Βασισμένο σε αληθινή ιστορία και γραμμένο ως τέτοια, το θεατρικό του Allan Bennett ανέβηκε για πρώτη φορά σε σκηνή το 1999 σε σκηνοθεσία του Allan Hytner, και με την Maggie Smith στο ρόλο της μυστηριώδους ημίτρελης που τσιγκλάει την καθώς πρέπει ευαισθησία της βρετανικής μπουρζουαζίας ζώντας με το βανάκι της έξω από (κι εν τέλει, μέσα σε) αυλές νοικοκυραίων, η παραγωγή μάζεψε ένα σωρό υποψηφιότητες για τα βραβεία Olivier εκείνης της σαιζόν, μεταξύ των οποίων για καλύτερη θεατρική παράσταση και καλύτερη γυναικεία ερμηνεία. Οπότε ήταν παραπάνω από φρόνιμο, στην κινηματογραφική μεταφορά, να εμπλακούν οι ίδιοι άνθρωποι.
Και στην περίπτωση της Maggie Smith, αυτό ήταν πραγματική ευλογία.
Η δυο φορές οσκαροβραβευμένη ηθοποιός βάζει μ’ αυτήν της την εμφάνιση πορεία για την έκτη της υποψηφιότητα, παραδίδοντας μια σπαρταριστή ερμηνεία, με την οποία σε τυλίγει στο αξιαγάπητο πέπλο των ατέλειωτων παραξενιών μιας ιδιότυπης κλοσάρ, που, όπως τα σαλιγκάρια κουβαλάνε τα κελύφη τους απ’ το ένα τρυφερό φυλαράκι στο άλλο, αυτή περιφέρει το ημιθανές βανάκι της από γειτονιά σε γειτονιά κι από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, κομπλέ με τη μυρωδιά της απλυσιάς της και τις πλαστικές σακούλες που συγκρατούν μια γκαρνταρόμπα συναρμολογημένη από σκουπιδοτενεκέδες και φιλόπτωχα.
Μακριά απ’ το να ζωγραφίσει ένα πορτρέτο των δεινών του νεοπτωχισμού, το κείμενο του Bennett προτιμά μια πιο αισιόδοξη, ουμανιστική προσέγγιση της ηρωίδας του ως αυθύπαρκτης προσωπικότητας, μέσα σ’ ένα δικό της, ιδιότυπο και σχεδόν αυτοδημιούργητο σύμπαν, με την Κυρία του Βαν να σκαρφίζεται στοιχεία για το παρελθόν και την προσωπικότητά της με πολύ λιγότερη προσπάθεια απ’ όση της χρειάζεται για να ανασύρει τα πραγματικά, από μια κατά πώς φαίνεται ομιχλώδη προηγούμενη ζωή.
Είναι αυτό το μυστηριώδες παρελθόν που δίνει στην Maggie Smith το απαραίτητο δραματικό ψαχνό για να προσδώσει βάθος και σκιά στο χαρακτήρα της, όταν δεν επιδεικνύει την μοναδική της άνεση στο να παραδίδει κωμική μεγαλουργία με κάτι τόσο ελάχιστο όσο ένα βλέμμα, ένα νεύμα, ή ένα σούφρωμα στα χείλη. Κι είναι αυτό το μυστηριώδες παρελθόν που προσπαθεί να ξετυλίξει ο Bennet, που τοποθετεί τον εαυτό του στο έργο με τον Alex Jennings να τον ερμηνεύει με περίσσεια αυτοσαρκαστική ευστοχία.
Ένας άνθρωπος ειδικευμένος στο να σκαρφίζεται ιστορίες, δεν θα μπορούσε να μην ιντριγκαριστεί από μια γυναίκα που εμφανίζεται ικανότερη κι απ’ τον ίδιο στο να δημιουργεί δικούς της, παράλληλους κόσμους. Έτσι, βρίσκει σ’ αυτήν την νέα του γειτόνισσα μια αδερφή ψυχή – κάτι σαν alter ego, σαν την άλλη πλευρά που θα έβλεπε, αν το νόμισμα της ζωής του είχε προσγειωθεί ανάποδα.
Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον συγγραφέα και τη νέα του γειτόνισσα (η οποία σύντομα εξελίσσεται σε σχεδόν συγκάτοικος όταν μετακομίζει το βανάκι της στην αυλή του), λειτουργεί ως κύριο καύσιμο στην δραματουργική πορεία της ταινίας. Θέματα όπως η ανυπαρξία παρθενογέννεσης στην τέχνη, ο ρόλος των βιωμάτων του συγγραφέα στο έργο του, αλλά κι οι συνεχείς διχογνωμίες, οι ανασφάλειες κι οι ανεπάρκειες του καλλιτεχνικού πνεύματος μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο του Bennett όσο ο ίδιος παρατηρεί την απροσδόκητη μούσα του απ’ το παράθυρο. Παράλληλα, οι αραιές όσο και ξαφνικές επιδρομές των διαφόρων κοινωνικών λειτουργών που θέλουν «απλά να βοηθήσουν» φέρνοντας κάνα καινούριο παλτό, ή το ενδιαφέρον των γειτόνων που απορούν με τις αντοχές του, δείχνουν τον απαλό κοινωνικό παλμό της ταινίας.
«Η συνείδησή τους παίρνει άφεση χάρη στην παρουσία της» σημειώνει για τους γείτονες ο Bennett, σφάζοντας με το γάντι την μπουρζουά αντίληψή τους για το πώς η κοινωνική αλληλεγγύη εξαντλείται στην ανεκτικότητα απέναντι στη μυρωδιά αυτής της ημίτρελης κυρίας, ενώ οι συνεχείς αναφορές του κειμένου στην εκκλησία βγάζουν διακριτικά τη γλώσσα στον στενό κορσέ του βρετανικού καθολοκισμού, που κανείς Βρετανός καθολικός δεν συνεχίζει να φοράει πέρα απ’ το τέλος της κυριακάτικης Λειτουργίας. Επιμένοντας με πείσμα στον feelgood τόνο του έργου τους όμως, γραφιάς και σκηνοθέτης αρνούνται με πάθος να ρίξουν παραπάνω από κλεφτές ματιές στο υπογάστριο της κοινωνίας τους, και προτιμούν να το ρίξουνε στο σορολόπ κάθε φορά που το δράμα τους πάει να ρίξει τη σκιά του πάνω από την κομεντί. Γεγονός που, πρωταγωνίστριας εξαιρουμένης, τους αφήνει μ’ ένα σύνολο ξεδοντιασμένο εκεί που θα έπρεπε να είναι δηκτικό, και νερόβραστο εκεί που θα έπρεπε να έχει γεύση. Όχι κι ιδιαίτερα αναπάντεχο απ’ την κινηματογραφική μεταφορά θεατρικού crowdpleaser βέβαια.