«Και να συνεχίσει να κάνει τα δικά του ο ρώσος, θέλει ακόμα δεκαπέντε είκοσι χρόνια μέχρι να πέσει το Τείχος…»

Το καλοκαίρι του ογδόντα εννιά ήταν καλοκαίρι, είπαμε. Καφτό από κάθε άποψη. Είχα όνειρα, είχα χόμπι, είχα συναναστροφές. Και με την πρώην δικιά μου, στενές και αδέσμευτες, το νορμάλ μας.

Οι από δίπλα, απ’ την άλλη μεριά του Τείχους, είχαν όνειρα επίσης, πιο ζόρικα. Όσοι δεν πήγαν για μπάνια στο εξωτερικό έβγαιναν στους δρόμους και ζητούσαν αλλαγές. Μας τα έδειχνε η τηλεόραση, η δικιά μας.

Το φθινόπωρο συνέχισε καφτό. Εγώ με τα χόμπι μου. Οι διπλανοί με τα δικά τους. Είχαν και έξτρα, ετοιμασίες για γενέθλια, σαράντα χρόνια Λάϊκή Δημοκρατία, και καπάκι για την επέτειο της επανάστασης.

Ο Οκτώβριος ήρθε με γιορτές και πανηγύρια, για τη νομενκλατούρα. Γκεστ σταρ ο Γκορμπατσόφ, για όλους. Ο οποίος, Πυθία, έλεγε χρησμούς περί της ζωής που τιμωρεί όσους δεν παίρνουν χαμπάρι τα σημάδια των καιρών, και ο καθένας μετάφραζε. Κατά βούληση.

Ο κόσμος από κει, στους δρόμους. Πεζός. Εγώ, στο δρόμο επίσης, από δω. Με το ποδήλατο, κουρσάκι δεν είχα δικό μου. Σοφάριζα το κουρσάκι της πρώην μου.

Νύχτες κυρίως.

Το ζούπερ ντόνερ του Χαζίρ γυρίζει αργά στην όρθια σούβλα. Ο υπεύθυνος επιτηρεί. Άσπρη στολή γερμανού λουκανικατζή με ασορτί καπελάκι, το μουστάκι ατίθασο, στο ρουθούνι τρίχες, ακονίζει τα σπετσιάλ χατζάρια με εφέ. Το μάτι παιχνιδιάρικο, σ’ επαφή με τα τυχερά του δρόμου.

Το φανάρι πρασινίζει. Στρίβουμε δεξιά στην Οράνιενστράσε, την κατεβαίνουμε, παίρνουμε αριστερά την Σκάλιτσερ και συνεχίζουμε παράλληλα με τη γραμμή Ένα του μετρό. Από πάνω μας.

Φτάνουμε παρέα στο Σλέζισες Τορ, τέρμα της γραμμής. Το κανονικό τέρμα είναι μια στάση παρακάτω, Βαρσάουερστράσε, πίσω από ποτάμι και Τείχος. Η γραμμή συνεχίζει προς τα κει πάνω απ’ τη γέφυρα, την Όμπερμπαουμ Μπρίκε, χωρίς τρένο.

Ο δρόμος από κάτω συνεχίζει κι αυτός, μέχρι τη γέφυρα. Με μας στο κουρσάκι.

 

Γιου Αρ Λίβινγκ δι Αμέρικαν Ζέκτορ.

Από κάτω μεταφρασμένο σε γαλλικά, ρωσικά και γερμανικά. Και στα τούρκικα. Από πίσω η είσοδος της γέφυρας. Από δίπλα φυλάκιο με σκοπό, στολή δυτικιά. Συνταξιούχοι με ανατολικό λουκ δείχνουν τα χαρτιάτους και περνούν αργά για απέναντι. Στα χέρια σακούλες, γεμάτες. Στο από κει φυλάκιο περιμένουν ουρά στο φως των προβολέων. Όρθιοι.

Περιμένουμε και μεις, από δω. Αραχτοί στο παγκάκι.

Η γέφυρα φάτσα, φωτισμένη. Το ποτάμι από κάτω, μαύρο, τα νερά ακίνητα. Σχεδόν.

Στην άλλη όχθη Τείχος. Κλείνει στους απέναντι θέα και πρόσβαση σε ποτάμι και μας. Οι σκοποί στα φυλάκια προσέχουν. Με κυάλια στα μάτια.

«Τι ώρα πήγε;» Ο Κασάμπαλης κοιτάει το ρολόι του.

«Μεσάνυχτα», το ξανακοιτάει, «παρά κάτι», γίνεται ακριβής.

Περιμένουμε κι άλλο. Η κίνηση δυναμώνει, όλοι συνταξιούχοι και φορτωμένοι. Και όλοι γι’ απέναντι. Μεσάνυχτα ακριβώς το τράφικ σταματάει, προς τα κει, και αρχίζει καινούριο. Φιγούρες στο ίδιο λουκ εμφανίζονται στη γέφυρα απ’ την άλλη μεριά, περνούν προς τα μας. Σκέτοι.

«Είκοσι τέσσερις ώρες βίζα… Θα πάνε στους δικούς τους εδώ, και αύριο τέτοια ώρα θα τους ξαναδούμε να γυρίζουν με σακούλες», σχολιάζει.

Παίρνω φλασάκι. «Τους φαντάζεσαι αύριο μεθαύριο, να περνάν από δω κι από κει χωρίς κοντρόλε», το αναμεταδίδω. 

Με κοιτάει, αν το εννοώ.

«Και χωρίς χαρτιά και βίζες, και όποτε θέλουν;», συνεχίζω φλασάκι και αναμετάδοση.

Συνεχίζει να με κοιτάει στο ίδιο στιλ.

«Μας φαντάζεσαι και μας, να περνάμε τη γέφυρα με το κουρσάκι και να βγαίνουμε απέναντι, να δούμε πώς φαινόμαστε δω από κει;», κλείνω με το φλασάκι 

Κομπλέ.

«Αυτά που λες, ρε νούμερο, είναι σενάρια σάιενς φίκτσιον, σύνελθε», με κοιτάει σαν ούφο.

«Καλά, δε μιλάω για αύριο», διευκρινίζω, «αλλά άμα συνεχίσει αυτή η ιστορία με τον Γκόρμπι», τολμάω. Το βλέμμα αλλάζει.

«Και να συνεχίσει να κάνει τα δικά του ο ρώσος, θέλει ακόμα δεκαπέντε είκοσι χρόνια μέχρι να πέσει το Τείχος…», ο κολλητός μου είναι προσεκτικός στην εκτίμηση.

«Μπα, δέκα το πολύ», είμαι απρόσεκτος. Το βλέμμα του πάει να ξαναλλάξει.

«Άντε δώδεκα», συμβιβάζομαι. Το δέχεται.

Παίρνω καινούριο φλασάκι 

«Φαντάζεσαι πόσες καινούριες γκόμενες θα κυκλοφορoύν εδώ;», το αναμεταδίδω κι αυτό.

Πέφτει σε περίσκεψη.

«Θα μας σηκώνεται ακόμα, λες;», αναμεταδίδει κι αυτός, την έννοια του 

«Γιατί όχι;», είμαι αισιόδοξος.

«Σε δέκα χρόνια θα είσαι σαν εμένα τώρα, θα σου σηκώνεται», με διαβεβαιώνει, «Εγώ όμως θα είμαι δέκα παραπάνω», συνεχίζει σε περίσκεψη.

Η γέφυρα φουλ στο τράφικ. Με άδεια χέρια. Γιορτές και παρελάσεις τέλειωσαν. Ο Γκορμπατσόφ έφυγε για Μόσχα. Ο κόσμος παρέμεινε στους δρόμους, απέναντι. Ο Οκτώβριος έφυγε κι αυτός κι ο Χόνεκερ επίσης, από αρχηγός. Ο Έγκον Κρεντς, ο καινούριος, ήταν άνθρωπος δικός του, μαθαίναμε στην τηλεόραση, πάλευε να ερμηνεύσει τους χρησμούς του ρώσου 

Μαθαίναμε επίσης. 

Ο Νοέμβριος έκλεινε βδομάδα. Και συνέχιζε. Ανεβαίνω τα πέντε πατώματα χωρίς διάλειμμα, βγάζω τα παπούτσια και βολεύομαι στον καναπέ. Με μπίρα. 

Κάνω ζάπινγκ τα πέντε διαθέσιμα κανάλια, τα δύο ανατολικά. Πέφτω στις ειδήσεις των εφτά. Στο ένα, από δίπλα. Λένε τι λένε, και προς το τέλος εμφανίζεται ξαφνικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Αυτοπροσώπως. Βγάζει ένα χαρτί απ’ την τσέπη, βάζει τα γυαλιά και μας το διαβάζει. Σοβαρός.

«… Επιτρέπεται η διέλευση των πολιτών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας προς Δυτική Γερμανία και Δυτικό Βερολίνο με την απλή επίδειξη αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου… Από αμέσως…», μου φαίνεται πως ακούω.

Δεν έχει ριπλέι.

Ο Σαμπόφσκι τα λέει, βγάζει τα γυαλιά του, διπλώνει το χαρτί και φεύγει. Η εκφωνήτρια σύξυλη. Και ’γώ. Τσεκάρω τα δυτικά κανάλια, και τα τρία. Διακόπτουν όλα το πρόγραμμα και μας δείχνουν το διπλανό. Σε ριπλέι 

Το ξαναβλέπω. Και το ξανακούω, είναι το ίδιο. Και η εκφωνήτρια. Κοιτούσε σαν χάνος.

Τα νερά του Σπρέε καθρεφτίζουν το κίτρινο φως των φαναριών κατά μήκος του Τείχους. Και την Όμπερμπαουμ Μπρίκε στο άσπρο των προβολέων, όλων των διαθέσιμων.

Η γέφυρα φουλ κόσμο, πάσης ηλικίας, όλοι προς την ίδια κατεύθυνση. Και όλοι με τα καλά τους, ανατολικό στιλ, μέχρι και τουαλέτες και παπιγιόν κυκλοφορούν. Βγαίνουν απ’ τη γέφυρα προς τα μας, χαζεύουν σα χαμένοι τον δυτικό περίγυρο και στήνονται γύρω απ’ την ταμπέλα με το Γιου Αρ Λίβινγκ δι Αμέρικαν Ζέκτορ 

Έρχονται καινούριες παρέες, στήνονται κι αυτές. Εμείς καθιστοί στο παγκάκι, στην όχθη, χαζεύουμε επίσης, εγώ και η πρώην δικιά μου. Και ο Κίεφ, ο ποιητής, με φρεσκοξυρισμένο κεφάλι, τελευταία της ανακάλυψη.

Παίρνω φλασάκι το διήγημα που έγραψα για το ραδιόφωνο, κάτι μήνες πριν, το απορριμένο.

… Την οδηγεί από το χέρι στο ποτάμι, μια ερευνητική ματιά στον περίγυρο, την τραβάει πάνω του, αυτή τον σκαρφαλώνει, της ανεβάζει το φουστάνι, την καθίζει στα κάγκελα, ξεκουμπώνεται, της τραβάει το βρακάκι στο πλάι, σκυμμένος με λυγισμένα γόνατα ψάχνει, μια στιγμή ακινησίας σ’ αυτή τη στάση, σαν υπόκλιση μονομάχου, και μ’ ένα κοφτό σπρώξιμο κολλάει πάνω της. Ο “ανατολικός” σκοπός, απέναντι, στο πόστο του, με τα κιάλια στα μάτια. Κάνει μπανιστήρι… Στο φυλάκιο, το απέναντι, οι σκοποί έχουν παρατήσει τα κυάλια και χαζεύουν με τα μάτια, σκέτα.

Τρίβομαι στην πρώην μου, καθιστός. Κρατάει κόντρα.

 

«Δε βλέπω κανένα να πηγαίνει προς τα κει», σχο λιάζει ο Κίεφ. Ούτε μεις βλέπουμε.

«Λέω να πάμε μεις», προτείνει. Κοιταζόμαστε, το εννοεί.

Αδιαφορούμε για την ταμπέλα και τους ποζάροντες από γύρω και στριμωχνόμαστε στην είσοδο της γέφυρας αντίθετα στον κόσμο. Η πρώην μου από κοντά, σ’ επαφή.

Οι ερχόμενοι μας κοιτούν με απορία. Και οι συνο ριακοί, οι δικοί μας. 

«Έχετε χαρτιά μαζί σας; Θα σας ζητήσουν απέναντι», μας ενημερώνουν.

Δεν έχουμε. «Λες να μας ζητήσουν χαρτιά; Δεν θα χαρούν που πάει κάποιος και σ’ αυτούς;», ο Κίεφ ανοίγει κουβέντα.

Ο συνοριακός το σκέφτεται. Τον κοιτάει κιόλας, τη φαλάκρα του.

«Δοκιμάστε και μας λέτε και μας στο γυρισμό», προτείνει, «να ξέρουμε τι να λέμε στους άλλους σαν εσάς», γελάει. Κοιτάει και τον συνάδελφο δίπλα, γελάει κι αυτός.

Συνεχίζουμε το στριμωξίδι. Και με την πρώην μου. Κόντρα στο ρεύμα.

Οι σκοποί μπροστά μας, οι ανατολικοί. Έχουν παρατήσει και τα πόστα τους, μπερδεμένοι με το μπούγιο.

Σκέφτομαι το μπανιστήρι του διηγήματος. Τους κοιτάω με προσοχή έναν έναν, ψάχνω σε κάποιο βλέμμα μια συνωμοτική αναγνώριση. 

Η πρώην μου από δίπλα, κολλάει πάνω μου. Σφιχτά. Την κοιτάω, ψάχνει κι αυτή τα βλέμματα. Σαν εμένα. Συνεχίζουμε παρέα την περιπλάνηση στις φάτσες. Η πρώην μου σφίγγεται κι άλλο. Το μπούγιο βοηθούσε.

 Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Πέτρου Αυλίδη στον Παναγιώτη Μένεγο.

POPAGANDA