Η Popaganda στο Βερολίνο: Η 3D «πατάτα» του Wim Wenders

Πίσω στα χρόνια που το 3D ήταν στα χάι του, κι ολόκληρη η χολιγουντιανή βιομηχανία το πούσαρε ανηλεώς ως τον μόνο τρόπο να σωθεί απ’ την πειρατεία, μοστράροντας ως εγγύηση επιτυχίας τη χλαπαταγή που ήταν τα (σίγουρα ελαφρώς φουσκωμένα) νούμερα του Avatar (2009), το μόνο γαλατικό χωριό που έμενε να αντιστέκεται στο να αλλάξει τις μηχανές προβολής του, ήταν οι art house σινεμάδες. Τι άλλο να κάνουν λοιπόν οι στουντιάδες, απ’ το να ετοιμάσουν μια τρισδίαστατη art house βόμβα μεγατόνων; Κι έτσι μπήκε στο παιχνίδι ο Wim Wenders, που ειχε ξεκινήσει στα τέλη των ’00s ένα project για την Pina Bausch, αλλά ο ξαφνικός θάνατος της σπουδαίας χορογράφου τους το άφησε μισό, κι έτσι βρήκε ωραία ευκαιρία, αντί για την ίδια την Bausch, να κανει ένα ντοκιμαντέρ για τις χορογραφίες της.

Έτσι εγέννετω το Pina (2011), όλως τυχαίως την ίδια χρονιά με το Cave of Forgotten Dreams, το πρώτο 3D ντοκιμαντέρ του Werner Herzog. Το οποίο Pina βέβαια δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ιδανικό demo reel για τους πλασιέδες του 3D να πουλήσουν μηχανήματα στους art-house κινηματογράφους: ένα StreetDance 3D (2010) για κουλτουριάρηδες, όπου ο Wenders μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα σε αμφιβόλου σκηνοθετικής ευστοχίας χορογραφίες, και ομιλούντες κεφαλές χορευτών που τις εκτελούν, να λένε κουλαμάρες του στιλ «χόρευε για την αγάπη» που τους έλεγε η δασκάλα τους, αποπνίγοντας όποια ελπίδα είχες να μάθεις και κάνα δυο πράγματα για τον τρόπο που γυρνούσαν τα γρανάζια της τεράστιας Γερμανίδας.

Η ταινία σπρώχτηκε ανελέητα στο κοινό που αφορούσε, τουτέστιν κυρίως θεατές που ήταν ζωντανοί για να θυμούνται και την προηγούμενη (λιγότερο αποτυχημένη τότε) εισβολή του 3D στο σινεμά τη δεκαετία του ’50, όσες απ’ τις οι art house αίθουσες είχαν το λίπος για ν’αντέξουν, έκαναν τη βουτιά κι αγόρασαν τα μηχανήματα, αλλά στο μεταξύ οι στουντιάδες κατάλαβαν πως ούτε η τρίτη διάσταση θα τους σώσει. Ήδη μεγάλοι σκηνοθέτες του ενήλικου Hollywood όπως ο Christopher Nolan κι ο Daren Aronofsky είχαν αδειάσει το 3D απορρίπτοντάς το απ’ τις κάμερές τους, κι οι τρισδιάστατες αρπαχτές περιορίστηκαν στα σιγουράκια των blockbusters. Κι έτσι, εντελώς ξαφνικά, εμφανίζεται ξανά στην κούρσα ο Γερμανός φίλος.

Σαν απομεινάρι από όρους συμβολαίου για το διαφημιστικό του 3D (απ’ αυτά που κάνουν οι στουντιάδες και λένε ότι για να κάνεις την τάδε ταινία, θα κάνεις κι άλλες δυο δικές μας), η επιστροφή του Wenders στη μυθοπλασία ερχεται σαν ταφόπλακα με τ’ όνομά του, κι η προσπάθεια του Γερμανού, μετά το ντοκιμαντέρ, να εισάγει την τρίτη διάσταση και στην δραματική μυθοπλασία, μονάχα δραματικές συνέπειες σε ό,τι εχει απομείνει απ’ την υπόληψή του φέρνει. Σαν αποτυχημένη προσπάθεια αναπαραγωγής της ατμόσφαιρας του David Lynch, ο τόνος που έχει επιλέξει για την ταινία του ο κάποτε μεγάλος σκηνοθέτης ειναι τόσο ασύνδετος όσο ειναι μεταξύ τους τα πλάνα, οι διάλογοί του βγαίνουν σαν ακραίες ασκήσεις κουλαμάρας απ’ τα παραμορφωμένα απ’ την υπερπροσπάθεια στόματα των ερμηνευτών του, κι ο φουκαράς ο James Franco στον πρωταγωνιστικό ρόλο (συγγραφέα που προσπαθεί να συμβιβαστεί με το γεγονός οτι σκότωσε ένα ανήλικο σε αυτοκινητιστικό κι αυτο τον άφησε στεγνό συναισθημάτων), ειναι πραγματικά για λύπηση, έτσι όπως δείχνει να έχει πέσει σε πραγματική κατατονία, μάλλον απ’ το σοκ των όσων ζούσε στο πλατώ.

Τη γενικότερη σκηνοθετική αδιαφορία που επιδεικνύει ο Wenders προς το σεναριακό του υλικό, χώνοντας στη δραματουργία νεκρούς χρόνους με φουσκωμένα σύννεφα να ρίχνουν κεραυνούς στο βάθος, και άσχετα κοντινά σε κεφάλια που λένε αρλούμπες για να έχει καιρό να τα δείξει να αιωρούνται στην αίθουσα, την επιβαρύνει κι η ολότελα παράταιρη παλέτα που διαλέγει: τιγκάροντας την εικόνα στα θερμά χρώματα μπας και ρεφάρει την έμφυτη σκοτεινιά του τρισδίαστατου χωρίς να κάψει την εικόνα ανεβάζοντας φωτεινότητα, ο Wenders πνίγει την ταινία του σε μια παραμυθίλα πιο πηχτή κι απ’ αυτή τη Σταχτοπούτας του Branagh, και καταλήγει να αποδεικνύει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, πως άμα η ταινία σου δε βλέπεται εξ’ αρχής, μια τρίτη διάσταση δεν πρόκειται να τη βοηθήσει σε τίποτα. Ίσως και να πουλήσει μερικές τηλεοράσεις παραπάνω βέβαια, άμα την κόψεις για αποσπάσματα στις εκθέσεις.

Η Popaganda βλέπει το Βερολίνο σε 3D, με την υποστήριξη της Aegean Airlines.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης