Ο Ηλίας Γιαννακάκης είναι ο άνθρωπος που μας προθέρμανε για το Μουντιάλ που μπαίνει πια στην τελική του ευθεία. Μέσα από τη συχνότητα της ΝΕΡΙΤ και τη σειρά ντοκιμαντέρ Ο Πυρετός του Μουντιάλ που παρουσίασαν οι Χρήστος Σωτηράκόπουλος και Αντώνης Πανούτσος- Αντώνης Καρπετόπουλος μας βουτήξε στα βαθιά της ιστορίας της Εθνικής Ομάδας και του Παγκοσμίου Κυπέλλου γενικότερα., ανιχνεύοντας πρόσωπα και ιστορίες από τα βάθη του χρόνου. Και μάλιστα, παρόλο που η σειρά δεν είχε την κατάλληλη προώθηση, κατόρθωσε να συναρπάσει τους απανταχού ιστοριοδίφες του ποδοσφαίρου κι ευελπιστούμε πως η ΝΕΡΙΤ θα την επαναλάβει περισσότερες από μια φορές ως ένα άρτιο ιστορικό ντοκουμέντο. Κάτι που ο Ηλίας Γιαννακάκης είχε κάνει ξανά στο παρελθόν, υπογράφοντας και την εξαιρετική σειρά Για Πάντα Πρωταθλητές (για λογαριασμό της τηλεόρασης του ΣΚΑΪ, επιβεβαιώνοντας ότι είναι ο καλύτερος, αν όχι ο μοναδικός, αθλητικός ντοκιμαντερίστας στην Ελλάδα…
Η ιδέα για το ντοκιμαντέρ
Ασχολούμαι πολύ με το ποδόσφαιρο, και γενικά τον αθλητισμό, από μια ιδιαίτερη σκοπιά. Με ενδιαφέρει ως φίλαθλος το αμιγώς αθλητικό στοιχείο, το ποδοσφαιρικό θέαμα συν το ιστορικό/ κοινωνιολογικό/ δραματικό/ ψυχολογικό του υπόβαθρο. Θεωρώ ότι υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορείς να εισπράξεις πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση από το ποδόσφαιρο, ακόμη και την στιγμή που παρακολουθείς έναν αγώνα. Μπορείς να δεις μια σειρά από άλλα δεδομένα που συναποτελούν αυτό το φαινόμενο.
Το ποδόσφαιρο μου αρέσει πάρα πολύ, περιέχει τα πάντα μέσα του, είναι η ίδια η ζωή. Διαθέτει την δραματική, λογοτεχνική, ψυχολογική, αισθητική, ψυχική και ανθρώπινη διάστασή της. Είναι το κατεξοχήν υλικό με το οποίο μπορείς να φτιάξεις ανθρωποκεντρικές ιστορίες.
Από μικρός ήμουν μανιακός με αρκετές εφημερίδες, αποκτώντας έτσι μια πολύ καλή γνώση του αντικειμένου. Επομένως, το αθλητικό ντοκιμαντέρ με αφορούσε εδώ και αρκετά χρόνια. Έκανα πριν πέντε χρόνια το Για Πάντα Πρωταθλητές στον ΣΚΑΪ, εξετάζοντας την ιστορία του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Κι επίσης, ένα διπλό ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στην ΕΡΤ για το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας το 2011, στο πλαίσιο της σειράς Παρασκήνιο, με την οποία συνεργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια. Όταν η ΝΕΡΙΤ, έβγαλε μια προκήρυξη ότι ενδιαφέρεται για προ-μουντιαλικές εκπομπές ήταν δεδομένο ότι θα κατέθετα πρόταση. Η οποία κι έγινε δεκτή.
Το «κενό» του ελληνικού αθλητικού ντοκιμαντέρ
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παράδοση αθλητικού ντοκιμαντέρ όπως γυρίζεται στο εξωτερικό. Κι επαναλαμβάνω, ότι το αθλητικό ντοκιμαντέρ, μας προσφέρει την άλλη θέαση, την άλλη ματιά, την οποία θέλω να διασαφηνίσω: Με τον όρο «άλλη θέαση» δεν εννοώ μια πιο επικριτική ματιά στα πράγματα, γιατί στο παρελθόν οι όποιες απόπειρες ήταν συνήθως μικρά επεισόδια, ρεπορτάζ ή ατομικές προσεγγίσεις, που λόγω του ιδεολογικού πλαισίου της μεταπολίτευσης αντιμετώπιζαν το ποδόσφαιρο ως «όπιο του λαού». Υπήρχε μια κριτική προσέγγιση με αρνητικό πρόσημο που αδικούσε το άθλημα. Κατά καιρούς πολλοί κινηματογραφιστές που αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, αισθάνονταν την ανάγκη να το προσεγγίσουν με απολύτως κριτικό τρόπο, γιατί θεωρούσαν ότι δε θα μπορούσε ένας διανοούμενος να μιλήσει για το άθλημα χωρίς μια τέτοια στάση.
Αυτό δεν υπάρχει καθόλου στη δική μου προσέγγιση. Το ποδόσφαιρο μου αρέσει πάρα πολύ, περιέχει τα πάντα μέσα του, είναι η ίδια η ζωή. Διαθέτει την δραματική, λογοτεχνική, ψυχολογική, αισθητική, ψυχική και ανθρώπινη διάστασή της. Είναι το κατεξοχήν υλικό με το οποίο μπορείς να φτιάξεις ανθρωποκεντρικές ιστορίες. Αυτός είναι ο βασικός πυρήνας και της σειράς. Το μόνο που δε με αφορά είναι η στενά οπαδική ματιά πάνω στο άθλημα, δεν το έβλεπα ποτέ έτσι. Θυμάμαι πριν το πρώτο αθλητικό ντοκιμαντέρ που είχα κάνει, με τίτλο Η Διαρκής Γοητεία Της Στρογγυλής Θεάς πριν από 15 χρόνια περίπου, είχαν μιλήσει κάποιοι άνθρωποι που δεν είναι στη ζωή πλέον, ο Πάνος Γεραμάνης και ο Ηλίας Μπαζίνας, με τους οποίους γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Τότε, μου είχε πει ο Μπαζίνας, ότι «μακάρι να μπορούσε ο οπαδός να καταλάβει τι χάνει από την ποδοσφαιρική απόλαυση, όταν στέκεται μόνο μέσα από την οπαδική προσέγγιση…» και μου έδειξε χαρακτηριστικά με τα χέρια του πόσο στενή είναι η θέαση. Κι αυτή είναι η αλήθεια.
Στο εξωτερικό που δεν υπάρχουν τέτοιες προκαταλήψεις, σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος έχουν εκφράσει τη λατρεία τους για την μπάλα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το παράδειγμα με τον διευθυντή του Φεστιβάλ των Καννών, που έλεγε ότι «δε βάζω ποτέ το Φεστιβάλ σε ημερομηνίες που θα συμπέσουν με ημερομηνίες του τελικού του Champions League» ή τον σπουδαίο συγγραφέα Ρομπέρτο Γκαλεάνο ή τον Αλμπέρ Καμύ που ήταν και τερματοφύλακας.
Τα αρχείο της ΕΡΤ
Εξ’ αρχής η συμφωνία ήταν να γίνουν διαθέσιμα τα αρχεία, γιατί χωρίς αρχειακό υλικό δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί η σειρά. Έχω μεγάλη εξοικείωση με το αρχείο, οπότε γνώριζα ακριβώς τι ήθελα από εκεί. Είχα ανακαλύψει κομμάτια που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ, υπήρχαν παλιά ρεπορτάζ ειδήσεων της δεκαετίας του ’70 ή αποσπάσματα από την εκπομπή Αθλόραμα του Ανδρέα Μπόμη με θρύλους του αθλήματος. Υπάρχει επίσης υλικό με τον Αλκέτα Παναγούλια από τη δεκαετία του ’70, όταν είχε πρωτοαναλάβει την Εθνική, με παίκτες όπως ο Δεληκάρης (που επίσης δε μιλάει τώρα) και το να βλέπεις τους παίκτες νέους – τον Σαράφη, τον Ελευθεράκη, τον Οικονομόπουλο – είναι σχεδόν συγκινητικό Άλλα πολύ σπάνια στιγμιότυπα είναι όταν η Εθνική πήγε για φιλικό στη Βραζιλία το ’74. Απίστευτο υλικό.
Δεν έχει νόημα να έχεις το αρχειακό υλικό μόνο. Πρέπει να γνωρίζεις πώς θα το αξιοποιήσεις και όχι να το ρίχνεις ατάκτως. Τώρα, υπήρχε η ευκαιρία να τοποθετηθεί οργανικά κάπου, γι’ αυτό και νομίζω συγκίνησαν αρκετούς αυτές οι εκπομπές, παρόλο που δεν υπήρξε κάποια προβολή της σειράς – η ΝΕΡΙΤ είναι ένας οργανισμός που φτιάχνεται τώρα κι έτσι υπήρχαν πολλές δυσκολίες. Αλλά από το ξεκίνημα και μετά, την είδε όλο και περισσότερος κόσμος, οπότε νομίζω ότι πήγε πολύ καλά.
Βλέποντας το Ρωσσίδη, το Νικολούδη, τον Κωφίδη και τον Κατσουράνη, καθρεφτιζόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Συνδέονται με τις μνήμες, την παιδική μας ηλικία, την παιδική ηλικία των πατεράδων μας, με όσα πέρασαν σε μας.
Στα τέσσερα επεισόδια με το Χρήστο Σωτηρακόπουλο θέλαμε να δούμε την ιστορία της Εθνικής Ελλάδος από τα τάρταρα. Από τα πρώτα ξεκινήματα το 1929 που έτρωγε «εφτάρες» και «δεκάρες», μέχρι τα τελευταία χρόνια με το Euro, τις συνεχείς προκρίσεις και εσχάτως, τη Βραζιλία. Μέσα απ’ αυτή τη διαδρομή, θέλαμε να δούμε την ιστορία της Ελλάδας, των ανθρώπων, γι’ αυτό και μίλησα για ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Για παράδειγμα, ο Νίκος Πεντζαρόπουλος, αυτή η λιπόσαρκη μορφή με το μουστάκι που θυμίζει περισσότερο αγωνιστή του 182. Ή τον Μουράτη, που ήταν 25 χρονών, αλλά έμοιαζε 50, γιατί είχε περάσει από Κατοχή κι Εμφύλιο. Άνθρωποι που περνούσαν δια πυρός και σιδήρου. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, όπου άρχιζε να ανεβαίνει η Εθνική Ομάδα, με τον Παπαϊωάννου, το Δομάζο, μετέπειτα στη δεκαετία του ’70, που ήταν λίγο πιο μποέμ, με Δεληκάρη, Αρδίζογλου, Μαύρο, λίγο μετά το Σαραβάκο, Αναστόπουλο και τέλος τους σημερινούς Κατσουράνη, Χαριστέα κλπ. Σε όλα αυτά τα στάδια θέλαμε να εστιάσουμε σε μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες και στιγμές. Αυτό κάναμε και γι’ αυτό έβγαλαν συγκίνηση.
Ο πυρετός του μουντιάλ -Επεισόδιο 4: 2001 – 2014 by arxeiotv
Στην ιστορία του Μουντιάλ, το σκεπτικό ήταν διαφορετικό. Είχαμε το υλικό από τα FIFA Documentaries. Εκεί, με τον Πανούτσο και τον Καρπετόπουλο, που έχουν το δικό τους στυλ ως παρουσιαστές και τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων που κατέθεσαν τη μαρτυρία τους, χωρίς να είναι απαραίτητα από το χώρο του ποδοσφαίρου, αλλά που έχουν μια πολύ στενή σχέση με το αντικείμενο και μοιράζονται το ίδιο πάθος. Συγγραφείς, ζωγράφοι, πανεπιστημιακοί, σύμβουλοι επικοινωνίας, ποιητές. Απλοί φίλαθλοι, απ’ όλο το φάσμα, που δεν έρχονται ως μαϊντανοί να καταθέσουν απλώς μια άποψη. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους γνώριζα προσωπικά, ήξερα το background και τη γνώση τους όσον αφορά το ποδόσφαιρο. Κάθε μαρτυρία είχε μια ιδιαίτερη προσέγγιση, είχε πάθος.
Στο πέμπτο επεισόδιο, ασχοληθήκαμε με την ανίχνευση του μουντιαλικού μύθου. Από το γιατί μας συγκινεί το Μουντιάλ μέχρι τι σημαίνουν τα χρώματα, οι φανέλες. Γιατί αγαπάμε μια συγκεκριμένη ομάδα, τι θα μπορούσε να είχε γίνει σε μια διοργάνωση, αν για παράδειγμα είχε πάει ο Κρόιφ στο Μουντιάλ του ’78, ή εάν δεν είχε γίνει η εξέγερση της Ουγγαρίας το ‘56. Είναι πολλά τέτοια ερωτήματα που, αρχικά φαίνεται να έχουν καφενειακό χαρακτήρα, αλλά από κάτω έχουν βάθος. Κρύβουν αυτό που μας ενδιαφέρει σε σχέση με το ποδόσφαιρο. Επίσης, αναφερόμαστε στη δικαιοσύνη, αν το έχουν κατακτήσει αυτοί που το άξιζαν ή όχι.
Στο έκτο έχουμε τις μεγάλες στιγμές. Όπως η τραγωδία του Μαρακανά το 1950, όπου έχασε το πιο σίγουρο Κύπελλο η οικοδέσποινα Βραζιλία από την Ουρουγουάη, οδηγώντας πολλούς στο θρήνο και την αυτοκτονία. Το φοβερό Μουντιάλ του ’66, όπου ξεκίνησε η αντιπαλότητα Αγγλίας-Αργεντινής με τον αρχηγό της Αργεντινής (σ.σ Αντόνιο Ρατίν) που δεν έβγαινε όταν τον απέβαλλαν ή το γκολ του Χαρστ στον τελικό του ίδιου Μουντιάλ που δεν ξέρουμε αν πέρασε τη γραμμή. Και στη συνέχεια Πελέ, το «Χέρι του Θεού», το δοκάρι του Ρέζενμπρινκ το ’78.
Στο έβδομο επεισόδιο είναι τα πρόσωπα. Υπάρχει η σύγκριση Πελέ-Μαραντόνα, την οποία κάνουμε σε τέσσερα διαφορετικά μέρη, ο καθένας λέει κάτι ξεχωριστό. Η κουτουλιά του Ζιντάν, οι μεγάλες επιστροφές π.χ. του Ρονάλντο ή του Ρόσι που γύρισαν και πήραν το τρόπαιο, και φυσικά τα δολοφονικά «τσεκούρια».
Στο όγδοο και τελευταίο, ανιχνεύουμε τις μεγάλες σχολές: την Ουρουγουάη, την Ουγγαρία του Πούσκας, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Αγγλία (γιατί έχει πάψει να είναι αυτό που ήταν κάποτε), την Ολλανδία του Κρόιφ, τη Γερμανία, τους Ιταλούς και τους Σοβιετικούς, που είναι μια χαμένη σχολή πλέον και εσχάτως τη Γαλλία και την Ισπανία. Υπάρχει κι ένα νήμα σε αυτήν την εκπομπή. Η Ουγγαρία με την Ολλανδία έπαιξαν ένα πολύ συγγενικό ποδόσφαιρο που στο τέλος μεταφέρεται στην Ισπανία, μέσω της Μπαρτσελόνα κι έχει τη σφραγίδα του Κρόιφ. Το πιο κοντινό σημείο αναφοράς στο total football που έπαιξε εκείνη η Ολλανδία του ’74, βρίσκεται στην Ουγγαρία του Πούσκας, που είχαν καταργήσει τις θέσεις κι έπαιζαν ελεύθερα μέσα στον αγωνιστικό χώρο, αλλά όχι άναρχα. Προσπαθούμε να δούμε αυτή τη σύνδεση μέχρι τις μέρες μας.
Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας
Πάντα μαθαίνεις σε αυτές τις ιστορίες, ποτέ δεν τα ξέρεις όλα. Ας πούμε ρώτησα τον Ηλία Ρωσσίδη για την εποχή με τις «εφτάρες». Τη δεκαετία του ’50 τρώγαμε αρκετές σαν ομάδα, αλλά μου έδωσε μια ρηξικέλευθη απάντηση, η οποία ήταν και αστεία αλλά και ενδιαφέρουσα παράλληλα. «Μας έβαλαν κάτι στο φαγητό, ένα υπνωτικό και δε μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Μετά, μας αδίκησε και ο διαιτητής…». Ή ο Νεστορίδης στην ίδια ερώτηση που μου έλεγε ότι δεν έπαιζε σε κάποιο από αυτά τα παιχνίδια, ενώ στ’ αλήθεια είχε παίξει. Θέλουν να το απωθήσουν, γιατί ήταν μια πολύ βαριά εμπειρία και είχε ενδιαφέρον να διαπιστώνεις ότι είχε περάσει στους παίκτες ότι υπήρξε κάποια δολιοφθορά, ήθελαν να διώξουν την αρνητική εμπειρία και να θυμούνται μόνο αυτό που τους είχε δοξάσει.
Άλλωστε, χωρίς τα «άσχημα» δεν μπορούν να υπάρξουν και τα σπουδαία. Αν δείχνεις μια ιστορία, με μια συνεχή παράθεση δοξαστικών στιγμών, τότε γίνεται κουραστική και κάπως βαρετή. Αν υπάρχει διαδοχή, που έτσι κι αλλιώς είναι υπαρκτή, με όλα τα σκαμπανεβάσματα, όταν φτάνεις στο τέλος και το Euro, τότε είναι που έχει πολύ μεγάλη σημασία μετά τις ήττες, τα ντροπιαστικά αποτελέσματα και τις παρολίγο επιτυχίες. Γιατί οι κακές στιγμές έχουν ενδιαφέρον ενώ μπορεί να κρύβουν μεγαλείο.
Ας πούμε λοιπόν, τελειώνοντας, το παράδειγμα του Πεντζαρόπουλου, που τόσα χρόνια μετά είναι ακόμη ο «ήρωας του Τάμπερε». Σε εκείνο το Προολυμπιακό τουρνουά χάσαμε 2-1, αλλά χάρη στις εκπληκτικές του αποκρούσεις (περίπου 20-30) το σκορ έμεινε τόσο χαμηλά. Εκείνη την εποχή μπορούσε να είναι μυθική ακόμα και μια ήττα, η οποία θα μπορούσε να είναι 15-1, αλλά εκείνος τη μετέτρεψε μόνο σε μια τιμητική ήττα με το αξιοπρεπές 2-1. Σήμερα, δε θα μιλούσε κανείς για μια τέτοια ήττα. Υπάρχει συγκίνηση πίσω από αυτό, όχι εύκολη, απλά προκύπτει από τα γεγονότα Γιατί, βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους μπορούμε να ανακαλύψουμε εμάς. Αυτό είναι το μότο. Βλέποντας το Ρωσσίδη, το Νικολούδη, τον Κωφίδη και τον Κατσουράνη, καθρεφτιζόμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Συνδέονται με τις μνήμες, την παιδική μας ηλικία, την παιδική ηλικία των πατεράδων μας, με όσα πέρασαν σε μας. Όλες αυτές τις μνήμες και τη θολή τους εικόνα, ήθελα να τις κάνω λίγο πιο ξεκάθαρες.