Το 2010 ο Mosab Yousef αποκάλυψε ότι για σχεδόν μία δεκαετία ήταν διπλός πράκτορας του Ισραήλ, μεταφέροντας κρίσιμης σημασίας πληροφορίες για τις δραστηριότητες των Παλαιστίνιων στην αντιτρομοκρατική ομάδα της Shin Bet. Η συνεισφορά του απέτρεψε δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις και πολιτικές δολοφονίες, ενώ οδήγησε στην σύλληψη δεκάδων πυρήνων της Hamas. Ο Mosab είναι ο αποκυρηγμένος πια γιος του ιδρυτικού και πλέον επιφανούς στελέχους της Hamas, του Ιμάμη Hassan Yousef. Είναι ο αποκηρυγμένος πια γιος της Hamas της ίδιας. Η κωδική του ονομασία ήταν Ο Πράσινος Πρίγκιπας.
To 2010 η ιστορία του έγινε best-seller και το 2014 τα απομνημονεύματά του έγιναν το τρίτο ντοκιμαντέρ του Nadav Shirman, που με το The Champagne Spy ερευνούσε τη δυναμική της σχέσης ενός νεαρού που ανακάλυψε ότι ο πατέρας του ήταν κατάσκοπος στη Mossad και με το In the Dark Room μελετούσε το πώς είναι να είσαι η κόρη και η σύζυγος του νούμερο ένα επικυρηγμένου τρομοκράτη στον κόσμο, του Κάρλος το Τσακάλι. Το The Green Prince, το ντοκιμαντέρ του για τον Mosab Yousef, κέρδισε πριν μερικούς μήνες το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Sundance, και το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στα βραβεία της Ισραηλινής Ακαδημίας Κινηματογράφου λίγο αργότερα. Αυτή τη βδομάδα, προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Λονδίνου, όπου η Popaganda συνάντησε σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή.
Όπως και οι προηγούμενες, έτσι κι ετούτη η ταινία του Shirman είναι μια ταινία για την ανθρώπινη πλευρά της Ιστορίας. «Μού έδωσαν το βιβλίο του Mosab και κατέληξα να το κατασπαράζω μέσα δυο ώρες», λέει όταν αφηγείται το πώς βρέθηκε μπροστά του το project. «Ήταν μια αποκάλυψη για ‘μένα, είναι απ’ αυτά τα βιβλία που σου διευρύνουν τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Γιατί συνειδητοποίησα ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα για την Hamas. Ξέρουμε μόνο τα κομματάκια που μας δείχνουν στις ειδήσεις, και τους τίτλους που διαβάζουμε στις εφημερίδες. Ενώ εδώ, ο Mosab έλεγε μια ιστορία ως ένα παιδί γεννημένο κι αναθρεμένο σ’ αυτήν την κουλτούρα, μάς έλεγε τα πράγματα εκ των έσω. Κι επιπλέον η δική του, προσωπική εμπειρία, ως κινηματογραφιστή μού φάνηκε συναρπαστική, είχε όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν έναν ήρωα».
Περισσότερο εξερευνώντας τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Mosab και τον σύνδεσμό του στην Ισραηλινή αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Shin Bet, τον Gonen Ben Yitzhak, ο σκηνοθέτης αφήνει στα περιφερειακά της ταινίας του την πολιτική χρειά των πραγμάτων, επικεντρώνοντας το φακό του στην ίδια την εμπειρία του Mosab και τον τρόπο που αυτή εξελίχθηκε μέσα απ’ την διαχείρισή της με τον σύνδεσμό του. «Αφού διάβασα το βιβλίο, συνάντησα τον Gonen κι όταν αντιλήφθηκα τη φύση της σχέσης του με τον Mosab, ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. Τότε ήταν που έβαλα μπροστά την ταινία στ’ αλήθεια, γιατί η ιστορία της σχέσης τους ήταν στην πραγματικότητα μια ιστορία υπέρβασης. Ήταν μια υπερβατική σχέση που κατάφερε να ξεπεράσει όλα τα όρια που έθεταν οι συνθήκες γύρω της».
Ο Mosab, γιος ηγέτη της Hamas, χωρίς ενεργό ρόλο στην οργάνωση, κατέληξε στα κρατητήρια της Shin Bet όταν έλεγχος ρουτίνας τον βρήκε με όπλα στο αμάξι του. Δεν χρειάστηκε και πολλά περισσότερα απ’ την πρώτη του επαφή με τον Gonen Ben Yitzhak για να αποδεχτεί το ρόλο του πληροφοριοδότη των Ισραηλινών δυνάμεων. Σύμφωνα με τη δική του, αρκετά προβαρισμένη αφήγηση στην κάμερα, αρχικά το έκανε για να προστατεύσει την ίδια τη Hamas (και κατ’ επέκταση τον πατέρα του), τροφοδοτώντας τους Ισραηλινούς με φιλτραρισμένες πληροφορίες, όμως η λιγοστή του επακόλουθη θητεία σε φυλακές υψίστης ασφαλείας ανάμεσα σε άλλους κρατούμενους για συμμετοχή στη Hamas, ήταν που εδραίωσε την απόφασή του ότι πρέπει να προστατεύσει την Παλαιστίνη απ’ τον ίδιο της τον εαυτό.
Το πώς έφτασε όμως απ’ το να προσπαθεί να διαχειριστεί τις συνθήκες του προς όφελος της χώρας του, στο να φροντίζει να φυλακιστεί ο ίδιος ο πατέρας του, ήταν κι αυτό, σύμφωνα με τον Mosab, μια περίπτωση υπέρβασης. Κάπως έτσι προδίδεις τη Hamas και επιζείς για να το διηγηθείς: «Ξέρεις, κανείς μας δεν επιλέγει πού θα γεννηθεί, σε ποιο περιβάλλον θα μεγαλώσει και ποια κουλτούρα θα τον διαμορφώσει», λέει στην Popaganda, εν είδει όψιμα διαφωτισμένου πνευματικού ηγέτη. «Φτάνουμε όλοι μας όμως σε ένα σημείο όπου πρέπει να αποφασίσουμε αν θα εξελιχθούμε και θα υπερβούμε τις συνθήκες μας ώστε να γράψουμε το δικό μας σενάριο, ή θα παραμείνουμε στο comfort zone μας διατηρώντας τη νοοτροπία που μάς έχει εμφυσήσει η θρησκεία μας, η κοινωνία μας και οι πολιτικές της προτεραιότητες».
«Η Hamas ως τρομοκρατικός οργανισμός ακούγεται πολύ επικίνδυνη και τρομακτική», συνεχίζει, «αλλά αυτό που στ’ αλήθεια τρομάζει τον κόσμο είναι είναι το να χάσουν την ταυτότητα που τους έχει επιβληθεί. Το να βγουν απ’ την περιοχή ασφάλειάς τους και να κάνουν επιλογές. Να κατευθυνθούν προς το άγνωστο. Αυτός ο φόβος είναι που μας κρατά φυλακισμένους, όμως το να ζούμε σε μια τέτοια φυλακή νομίζοντας ότι είμαστε ελεύθεροι, αυτό είναι για ‘μένα το πιο τρομακτικό και το πιο επικίνδυνο». Καθώς τον κοιτάζω περιμένοντας την αύρα του να φωτιστεί, προσπαθώ να επανέλθω στη Hamas, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη. Το αίμα, το κλάμα, τις βόμβες, την καταπίεση, το μίσος και την αδιαλαξία.
«Δεν είναι η σύγκρουση των πολιτισμών που θα έπρεπε να σκεφτόμαστε», μου λέει, «αλλά η σύγκρουση του κατώτερου με τον ανώτερο εαυτό μας, το κομμάτι του ανθρώπου που ενδιαφέρεται μονάχα για την ανιμαλιστική του επιβίωση, κι εκείνο που ενδιαφέρεται για να δημιουργήσει. Αν είχα επιλέξει απλώς να εγκαταλείψω τη Hamas, ή να εναντιωθώ στη Hamas, θα είχα βρει υποστήριξη από άλλα Παλαιστινιακά κινήματα. Μα για ‘μένα η επιλογή δεν ήταν να φύγω μόνο απ’ τη Hamas. Ήταν να φύγω απ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, απ’ αυτήν την αντίληψη. Εγκατέλειψα μια ολόκληρη κουλτούρα, έναν θεό και μια θρησκεία. Επέλεξα ένα διαφορετικό μονοπάτι στη ζωή. Και νομίζω ότι αυτή είναι και η αποστολή του κάθε ατόμου: δεν έχει σημασία ποια κουλτούρα μας υποδέχτηκε στον κόσμο, αλλά το να μπορέσεις κάποια στιγμή να δεις τα πράγματα που σου θέτει η όποια κουλτούρα, η όποια χώρα κι η όποια πολιτική και να τα υπερβείς, με σκοπό την ενότητα του σύμπαντος και της ανθρωπότητας. Το οποίο είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ το να υπηρετείς την πολιτική, ή θρησκευτική ατζέντα μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων».
Ευελπιστώντας σε μια πιο γειωμένη συζήτηση, πιάνουμε το θέμα των εξωτερικών παραγόντων που ωφελούνται απ’ τη διαιώνιση των εχθροπραξιών στην περιοχή. «Υπάρχουν πολές δυνάμεις, ορατές και μη», λέει. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σ’ αυτήν την σύγκρουση και την σκέφτομαι σχεδόν κάθε μέρα, ακόμη όμως δεν έχω μπορέσει να καταλάβω όλες τις δυναμικές που εμπλέκονται σ’ αυτήν την καταστροφή. Πιστεύω όμως ότι δεν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη απλώς, αλλά μια σύγκρουση αξιών. Το Ισραήλ αντιπροσωπεύει τις Δυτικές αξίες: θρησκευτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα και πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες στην επίλυση πολιτικών ζητημάτων. Ένα πραγματικό δημοκρατικό μοντέλο. Αυτό το μοντέλο όμως, έτυχε να εφαρμοτεί σε μια περιοχή με εντελώς αντίθετες αξίες. Απ’ την άλλη πλευρά του συνόρου δηλαδή, υπάρχει μια κουλτούρα που δεν πιστεύει στη δημοκρατία, λατρεύει τους δικτάτορες και εξυψώνει τη θρησκεία πάλω απ’ τα κοινωνικά δικαιώματα. Μια κουλτούρα, με άλλα λόγια, που έχει μεγάλο πρόβλημα με τις αξίες που αντιπροσωπεύει το Ισραήλ».
Η νανουριστική του ευγλωττία, έστω κι αν έρχεται από εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, αποδεικνύει ότι ο Mosab είναι πράγματι γιος του πατέρα του. Ο οποίος, εις βάρος της ισομέριας του ντοκιμαντέρ, είναι παντελώς απών απ’ την ταινία του Shirman, ο οποίος χρησιμοποιεί με μαεστρικό τρόπο τόνους από υλικά τηλεοπτικού αρχείου και προσομοιώσεις δορυφορικών πλάνων για να κατασκευάσει ατμόσφαιρα κατασκοπικού θρίλερ γύρω από κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διαδοχικοί μονόλογοι δύο μονάχα ανθρώπων. Μια αφηγηματική επιλογή που σε λιγότερο ικανά χέρια θα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε πολύ ανιαρή υπόθεση. Θα μπορούσε όμως ενδεχομένως στις ομιλούσες κεφαλές να προστεθεί κι άλλη μία, πολύ σημαντική στην όλη ιστορία: η από εντελώς αντίθετη κατεύθυνση ερχόμενη του ιμάμη Hassan Yousef.
«Αρχικά είχαμε πάρει συνεντεύξεις από πολλούς ανθρώπους», σημειώνει ο σκηνοθέτης, «μεταξύ των οποίων ο τότε επικεφαλής της Shin Bet για παράδειγμα, κι υπήρχε και η σκέψη να προσπαθήσουμε να συμπεριλάβουμε κι άλλους χαρακτήρες, αλλά έγινε γρήγορα εμφανές ότι η ταινία ήταν η ιστορία της σχέσης που σχηματιζόταν ανάμεσα στον Gonen και τον Mosab. Κι αυτή η σχέση έγινε και το κέντρο βάρους της αφήγησης. Οπότε ό,τι δεν είχε άμεση επίδραση σ’ αυτή τη σχέση, δεν ήταν απαραίτητο για την ιστορία». Η σχέση που κάποιος έχει, ή δεν έχει με τον πατέρα του, βέβαια, είναι πάντα καθοριστική για την σχέση μέντορα-μαθητή που μπορεί να αναπτύξει με κάποιον άλλο. «Αυτό είναι θέμα ερμηνείας βέβαια», λέει ο σκηνοθέτης, συμπληρώνοντας ότι «μια τέτοια οπτική θα πήγαινε την ταινία σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση».
Η διαφορετική κατεύθυνση θα είχε προφανώς και πιο έντονα τα φορτία της πολιτικής διαμάχης μέσα στην οποία αναπτύχθηκε αυτή η σχέση, αλλά όπως λέει κι ο Shirman «όταν λες μια ιστορία ως σκηνοθέτης, κάνεις κάποιες επιλογές. Δύσκολες επιλογές στην προκειμένη περίπτωση, αλλά συνειδητές για να διατηρήσεις την πολύ ευαίσθητη ισορροπία. Πράγματι η σχέση των δυο αντρών προκύπτει μέσα σε έντονα πολιτικό υπόβαθρο, όμως αυτό που γίνεται στην πορεία είναι πως, καθώς η σχέση αλλάζει κι αναπτύσσεται, καταφέρνει να υπερβεί αυτού του είδους τους περιορισμούς. Γίνεται η ιστορία δυο ατόμων που είναι αρκετά γενναίοι για να εμπιστευθούν ο ένας τον άλλον και να υπερβούν τις Ισραηλινοπαλαιστινιακές πολεμικές. Είναι δηλαδή μια ιστορία για το πώς μια φιλία που γεννιέται μέσα σε όλες αυτές τις διαφορές, το μίσος και τη βία, καταφέρνει να ξεπεράσει την πολεμική μέσα από και χάρη στην οποία γεννήθηκε. Κι αυτό ήταν που με άγγιξε σ’ αυτήν την φιλία. Γιατί είναι μια πολύ μοναδική, και ιδιαίτερη φιλία».
Όταν ο Mosab Yousef αποφάσισε να εγκαταλείψει το πεδίο των εχθροπραξιών και να αυτομολήσει στην Αμερική, ο Gonen Ben Yitzhak, που είχε ήδη σπάσει αρκετές φορές το πρωτόκολο για να βοηθήσει τον πράκτορά του, ήταν ο μόνος που τον υποστήριξε, κόντρα στις εντολές της Shin Bet. Όταν ο Πράσινος Πρίγκηπας, το πιο ισχυρό χαρτί που είχε αναπτύξει το Ισραήλ στην ιστορία της διαμάχης του με την Παλαιστίνη, πέρασε τον ωκεανό, ο Gonen έχασε τη δουλειά του. Τώρα, εργάζεται ως δικηγόρος στο Tel Aviv, κι είναι ο μόνος φίλος που έχει στη νοτιοανατολική γωνιά της Μεσογείου ο Mosab, που περνά τις μέρες του ως Χριστιανός στην Καλιφόρνια. Ή τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζεται το The Green Prince. Γιατί με τους κατασκόπους, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος.
Η Popaganda κάνει παρέα με πρακτόρους στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λονδίνου, χάρη στην υποστήριξη της Aegean Airlines.