Η Popaganda στις Κάννες: Μασάνε οι Κάννες Αστακό;

Πριν από μια πενταετία και κάτι, ο Γιώργος Λάνθιμος αρίστευσε στις Κάννες με τον Κυνόδοντα. Η ταινία απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Un Certain Regard / Ένα κάποιο Βλέμμα, έγινε η πρώτη μετά από χρόνια εντελώς καλλιτεχνική ελληνική ταινία που κατάφερε να κάνει σοβαρά εισιτήρια στα ντόπια ταμεία, έφτασε ως την τελική πεντάδα των Όσκαρ Ξενόγλωσσης, και κάπου στην πορεία δεν άλλαξε μονάχα τον τρόπο που έβλεπαν οι ξένοι το ελληνικό σινεμά, αλλά και τον τρόπο που έκαναν ελληνικό σινεμά οι ντόπιοι. Πρώτος της τριπλέτας των ταινιών που σημάδεψαν τα ελληνικά κινηματογραφικά ’00s, ο Κυνόδοντας έγινε σημαία και σημαδούρα στην δημιουργία του περιβόητου ελληνικού Weird Wave, όπου μαζί με το Attenberg (της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, παραγωγού του Λάνθιμου) και τις Άλπεις (του Γιώργου Λάνθιμου, παραγωγού της ΑΡ Τσαγγάρη), ο Κυνόδοντας καθόρισε το βασικό περίγραμμα του αισθητικού κινήματος που απελευθέρωσε ή εγκλώβισε, ανάλογα ποιον θα ρωτήσεις, σχεδόν το σύνολο των νέων Ελλήνων σκηνοθετών, ή κανέναν απολύτως, αν ρωτήσεις τους ίδιους. 

Κι όσο οι Έλληνες (δημιουργοί, θεατές και κριτικοί) προσπαθούσαν να προσανατολιστούν μέσα σ’ αυτό το καινούριο αισθητικό κι εκφραστικό πεδίο, να μάθουν αυτήν την καινούρια αφηγηματική γλώσσα που είχαν καταφέρει να βρουν ο Λάνθιμος κι ο σεναριογράφος του Ευθύμης Φιλίππου, και που τόσο φαινόταν να αρέσει στα διεθνή φεστιβάλ, ο Λάνθιμος κι ο σεναριογράφος του Ευθύμης Φιλίππου κατάφεραν να βρουν και κάτι άλλο: την έξοδο. Κατ’ αρχήν την έξοδο απ’ τη χώρα, και το δρόμο τους προς την κινηματογραφική Δύση, οταν εξασφαλίσθηκε οτι η νέα τους ταινία θα γυριζόταν στη Μεγάλη Βρετανία, με μεγάλα βρετανικά λεφτά και μεγάλους Βρετανούς αστέρες. Κι ύστερα, την έξοδο απ’ αυτό το δημιουργικό μοτίβο της low budget, πολύ εσωτερικής ταινίας, με τις υψηλές καλλιτεχνικές αξίες και διανοητικές απαιτήσεις, το οποίο εκτός απο αισθητική επιλογή ήταν και λύση ανάγκης -τουλάχιστον στο low budget, πολύ εσωτερικό κομμάτι της. 

Κι έτσι, η τέταρτη ταινία του Λάνθιμου (για κάποιο λόγο πολλά ελληνικά media προσπερνούν το Ο Καλύτερός μου Φίλος στο μέτρημα), κι η πρώτη του (από πολλές ελπίζουμε) διεθνής, αγγλόφωνη παραγωγή, αποδείχθηκε η πιο ανοιχτή, ευθύβολη, και λιγότερο κρυπτική ταινία της ως ώρας φιλμογραφίας του. Το οποίο βέβαια για Λάνθιμο-Φιλίππου, δεν σημαίνει και πολλά: στο μετα-Αποκαλυπτικό τους σύμπαν, έξω από τις αυστηρά οικογενειοκεντρικά οργανωμένες κοινωνίες των Πόλεων, κυριαρχεί η παραφροσύνη μιας κτηνώδους κι ανθρωποφάγας μοναξιάς που επιβάλλουν οι Απόκληροι, με τις δυο φράξιες να βρίσκονται σε λυσσαλέα προαιώνια διαμάχη. Δεν το λες ακριβώς και σενάριο για μπλοκμπαστεριά.

Είναι όμως ένα σενάριο που δεν χρειάζεσαι μεταπτυχιακό στον Κίρκεγκαρντ για να μπορέσεις να το παρακολουθήσεις, ενώ η λοξή ματιά που ρίχνει στη σχέση του ανθρώπου με τον Άλλο, τις κοινωνικές συμβάσεις που την διαμορφώνουν, τις άτεγκτες φιγούρες εξουσίας που τις επιβάλλουν, και το τελικό αποτέλεσμα όλου αυτού του αποπροσανατολισμένου φεστιβάλ υποκρισίας, που είναι η εξάλειψη κάθε είδους ψυχικής γαλήνης κι αγαλλίασης (χωρίς αγάπη είμαι κύμβαλον αλαλάζον κλπ), είναι κάτι με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας, single τε και δεσμευθής. Και φυσικά το φαρσικό πρίσμα του παραλόγου μέσα από το οποίο σού δείχνει όλην αυτήν την κατάσταση ο Λάνθιμος, λειτουργεί καλύτερα από κάθε άλλη φορά, ακριβώς επειδή το σημαινόμενο είναι τόσο ευανάγνωστο: αναδεικνύεται έτσι ότι ο παραλογισμός είναι σ’ αυτό που ζούμε, κι όχι στο πώς μας το δείχνει ο Λάνθιμος

Τα σημαντικότερα έργα τέχνης είναι αυτά που μας δείχνουν κομμάτια της ζωής που δεν είχαμε με άλλο τρόπο ξαναδεί. Αποκαλύπτουν άλλον έναν κρίκο της κρυφής αλληλουχίας των νοημάτων, όπως λεει κι ο ποιητής, κι αν αυτό ήταν κάτι που πραγματικά είχε πετύχει ο Κυνόδοντας, γυρίζοντας ανάποδα ολόκληρη την αντίληψή σου για την κοινωνική και οικογενειακή πραγματικότητα, το The Lobster σού το υπογραμμίζει με έναν πιο ανάλαφρο, λιγότερο επιθετικό, πιο φιλικό στο χρήστη αλλά και λιγότερο διεισδυτικό στην ουσία τρόπο. Το οποίο δεν είναι απαραίτητα κακό, αλλά είναι λιγότερο αξιοβραβεύσιμο απ’ τον Κυνόδοντα. Επί του παρόντος όμως, το ερώτημα είναι αν είναι και λιγότερο αξιοβραβεύσιμο από τις υπόλοιπες ταινίες του διαγωνιστικού.


Η ταινία προβλήθηκε στις αρχές του φεστιβάλ, γεγονός όχι χωρίς το συμβολισμό του. Ο περσινός Χρυσός Φοίνικας, το Winter Sleep / Χειμερία Νάρκη, είχε προβληθεί στις αρχές του φεστιβάλ, κι οι πρώτες δυο-τρεις μέρες είθισται να προτιμούνται για ταινίες που οι προγραμματιστές κρίνουν οτι θέλουν μια ιδιαίτερη προσοχή. Ένα πιο καθαρό βλέμμα, πριν πλακώσουν τα crowd-pleasers του πρώτου Σαββατοκύριακου, και τα μεγάλα ονόματα του μεσαίου κομματιού του φεστιβάλ. Το Tale of Tales, το δίωρο φαντασιακό έπος του Matteo Garrone προβλήθηκε επίσης στις αρχές του φεστιβάλ, το ίδιο και το Son of Saul, που χαιρετίστηκε από την πρώτη μέρα κιόλας της διοργάνωσης ως η απόλυτη αποκάλυψή της. Κανένα απ’ τα τρία όμως δεν κατάφερε να διατηρήσει το momentum του, με τον Garrone να ξεχνιέται ως μια υπερθεαματική ανάμνηση, το Son of Saul να χάνεται κάπου κάτω απ’ τις στάχτες των σοκαριστικών του εικόνων, και τον Αστακό να μένει λίγο περισσότερο, οχι όμως ως κάτι παραπάνω από ένα ευφυές εγκεφαλικό παιχνίδι.

Κι όσο οι μέρες περνούσαν κι οι μεγάλοι auteur απογοήτευαν, εμφανίστηκε η Carol. Ένα μαγευτικό, τολμηρό κομψοτέχνημα, με τη συναισθηματική ευφυΐα και τη σκηνοθετική μαεστρία του Todd Haynes σε πλήρη εγρήγορση, να παράσχει στο φεστιβάλ το κοινωνικό στίγμα του ομοφυλοφιλικού έρωτα που αψηφά τις κοινωνικές αγκυλώσεις, εκτός από μια υπερπλήρους αρτιότητας κινηματογραφική πρόταση. Ύστερα, το Dardenne-ικό δράμα La Loi de Marche / Ο Νόμος της Αγοράς έφερε βαθιά πολιτική και πολιτικοποιημένη συνείδηση, κομπλέ με μια πολύ στιβαρή ανδρική ερμηνεία καρφωτή για βραβείο με γαλλικό χρώμα (πάντα δυσεύρετο ζητούμενο στο φεστιβάλ των Καννών), ενώ κοντά στο τέλος του φεστιβάλ, το Chronic του Michel Franco ήρθε να προσθέσει την ερμηνεία καριέρας του Tim Roth στο μίγμα, και το Macbeth του Justin Curtzel ανέδειξε τη Marion Cotillard ως δυναμικό αντίβαρο της Cate Blanchett (Carol) στο γυναικείο στρατόπεδο.

Γιώργος Λάνθιμος

Δύσκολο να μπεις στο μυαλό των Coen (και στην όχι τόσο εμφατική τους ψυχοσύνθεση, όπως έλεγε στην Popaganda ο John Turturro, και κάνεις δεν θα τους κρατούσε κακία αν έβγαιναν απο αριστερά και έδειχναν αδυναμία για το φορμαλιστικό (κι ολότελα μαγευτικό, ετούτη τη φορά τουλάχιστον) σινεμά του Hou Hsiao Hsien και του νοσταλγικού, τελετουργικού samurai film του, The Assassin, ας πούμε. Ακόμη κι ενα λοξοκοίταγμα προς το ανεξάρτητο, παραισθητικό σινεμά του Sorrentino θα ήταν κατανοητό, κι οι τόσοι τίτλοι στις πιθανότητες, δείχνουν μονάχα πόσο καλή χρονιά ήταν η φετινή για τις Κάννες. Πού αφήνει αυτό τον Αστακό μας όμως;

Στο βραβειακό κομμάτι, η ταινία του Λάνθιμου έχει ένα πολύ μεγάλο ατού: είναι βαριά σεναριοκεντρική. Δεν έχει ούτε ιδιαίτερες ερμηνείες να επιδείξει, ούτε η φωτογραφία της ξεχωρίζει, ούτε η σκηνοθεσία της είναι απ’ αυτή που βλέπεις στην οθόνη και τρίβεις τα μάτια σου. Κι αυτό γιατί οι ρόλοι, όπως και το πλάσιμο των ερμηνειών τους από τις οδηγίες του σκηνοθέτη, τίθενται στην απόλυτη υπηρεσία του σεναρίου. Στην απόλυτη αφοσίωση στην προσπάθεια στεγανοποίησης αυτού του πολύ συγκεκριμένου και πολύ μοναδικού σύμπαντος που έχουν δημιουργήσει Λάνθιμος και Φιλίππου, και το οποίο, ναι, ειναι κάτι που θα μπορούσε εύκολα να βραβευθεί. Και δεν θα είναι καθόλου άσχημο βραβείο για την πρώτη ελληνική συμμετοχή στη μεγάλη λίγκα, εδώ και κοντά είκοσι χρόνια.

Η Popaganda μασάει δαφνόφυλλα στις Κάννες, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης