό ανεξάρτητο start up όπως η Popaganda είτε για έναν κολοσσό όπως οι Times. Γίνεται όλο και πιο inclusive, πριμοδοτεί το content που φτιάχνεται αποκλειστικά γι’ αυτό, έχει μειώσει δραματικά το μοίρασμα εξωτερικών links που δεν είναι χορηγούμενα. Με εργαλεία όπως π.χ. τα instant articles σε καλεί να μη φύγεις ποτέ από εκεί, αφού σου μαζεύει, με αμφιλεγόμενο τρόπο, ότι χρειάζεσαι στο feed. Κι, εν τέλει βγάζει ατελείωτους ωκεανούς δολαρίων που εν πολλοίς στηρίζονται στο κύρος, το περιεχόμενο και την αξιοπιστία των εκδοτών. Ίσως και γι’ αυτό τελικά, αγαπητοί συνωμοσιολόγοι, οι τελευταίοι μας λένε ότι «θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι αν εγκαταλείψουμε τα σόσιαλ μίντια»…
Φυσικά, το πάνελ δε λύνει το θέμα. Δεν το περίμενε και κανείς άλλωστε. Είναι όμως πολύ ενδιαφέρουσα μια στιχομυθία που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το διά ταύτα. Κάποια στιγμή, ο Schaefer με αμερικάνικο αβανταδόρικο τρόπο, θέλοντας να υποστηρίξει ότι τα παραδοσιακά μίντια ακόμε μετράνε, ρωτάει πανελίστες και κοινό:
– «Ξέρει κανείς γιατί έκανε εκατομμύρια πωλήσεις το τελευταίο μου βιβλίο;»
(Σιωπή)
– «Όχι γιατί το έβαλα στο Snapchat, το Twitter ή το Facebook, αλλά γιατί το έβαλα στην τηλεόραση, στο Daily Show».
Η αίθουσα ξεσπάει σε γέλια και χειροκροτήματα. Μόλις κοπάζουν, η Jessica Best απαντά δειλά και φλεγματικά:
– «Πολύ καλά κάνατε, απ’ ότι φαίνεται πέτυχε. Αυτό δεν αλλάζει ότι η Google και το Facebook ελέγχουν το 75% της ψηφιακής διαφήμισης. Κι έχουν επίσης όλα τα δεδομένα που χρειάζονται για να μεγαλώσουν το ποσοστό τους»
Τα Δεδομένα. Τα Μεγάλα Δεδομένα. Αν τα Fake News ήταν η έννοια-κλειδί του 2016 και το Post Truth η λέξη της χρονιάς σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, τότε βάζω τα λεφτά μου στα Big Data για το 2017. Σίγουρα, ήταν πάντως η φράση που ακούστηκε περισσότερο στα πάνελ του SXSW 2017. Με τον όρο εννοούμε τις τεράστιες ποσότητες δεδομένων που συλλέγονται από τα ίχνη που αφήνει η ψηφιακή μας δραστηριότητα και περιπλέκονται/επεξεργάζονται ούτως ώστε να σχηματίζουν αλγορίθμους που καθορίζουν καταναλωτικά πρότυπα, πολιτικά trends και συμπεριφορικές συσχετίσεις. Σε big data βασίζεται προφανώς το ιερό δισκοπότηρο της εποχής μας, ο αλγόριθμος του Facebook – μια εφαρμογή των big data είναι και το γεγονός ότι αν είστε στρέιτ άνδρες λίγες ώρες αφ’ οτου νιώσετε ευτυχισμένοι στην τοποθεσία Porn Hub σκάει friend request από κορίτσι με μεγάλα στήθη, τρία ονόματα και λίγα ρούχα (χωρίς μάλιστα να έχετε κοινούς διαδικτυακούς γνωστούς).
Το φιλοσοφικό ερώτημα για τα Μεγάλα Δεδομένα είναι ανάλογο εκείνου που κάποτε, πιο αθώοι, συζητάγαμε στα αμφιθέατρα της ΑΣΟΕΕ: το μάρκετινγκ δημιουργεί ή ικανοποιεί ανάγκες; Στο SXSW συζήτησαν αρκετά για τον φασισμό των big data – για την αυθαιρεσία στην επεξεργασία τους που μπορεί είτε να χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει προϋπάρχοντα συμπεράσματα είτε για να προκαλέσει κι όχι να εξηγήσει συμπεριφορές. Π.χ. όταν μια εταιρεία πολιτικού μάρκετινγκ σχηματίζει το ψυχομετρικό προφίλ σου και σου σερβίρει συνεχώς ειδήσεις που σε βοηθούν να γίνεις από θυμωμένος με το σύστημα, ψηφοφορος της Χρυσής Αυγής , για να εξελληνίσω λίγο άτσαλα το παράδειγμα της Cambridge Analytica που μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Κι αυτό είναι μια κουβέντα που θα μας απασχολήσει ακόμα πιο πολύ τώρα που οι πλατφόρμες αναγκαστικά παίρνουν μέτρα για την διασπορά ψευδών ειδήσεων. Οι υπηρεσίες fact checking είναι το «νέο μιντιακό μαύρο», το Facebook και η Google πια δε θα τροφοδοτούν με διαφημίσεις apps και sites που έχουν ψευδές περιεχόμενο (όσα χωριά στα Σκόπια πλούτισαν, πλούτισαν), το δε Facebook μάλιστα προσλαμβάνει πια δημοσιογράφους για να διασταυρώνουν την αλήθεια.
Στα πάνελ του SXSW 2017 διερεύνησαν ακόμα το μέλλον της Νοημοσύνης (μέσα από το συνδυασμό Ανθρώπινης και Τεχνητής – είναι η βιολογία άλλος ένας κώδικας που απλά μπορεί να προγραμματιστεί;), ο cyberpunk γκουρού Bruce Sterling υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει στη λογοτεχνία και μίλησε για το «μέλλον που δεν έχει συμβεί ακόμα» εισάγοντας την έννοια της μεταϊδιωτικότητας (post-privacy world – «πια ούτε η CIA μπορεί να αισθάνεται ασφαλής»), προσγείωσαν το σινεμά στο δικό του κοντινό μέλλον της εικονικής/ επαυξημένης πραγματικότητας, έψαξαν πόσο η όψιμη μανία με το foodporn έχει αλλάξει τη διατροφή μας, έδωσαν δημοσιογραφική διάσταση στα stories που πια μας κατακλύζουν σε κάθε κοινωνικό δίκτυο – προτείνοντάς τα ως απόλυτο εργαλείο άμεσου ρεπορτάζ, προέβλεψαν ότι το iMessage θα είναι το νέο χρυσωρυχείο του μάρκετινγκ, ασχολήθηκαν με το σύγχρονο αμλετικό ερώτημα: να ταϊζει κανείς τα τρολ ή να μην τα ταϊζει; Kι αναρωτήθηκαν αν έχει φτάσει η ώρα που θα παραγγέλνουμε ποτό από το πουκάμισό μας...
Αλλά, ίσως όλα αυτά δεν έχουν και τόση σημασία αφού…
Η Popaganda βρέθηκε στο SXSW 2017 για να καλύψει το φεστιβάλ και τις δραστηριότητες της ελληνικής αποστολής με την υποστήριξη (και ως αποκλειστικός media partner) της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα.