Η Popaganda στο Λονδίνο: Το Ratter θα σε κάνει να πετάξεις τα gadgets σου στον Τάμεση

Στο Rear Window / Σιωπηλός Μάρτυρας (1954), ο Alfred Hitchcock εκτός από το να παραδώσει ένα ανεξίτηλο μάθημα στις τεχνικές του σασπένς και του μυστηρίου, άφησε παρακαταθήκη κι ένα απ’ τα πιο εύγλωττα παραδείγματα για την voyer-ιστική φύση της σχέσης του κινηματογράφου με τον θεατή: όπως ο James Stewart παρακολουθούσε μέσα απ’ τον τηλεφακό του τους γείτονές του για να γεμίσει τον νεκρό χρόνο του με τις ζωές των άλλων, έτσι κι εμείς, απέναντι απ’ την κινηματογραφική οθόνη, αντλούμε χαρά, λύπη, ένταση, ή ανακούφιση από τις ιστορίες αγνώστων. Τους οποίους γνωρίζουμε, παρακολουθώντας τους μέσα από ένα παράθυρο του οποίου την ύπαρξη εκείνοι αγνοούν, αλλά σ’ εμάς επιτρέπει να περνάμε απ’ το μικροσκόπιο τις πιο μύχιες στιγμές τους. Όταν κάτι πάει στραβά όμως, σε αντίθεση με τον καθηλωμένο Stewart που ήταν ανήμπορος να βοηθήσει, εμάς δεν μας καίγεται καρφί. Και λογικό: δεν είναι αληθινοί άνθρωποι, είναι απλώς κάτι τύποι σε μια οθόνη.

Αυτή η φυσιολογική αποστασιοποίηση έχει εισβάλει μ’ έναν νοσηρό τρόπο στην ανθρώπινη κατάσταση, απ’ όταν μπήκε στην καθημερινότητά μας ένα άλλο παράθυρο: αυτό που μας δίνει άμεση και συνεχή πρόσβαση αν όχι ακριβώς στις ζωές των άλλων, τουλάχιστον στις παράλληλες, των cyber προσωπικοτήτων τους. Πόσους φίλους έχεις στο κοινωνικό σου δίκτυο, πόσους ξέρεις στην πραγματική ζωή, και για πόσους θα θλιβόσουν πραγματικά αν γλιστρούσαν ας πούμε στην κουζίνα; Ή αν τους χτύπαγε ένα λεωφορείο; Κι όμως, παρακολουθείς τη ζωή τους –ή αυτό που απεικονίζουν ως ζωή τους–, αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, τότε απλά επειδή είναι εκεί, προσβάσιμη. Σα να περνάς από ένα παράθυρο, και να ρίχνεις μια ματιά να δεις τη θέα. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, κι αυτοί κάνουν το ίδιο μ’ εσένα: δεν σε ξέρουν, αλλά ξέρουν για ‘σένα. Μαθαίνουν πού συχνάζεις, διαβάζουν τι διαβάζεις, βλέπουν τις φωτογραφίες που ανεβάζεις, τα βίντεο που ποστάρεις, τις αναμνήσεις που μοιράζεις. Τι θα γινόταν όμως, αν έβλεπαν κι αυτά που δεν θέλεις να δουν; Αν έχανες τον έλεγχο που αισθάνεσαι πως έχεις;

Το Ratter, το τρομερό κινηματογραφικό ντεμπούτο του Brendan Kramer, βάζει αυτή τη λίγη έξτρα τεχνοφοβική παράνοια που λείπει απ’ την καθημερινότητά σου, παίρνοντας το όνομά του απ’ αυτήν την underground κοινότητα κυβερνομπαμπούλων, που φυτεύουν τα Remote Access Trojans (RATs) σε ανυποψίαστους χρήστες, για να χακάρουν, να υποκλέψουν και να ανταλλάξουν όχι μόνο τους κωδικούς και τα στοιχεία, αλλά τις στιγμές σου σε ψηφία: από τα αρχεία που έχεις στο σκληρό ή στο κινητό σου, μέχρι την ίδια τη χρήση της κάμερας σ’ όλες αυτές τις συσκευές που έχεις να σε κοιτάζουν όλη μέρα. Εν προκειμένω, ο ratter βάζει στο μάτι του την Emma.

Η Emma είναι ένα εικοσάχρονο κορίτσι, μια νεαρή, νόστιμη φοιτητριούλα, που μόλις έφτασε στη Νέα Υόρκη. Έχει πίσω της έναν άσχημο χωρισμό, μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον, και στο ευρύχωρο διαμέρισμά της, της βασικές, απολύτως απαραίτητες ηλεκτρονικές συσκευές: ένα κινητό, ένα λάπτοπ, ένα κάτι σαν Kinect. Κάνει Skype με τη μάνα της, στέλνει βίντεο στις φιλενάδες της, προβάρει τις πιρουέτες της στο σαλόνι. Επίσης, κοιμάται με το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι της, το παίρνει μαζί της όταν πάει στην τουαλέτα, βάζει το λάπτοπ να της παίζει μουσική στο μπάνιο όταν ξυρίζεται. Λαμβάνει μηνύματα στον τηλεφωνητή της απ’ το πανεπιστήμιο, για εκείνη τη φοβερή προπτυχιακή ευκαιρία. Τσατάρει μ’ εκείνο το αγόρι που της αρέσει. Και χωρίς να το ξέρει, όλα όσα κάνει, όσα λέει, όσα γράφει, καταγράφονται. Από τον cyber-stalker της. Ο οποίος, βέβαια, την θέλει όλη δική του.

Εντυπωσιακό στη σύλληψη, όσο και στην εκτέλεσή του, το φιλμ του Kramer είναι στημένο αποκλειστικά στις οπτικές των τριών συσκευών που έχει στο σπίτι της η Emma (και σχεδόν οποιοδήποτε κορίτσι της ηλικίας της), πράγμα που βοηθά στο χτίσιμο μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας όχι ακριβώς στην γεωγραφία του χώρου (οι σκηνές από το κινητό που βγαίνει βόλτα με την Emma βοηθούν το μάτι σου να πάρει ανάσες), αλλά στην εγγύτητα του θεατή ως προς το αντικείμενό του. Η αναμφίβολα αξιοχάζευτη Ashley Benson (που θα θυμάσαι απ’ το Spring Breakers) κουβαλάει ολόκληρη την ταινία στις πλάτες της με εξαιρετική άνεση κι αμεσότητα, κι αυτό διευκολύνει τον Kramer να γειώσει την ταινία του σ’ έναν λιτό ρεαλισμό, γύρω απ’ την απλότητα και τη φυσικότητα με την οποία στήνεται, και σφίγγει σταδιακά, ο κτητικός κλοιός του σκοτεινού θαυμαστή της: ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τις μικρές πληροφορίες, τα μυστικά και τις φοβίες της, για να την αποκόψει και να την απομονώσει, αποκτούν αυτήν την πειστικότητα που χρειάζονται ακριβώς χάρη στον τρόπο με τον οποίο αποδίδει τις μεταστροφές του χαρακτήρα της η Benson.

Το μεγάλο αστέρι της ταινίας βέβαια είναι η Shelbey Siegel, που με το μοντάζ της δίνει ροή και σύνταξη στην οπτική γλώσσα του Kramer, υπογραμμίζοντας τις προεκτάσεις του σεναρίου σε μια κοινωνία που φαίνεται να ζει πια περισσότερο στο ψηφιακό σύννεφο παρά στο αληθινό έξω κόσμο. Παρά την εξαιρετική ευστοχία στην εξασφάλιση της συνοχής της ιστορίας όμως, η Siegel δεν καταφέρνει να βοηθήσει ιδιαίτερα όταν η ταινία ξεμένει από πλοκή περίπου στα μισά της, κι ο Kramer, που υπογράφει κείμενο κι εικόνα, απογοητεύει όταν αποκαλύπτει πως δεν έχει πουθενά αλλού να πάει την ταινία του απ’ την ελαφρώς διδακτική, εκφοβιστική ιστορία γνώσης και συμμόρφωσης, ο βαθμός του ρεαλισμού της οποίας εξαρτάται απ’ το το βαθμό της τεχνοφοβίας που κουβαλάει ο κομπιουτεράς φίλος σου. Ακόμη κι έτσι όμως, αντιλαμβάνεται γρήγορα το βάλτωμα, κι ανεβάζει τους ρυθμούς στο μέγιστο για να σε καρφώσει με τα μούτρα σ’ ένα φινάλε με αρκετή ένταση να το θυμάσαι για καιρό. Ή τουλάχιστον μέχρι την επόμενή του ταινία, που μετά από τέτοιο ντεμπούτο, θα θες να την περιμένεις με μια κάποια αγωνία.

Η Popaganda ψάχνει για smartphones στον πάτο του Τάμεση, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης