1.
Έκλεισα τα παράθυρα και πόρτες
να μη διαχύνεται η πόλη στην αυλή.
Και τη μαζεύω κάτω απ’το κρεβάτι,
μέσα στο ερμάρι, πίσω από τα κάδρα,
στην κατσαρόλα του ατμού, στις δίπλες των βιβλίων.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Ερμής 1982.
2.
Μια συλλογή από φωτογραφίες της Αμμοχώστου, καρτ ποστάλ και κάποιες παλιές ταινίες ήταν η αιτία για να αρχίσει αυτή η δουλειά. Ανακαλύπτοντας τις φόρμες της αρχιτεκτονικής των Οικονόμου, Φιλίππου, Τουμαζή, Νεοπτόλεμου μέσα σε μια παρέλαση παραλιακών κτηρίων της πόλης και τη μοναξιά της ακινησίας που γεννά καμιά φορά ο σύγχρονος πολιτισμός μας, οδηγηθήκαμε στο να καταλάβουμε ότι όλος αυτός ο όγκος τσιμέντου πάνω σ’ αυτή την τόσο λεπτή γη —παραλία Βαρωσιών— είναι τελικά ένα όχι άψυχο αλλά οργανικό κατασκεύασμα.
Βλέποντας τις καρτ ποστάλ έρχονται μνήμες ευημερίας και ευτυχίας. Μνήμες για το πώς ήταν το αστικό τοπίο και για το πώς κάποιοι πορεύονταν και απολάμβαναν μια σύγχρονη τότε πόλη. Φεύγοντας από αυτό το ρόλο του ενσταντανέ ερχόμαστε σε μια απεικόνιση του αστικού τοπίου που ορθώθηκε πάνω σε ένα κατάλοιπο της Αρσινόης (μιας αρχαίας πόλης που χτίστηκε το 247 π. Χ. από τον Πτολεμαίο Φιλάδελφο προς τιμή της αδελφής του).
Δημιουργείται ένα παζλ από πλαστικές φόρμες που έχουν χάσει τη γεωμετρία τους και συναρμολογούν μια ταινία μικρού μήκους της εποχής. Η αφήγηση συνεχίζει πέρα από τον μελό χαρακτήρα της μόνης-μονής εικόνας, γίνεται διπλή, σε κοιτάει πότε αυτή, πότε εσύ ή και τα δυο. Πολλές φορές συμπορεύεται με στοιχεία όπως ο αέρας, ο καπνός και το υγρό στοιχείο.
Έχει σπάσει το ρομαντικό έπος αναπαράστασης που κυριαρχεί στην απεικόνιση της μνήμης, σε κομμάτια ελεύθερης γραφής. Βιώνεται η φόρμα η οποία ερχόμενη από την τοπιογραφία επιλέγει να συναναστραφεί μαζί σου ή να καταλάβει λίγο από το χώρο σου. Η προσωπική και ιδιαίτερη χρήση των διαχρονικών υλικών (λάδια-ηλεκτρισμός-κάρβουνο-ακρυλικά) βοηθά στο πέρασμα από ένα μελοδραματικό παρελθόν στο σύγχρονο όπου μετέχει ο θεατής σε μια εικόνα τρυφερότητας και καταστροφής όπου η χρονική στιγμή αναιρείται, ανατρέπεται, ανάγεται σε σύνθεση. Νιώσε το στατικό παρελθόν.
Η Αμμόχωστος δεν είναι το κουφάρι μιας νεκρής πόλης αλλά μια μούσα. Είναι μια πόλη μαγική και ας έχει αποκτήσει τη συνήθεια να ζει χωρίς εμάς.
Στέφανος Καράμπαμπας, 2011.
3.
Από το 2003 με το που άνοιξαν οι δρόμοι ένιωσα την ανάγκη να γνωρίσω όλα αυτά που ως τότε μας ήταν εντελώς απαγορευμένα. Ξεκίνησα μια περιπατητική δουλειά στην πόλη της Λευκωσίας όπου μεγάλωσα και όπου ζω, σχεδιάζοντας, φωτογραφίζοντας και παίρνοντας συνεντεύξεις. Ήταν για μένα ένας τρόπος να ανακαλύψω και το άλλο μισό και να συνδιαλαγώ μαζί του.
Με την Αμμόχωστο ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Μεγάλωσα ως Βαρωσιώτισσα μια που η καταγωγή της μητέρας μου είναι από την Αμμόχωστο, χωρίς όμως να έχω βιώματα της πόλης μια που γεννήθηκα λίγους μήνες πριν τον πόλεμο. Επισκέφτηκα την περιοχή πολλές φορές, στάθηκα στην παραλία κοιτάζοντας τα εγκαταλειμμένα κτήρια, κολύμπησα στα νερά της, ως το επιτρεπόμενο σημείο, οδήγησα γύρω γύρω την περιφέρειά της. Φωτογράφισα κρυφά, αφουγκράστηκα. Η εικόνα της ολοκληρωτικής εγκατάλειψης με καταπλάκωνε κάθε φορά, το συρματόπλεγμα που την περιτριγυρίζει με κρατούσε σε απόσταση, δε μπορούσα να καταλάβω την πόλη, να αποκτήσω μια σχέση με αυτήν.
Άρχισα τότε να ψάχνω τις εικόνες της εποχής όταν η Αμμόχωστος ήταν ακόμη μια πόλη ελεύθερη. Από κάποια άλμπουμ φωτογραφιών που κατάφεραν να περάσουν την γραμμή, από παλιές οικογενειακές ταινίες σούπερ 8 και καρτ ποστάλ της εποχής.
Η συνεργασία με τον Στέφανο ήρθε φυσικά, τον γοήτευσαν εξίσου οι εικόνες της πόλης. Λειτουργήσαμε μαζί δημιουργικά, έκτιζε ο ένας μετά τον άλλο την εικόνα. Αυτό βοήθησε στην αναίρεση του προσωπικού καθώς και την απομάκρυνση από το βάρος της Ιστορίας.
Ανακαλύψαμε μια κοινωνία αστική, προοδευτική, με χιούμορ, με ιδιάζουσα σχέση πάθους σε ότι αφορά τη θάλασσα και τις τέχνες. Η σημερινή εικόνα των ξεκοιλιασμένων γκρίζων κτηρίων άρχισε να χρωματίζεται και η πεθυμιά, η αγάπη για την πόλη να αποκτά νέα οντότητα και καινούριο νόημα.
Τα στιγμιότυπα της ζωής της Αμμοχώστου αποτυπώθηκαν μνημειακά όχι σαν σκίτσα σε χαρτί ή σαν επεξεργασμένες φωτογραφίες αλλά με λάδι σε καμβά ένα υλικό που έμοιαζε να ταιριάζει με την εποχή και το τι υπήρξε και δεν είναι πια. Η κοπιαστική μεταφορά με κάναβο της καρτ ποστάλ ή της φωτογραφίας στο μεγάλο μέγεθος επέτρεπε τον χρόνο της παρατήρησης του χώρου και δημιουργούσε μια ψευδαίσθηση παρατήρησης εκ του φυσικού.
Οι επεμβάσεις πάνω στις επιλεγμένες εικόνες και οι υπόλοιπες μελέτες, κολλάζ και απλές κατασκευές, λειτούργησαν ως αναίρεση της χρονικής απόστασης και γεφύρωσαν κατά κάποιο τρόπο το κενό του βιώματος. Μας βοήθησαν συγχρόνως να αποδώσουμε την παιχνιδιάρικη διάθεση της κοινωνίας της πόλης.
Οι οριζόντιες γραμμές μας έδωσαν ένα βήμα απ’ όπου να μπορούμε να εισχωρήσουμε στο χώρο, και τα κυκλικά γεωμετρικά σχήματα σαν κέντημα, σαν αέρας, μας επέτρεψαν να διανύσουμε ξανά την εικόνα με μια ποιητική διάθεση.
Η δουλειά λειτούργησε και ως ένα σύγχρονο τελετουργικό κάθαρσης και επανασύνδεσης με τον τόπο. Συλλαμβάνοντας την πόλη μέσω του αρχειακού υλικού και αποδίδοντας σήμερα με σύγχρονο τρόπο, τη ζωή της, μπορέσαμε να τη βιώσουμε και να συνδεθούμε με αυτήν.
Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη μας γοήτευσε και την νιώσαμε πολύ κοντά μας. Οι στίχοι των ποιημάτων του ήρθαν και συνάντησαν τα έργα μας με φυσικότητα και ευχαριστούμε τον ποιητή που τόσο απλόχερα μας ενθάρρυνε να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις του τόσο στους τίτλους των έργων όσο και στη Σύλληψη της Πόλης.
Κατερίνα Ατταλίδου, 2011.