Όπως με τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και με μακρόσυρτες τελετές που απειλούν να ξεπεράσουν σε διάρκεια ακόμη και την ατέλειωτη για τους απρόθυμους νηστεύοντες Σαρακοστή (καλά Κούλουμα, παρεμπιπτόντως), το ρίσκο όλο παίζεται στη σωστή αρχή: Ένα κείμενο πρέπει να ‘χει μια πιασάρικη εισαγωγή, μια ταινία πρέπει να αρπάξει απ’ τα μούτρα τον θεατή, μια οσκαρική βραδιά πρέπει να σε καλησπερίσει μ’ ένα preview απ’ όλα αυτά που θα ‘χει εν συνεχεία να σου πει. Κι αν το αφήναμε εκεί, ο Neil Patrick Harris θα είχε κερδίσει τη βραδιά, με μια απ’ τις καλύτερες εισαγωγές που έχουν ανοίξει τα Όσκαρ εδώ και καιρό πολύ: με τους δημιουργούς του Frozen στο κείμενο και τη μουσική, το εντυπωσιακό, ανεβαστικό και χορταστικό νούμερο του φετινού παρουσιαστή, γέμισε τους παγκόσμιους δέκτες με αυτό που υποτίθεται ότι μάζεψε τους θεατές μπρος στις οθόνες τους απ’ την αρχή. Που είναι προφανώς η αγάπη για την ταξιδευτική κι εμπνευστική δύναμη του σινεμά.
Ζωηρής παρουσίασης απούσης, η βραδιά σώθηκε κυρίως χάρη στο – ασυνήθιστο για οσκαρικά δεδομένα – έντονα προσωπικό συγκηνισιακό φορτίο των ευχαριστιών: αναζωογονητικά αποστασιοποιημένος απ’ τις συνήθεις λίστες με ατζέντηδες και παραγωγούς, ο JK Simmons έδωσε πρώτος το στίγμα καλώντας τον κόσμο να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του όσο τους έχει ακόμα εν ζωή. Λίγο μετά, η κοινωνικά φορτισμένη Patricia Arquette κατάφερε να συνενώσει Meryl Streep και Jennifer Lopez ξυπνώντας μέσα τους τη σουφραζέτα, το ντουέτο των John Legend και Common τράνταξαν το θέατρο εκτονώνοντας τους μήνες φόρτισης για τα #WhitestOscarsEver με τη βράβευση για το τραγούδι Glory της Selma, ο Graham Moore, σεναριογράφος του The Imitation Game, έδωσε βαρύτητα στο δικό του βραβείο του αποκαλύπτοντας πώς κόντεψε ν’ αυτοκτονήσει στην εφηβεία του επειδή δεν είχε βρεθεί κανείς να του πει πως είναι οk να είσαι διαφορετικός, και το ίδιο έκανε η Dana Perry όταν παρέλαβε το Όσκαρ Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ και το αφιέρωσε στο γιό της που είχε πρόσφατα αυτοκτονήσει, προκαλώντας φαλτσαρίσματα στην ορχήστρα που πήγε να της συντομεύσει το λόγο.
Αυτό το τελευταίο ήταν το δεύτερο χαστούκι που έφαγε η εν λόγω ορχήστρα, έχοντας ήδη βιώσει την ακύρωσή της απ’ τον Pawel Pavlikowski νωρίτερα: ο σκηνοθέτης του Ida μετατράπηκε στην Katniss Everdeen των οσκαρικών τελετών, όταν απέδειξε πως δεν ανοίγει καμιά καταπακτή να σε καταπιεί, ούτε εκτοξεύονται φονικά κομμάτια πίτσας κατά πάνω σου, αν συνεχίσεις να μιλάς μετά τη μουσική. Το κακό του παράδειγμα ακολούθησαν κι άλλοι, σκορπώντας τον τρόμο όταν τελειώσει η τελετή να έχει τελειώσει και το Πάσχα μαζί, αλλά δεν ήταν και λίγο το φορτίο που κουβαλούσε ο Πολωνός, που κατάφερε να κερδίσει το πρώτο Όσκαρ για τη χώρα του, μετά από δέκα ανεπιτυχείς απόπειρες. Επιπλέον, εκτός από την πρώτη ασπρόμαυρη ξενόγλωσση που κερδίζει Όσκαρ απ’ το 1967 (τη χρονιά του Τσεχοσλοβάκικου Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τραίνα να Περνούν), το Ida έσπασε και τη μακρόχρονη παράδοση των Όσκαρ να βραβεύουν ξενόγλωσσες που δεν έχει δει ποτέ κανένας άνθρωπος πουθενά.
Δείτε εδώ αναλυτικά τη λίστα των νικητών και των ηττημένων.
Ή έτερη παράδοση που έσπασε στη χθεσινή βραδιά, ήταν χάρη στον Alexander Desplat, με τον Ελληνογάλλο συνθέτη απ’ την Αίγινα να γίνεται ο πρώτος συνθέτης εδώ και 40 χρόνια, που καταφέρνει να ξεπεράσει την απειλή του μοιράσματος των ψήφων σε διπλή συμμετοχή, κερδίζοντας το Όσκαρ για τη μουσική του The Grand Budapest Hotel. Μεταξύ των υπολοίπων υποψηφίων ο Desplat νίκησε και τον εαυτό του για τη μουσική του The Imitation Game, κατόρθωμα που έχει να σημειωθεί απ’ το 1977, που ο John Williams βραβεύτηκε για το Star Wars έχοντας και τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου μέσα στην πεντάδα. Ο Desplat το πέτυχε στην όγδοη προσπάθειά του, πράγμα που κάτι έχει να πει για την αφοσίωση και την επιμονή –στοιχεία που μπορεί να επιβραβεύθηκαν στην περίπτωση του λαοφιλή στη Χολιγουντιανή σκηνή συνθέτη, δεν έγινε όμως το ίδιο με τον Richard Linklater και τα 12 ολόκληρα χρόνια που αφιέρωσε για να φέρει στις οθόνες το Boyhood.
Σαν επιβεβαίωση της σχέσης αγάπης-μίσους που έχει η Ακαδημία με την ανεξάρτητη αμερικανική σκηνή, η ταινία που έμπασε με τα μπούνια τον πάπα του indie στην πίστα του mainstream, έφυγε σχεδόν με άδεια χέρια από τη χθεσινή τελετή, αφού το βραβείο που παρέλαβε για την Β’ Γυναικεία Ερμηνεία της, με περίσσια νεοφεμινιστική ζέση η Patricia Arquette (που δεν έφτιαξε νύχι, ακούς, για να αποφύγει την πολυθρύλητη mani-cam του κόκκινου χαλιού), ήταν και το μόνο που προστέθηκε στην αφίσα της πολυβραβευμένης μέχρι χθες ταινίας. Κι έχοντας φτάσει στο Kodak Theater με έξι ολόκληρες υποψηφιότητες, το Boyhood κατάφερε να μαζέψει λιγότερα όχι μονάχα απ’ το The Grand Budapest Hotel (που κέρδισε σε 4 απ’ τις 9 κατηγορίες του), αλλά κι απ’ το περιφερειακό outsider που ήταν το Whiplash των 3 βραβείων σε 5 κατηγορίες. Για την ακρίβεια, η πορεία προς τον οσκαρικό όλεθρο άρχισε να διαφαίνεται ακριβώς όταν η Sandra Adair, που μόνταρε 12 χρόνια υλικό για να βγάλει το Boyhood, έχασε το Όσκαρ Μοντάζ απ’ τον Tom Cross και το εκστατικό πεντάλεπτο φινάλε του Whiplash. Αυτή ήταν μάλλον και η μόνη βόμβα ανατροπής που σημειώθηκε στη χθεσινή τελετή, ενώ o άδικος εκμηδενισμός του Boyhood ολοκληρώθηκε όταν η Ακαδημία γύρισε την πλάτη της στον ίδιο τον Linklater, αρνούμενη να τον βραβεύσει για τη Σκηνοθεσία, στην αξία της οποίας αποτελεί έναν ύμνο η ίδια η ταινία.
Χάνοντας στην πιο δυνατή του κατηγορία, το Boyhood δεν κατάφερε να συνεχίσει την τάση της τελευταίας τριετίας για split της Σκηνοθεσίας απ’ την Καλύτερη Ταινία, κι έτσι ο Alejandro Gonzales Inarritu έγινε ο πέμπτος στη σειρά μη Αμερικανός σκηνοθέτης που παίρνει το συγκεκριμένο βραβείο της Ακαδημίας. Η οποία μπορεί να μην τα πηγαίνει και τόσο καλά στην διαφυλετική πολυμορφία (όσο κι αν προσπάθησε να μασκάρει τη Λευκή Κυριαρχία, φέρνοντας Αφροαμερικανές ηθοποιούς στην πρώτη σειρά των καθισμάτων χθες), αλλά στους επαίνους για σκηνοθεσία, δείχνει τουλάχιστον μια κάποια ποικιλία.