Τρεις κατά τα φαινόμενα ανόμοιες ταινίες, το The Grand Budapest Hotel, το Birdman και το Boyhood, είναι οι τρεις που προπορεύονται στην κούρσα για τα Όσκαρ, συνθέτοντας μια πλούσια παλέτα κινηματογραφικών θεμάτων, προσεγγίσεων κι αφηγήσεων: Από τις περιπέτειες ενός μπαγαπόντη concierge που προσπαθεί να εξασφαλίσει έναν αμύθητης αξίας πίνακα, στην γλυκόπικρη ιστορία ενηλικίωσης ενός αγοριού απ’ τα σχολικάτα ως το κολέγιο, κι από κει στο ψυχόδραμα ενός χολιγουντιανού αστέρα που προσπαθεί να αναβάλει το λυκόφως της ερμηνευτικής του καριέρας, οι ταινίες των Wes Anderson, Richard Linklater και Alejandro Gonzalez Inarritu δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές μεταξύ τους σε εύρος βλέμματος και φιλοδοξιών. Κι όμως, είναι αρκετά όμοιες εκεί που μετράει περισσότερο: μιλάνε κι οι τρεις τους για το γέρασμα, και τον τρόμο της επόμενης μέρας που έρχεται μαζί.
Το να αρχίσεις να αναλύεις πώς ο μέσος όρος του εκλεκτορικού σώματος της οσκαρικής Ακαδημίας σωματοποιείται ιδανικότερα ως λευκός υπερήλικας άντρας με άκρατες ναρκισιστικές τάσεις, ρεπουμπλικανικές πεποιθήσεις και δημοκρατικό τρέμουλο, που με δυσκολία βρίσκει τη διάβαση για να περάσει απέναντι – πολλώ δε μάλλον τα screeners του για να τα βάλει στο DVD – είναι μια διαδικασία πιο κλισέ κι απ’ τα κλισέ που ανήγαγε σε σοφιστείες σχέσεων για να τα κάνει καριέρα ο Linklater στο saga των Before (Sunset, Sunrise, Midnight) του. Ακόμη και τη στατιστική να μην έχεις υπόψιν σου (94% των 6.000 μελών είναι λευκοί, 77% άντρες, 76% άνω των 60), οι επιλογές μιλάνε από μόνες τους: την τελευταία πενταετία μόνο, ο θείος Όσκαρ έστρεψε το μπαστουνάκι του προς μια σειρά ταινιών που εξύψωσαν την ικανότητα του καλού λευκού να μετρηθεί με δυσμενείς περιστάσεις πολιτικών και ηθικών προκλήσεων (12 Years a Slave, Argo, The Hurt Locker) και να ξεπεράσει ανυπέρβλητα εμπόδια τοποθετημένα εκεί από τους φυσικούς εχθρούς του (Argo, The Hurt Locker) ή και τη φύση την ίδια (The King’s Speech, 12 Years a Slave), προκειμένου να αρθεί στο ύψος του σωτήριου ηγέτη (Argo, The King’s Speech, The Hurt Locker). Αν η ιστορία αυτή κρύβει μπόλικη νοσταλγία, αλλά και λίγο άρωμα απ’ το χωριό του θείου Όσκαρ, τουτέστιν τα παρασκήνια, τους διαδρόμους και τις αυλές των χολιγουντιανών στούντιο (The Artist, Argo), τότε πιάνει το τζακ ποτ.
Πολιτικών διλημμάτων απόντων στη φετινή χρονιά (πλην του Selma που έκανε το λάθος να δει την Ιστορία από αφροαμερικανική σκοπιά), η νοσταλγία της ζωής που περνά και χάνεται και μπορεί να παρασύρει μαζί της και το στίγμα του ανθρώπου στο χρόνο, αναδείχθηκε ως το κεντρικό των προβληματισμών της Ακαδημίας για φέτος. Και το Boyhood είναι φυσικά η ταινία-λάβαρο στο ζήτημα του περάσματος του χρόνου, αφού το φέρει στη ραχοκοκαλιά του την ίδια: ταινία χωρίς πλοκή, αλλά concept-πρόκληση στην υλοποίηση, το Boyhood είναι ένας άθλος αφοσίωσης κατ’ αρχήν στο θέμα του (του πιτσιρικά που μεγαλώνει), κι ύστερα στην ίδια την έννοια του μια ζωή να κάνεις σινεμά. Φλογερός θιασώτης ενός άπιαστου ρεαλισμού, ο Linklater έχει αφιερώσει την καριέρα του ολόκληρη στο κυνήγι της αλήθειας μέσα στο ψέμα της μυθοπλασίας, κι απ’ αυτήν την καριέρα επένδυσε μιάμιση σχεδόν δεκαετία μπαλατζάροντας τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Με το Boyhood του, ένα χωρίς αμφιβολία απαιτητικό και ριψοκίνδυνο κινηματογραφικό πείραμα, αψήφισε όλες τις έννοιες συμβατικότητας στο στήσιμο της παραγωγής, ποντάροντας στο ρίσκο της ζωής κι ακολουθώντας την με εμπιστοσύνη και κότσια. Όπως θα έλεγε ο Ρένος, η ζωή ξέρει, ο Linklater την εμπιστεύτηκε, κι αυτή του χάρισε ένα αλλόκοτο κράμα ντοκουμενταρισμένης δραματουργίας και μουταρισμένης φιλοσοφικής αγωνίας, που γοήτευσε αρκετά την Ακαδημία για να μαζέψει υποψηφιότητες για Ταινία, Σκηνοθεσία, Β’ Ρόλους και Σενάριο, αλλά με την απουσία του απ’ την κατηγορία του Μοντάζ να το αποδυναμώνει σημαντικά ως διεκδικητή.
Απ’ την άλλη, ξεκινώντας από μια βασική πλοκή (κυνήγι θησαυρού), την οποία εμπλούτισε ως τα μπούνια με αλληγορικό ιστορικό δράμα, ο Wes Anderson παρασκεύασε ένα πλήρες γεύμα φιλμικής μυσταγωγίας που συνδύασε ακομπλεξάριστη ψυχαγωγία με σιγασμένη ρεβιζιονιστική πολιτική ανησυχία. Στο The Grand Budapest Hotel του, τοποθετημένο σε έναν μη-τόπο, μια ανύπαρκτη χώρα καταμεσής μιας φαντασιακής ηπείρου, που ζούσε προβλήματα πολύ ίδια με την Ευρώπη του Α’ Παγκοσμίου, ο Anderson απελευθέρωσε την υπερρεαλιστική του ματιά και τη ρετρο-μοντέρνα του αισθητική για να απογειώσει το πιο προσιτό (διάβαζε: λιγότερο αυτιστικό) σενάριό του ως σήμερα. Έτσι, άνοιξε την αφηγηματική του φινέτσα σ’ ένα κοινό αρκετά ευρύ ώστε η ταινία του να αποκτήσει την βραβειακή νομιμοποίηση όχι απλώς του εμπορικότερου τίτλου ενός μέχρι πρότινος περιορισμένου στη σκληροπυρηνική χιπστεριά σκηνοθέτη, αλλά να μαζέψει πάνω απ’ τα διπλάσια των εισιτηρίων της Οικογένειας Τένεμπαουμ / The Royal Tenenbaums (2001), που ήταν το προηγούμενο μεγαλύτερο σουξέ του. Αναμφίβολο success story του art-house κυκλώματος για τη χρονιά που πέρασε, το The Grand Budapest Hotel χρωστάει μεγάλο κομμάτι της γοητείας του στην άνεση με την οποία ο Anderson αφομοίωσε τις αισθητικές και τεχνικές επιρροές του απ’ το αμερικανικό σινεμά των ‘30s και ‘40s, άπλωσε την αφήγησή του σε ρυθμούς παλιού Hollywood, κι άφησε την ιστορία του να ανασάνει αρκετά, ώστε σχεδόν ένα χρόνο (!) μετά την πρώτη του προβολή (στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου), να μπουκάρει σε όλες τις βασικές κατηγορίες που υποδεικνύουν αδιαφιλονίκητο φαβορί, πλην (πάλι) του μοντάζ, αλλά και χωρίς ούτε μία ερμηνεία.
Απ’ την άλλη, πληθώρα ερμηνευτικών υποψηφιοτήτων (τρεις στο σύνολο) μάζεψε το Birdman, αλλά αυτό είναι μάλλον παράγωγο, κι όχι η αιτία που η ταινία του Alejandro Gonzales Inarritu είναι το βασικότερο απ’ τα φαβορί. Ταγμένος στη διάτμηση της κατάθλιψης, ο Μεξικανός σκηνοθέτης της Βαβέλ / Babel (2006) και του Biutiful (2010), αποφάσισε με τη φετινή του δουλειά να χαλαρώσει την ανθρωποδιωχτική του θεματολογία (θάλασσες που ξεβράζουν πνιγμένους μετανάστες και Μαροκινά τουφέκια που σκοτώνουν Αμερικανές τουρίστριες) και να πιάσει ένα θέμα πιο προσγειωμένο, όσο κι αν περιστρέφεται γύρω από έναν άνθρωπο ντυμένο ως πουλί. Συνδυάζοντας στη meta-αφήγήση του την παράνοια του χολιγουντιανού κυκλώματος με την ιστορία του για τους ανθρώπους που συχγέουν την αγάπη και τον θαυμασμό, το Birdman αποδεικνύεται ένα απροσδόκητα feelgood ψυχόδραμα (κι η λέξη feelgood είναι βασική για την Ακαδημία), που χρωστάει πολλά απ’ τη δομή του στο σινεμά του Robert Altman, λειτουργώντας αποτελεσματικά ως μια μεταμοντέρνα, απολαυστική στη μαζεμένη της καυστικότητα σάτιρα της έννοιας του σύγχρονου σελέμπριτι. Οι υπόνοιες Χολιγουντιανού παρασκηνίου είναι κάτι που λατρεύει το Χόλιγουντ να βλέπει στη σκηνή, η βιρτουοζιτέ του σκηνοθέτη σερβίρεται με αρκετές δόσεις αυτοσυγκράτησης για να κερδίσει θαυμασμό χωρίς να προκαλέσει μπούκωμα, κι ο διπλός ρόλος του Michael Keaton τόσο επί της οθόνης, όσο και πίσω απ’ αυτήν, ως ηθοποιός που προσπαθεί να ξεπεράσει την παλιά δόξα του χολιγουντιανού υπερήρωα για να βρει τρόπο να τον πάρουν στα σοβαρά, λειτουργεί παραπάνω από ιδανικά ως βραβειακό δόλωμα, σ’ ένα εκλεκτορικό σώμα που λατρεύει όσο τίποτα στον κόσμο τις ευκαιρίες επίδειξης της μεγαθυμίας του, με το να επανυποδέχεται τα απολολώτα του αρνιά. Και να επιβραβεύει, βέβαια, κι αυτούς που τα επέστρεψαν.