Μπορεί κανείς να κατηγορήσει για πολλά τον Φάνη Γκέκα, όχι όμως για υπερβολική δόση class. Είναι πρώτα απ’ όλα το μαλλί, αυτός ο αβαν γκαρντ συνδυασμός ανταύγειας στη χαίτη-λασπωτήρα και φιορδ αραίωσης στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, κάπως σαν την τελευταία λέξη της μόδας αν είσαι αλβανός μπογιατζής των early 00s ή έλληνας φορτηγατζής στο λυκόφως των σοσιαλιστικών 80s. Είναι το περίφημο τατουάζ, το κλειδί που άνοιξε τις πύλες του ανεξήγητου της δερματοστιξίας, όταν το συνέλαβε ο φακός στην πρεμιέρα με την Κολομβία. Είναι επίσης μια αλησμόνητη σκηνή, από τότε που έπαιζε στην Καλλιθέα ακόμα: έχει σκοράρει στο Ελ Πάσο και κατευθύνεται προς την εξέδρα βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα και διατάζοντάς τη να σωπάσει, κανείς φυσικά δεν του είχε εξηγήσει ότι αυτός είναι ένας πανηγυρισμός που προβλέπεται για τα εκτός έδρας ματς. Είναι, τέλος, το μη δαντελωτό παιχνίδι – ο Θεοφάνης ποτέ δεν ντρίμπλαρε σαν σκιέρ σε σλάλομ κατάβαση, ποτέ δεν άλλαζε με 40μετρες μπαλιές το παιχνίδι, πολύ συχνά (πάλι το μυαλό πάει αυτόματα στο ματς της πρεμιέρας) τα τελειώματά του δεν ήταν τα καλύτερα με αποτέλεσμα να του κολλήσει και λίγο η στάμπα του χασογκόλη. Μόνο που για να είσαι χασογκόλης, πρέπει να είσαι εκεί. Στη φάση. Και στα 25 χρόνια που βλέπω ελληνικό ποδόσφαιρο με πλήρη συνείδηση ανάμνησης, «εκεί» – όπως ο Γκέκας – ήταν μόνο δύο άλλοι έλληνες φορ. Ο Νίκος Αναστόπουλος και ο Αλέκος Αλεξανδρής. Ο Γκέκας, ο αγαπημένος μου unsung hero από αυτήν την Εθνική, ήταν πάντα αντιτουριστικός. Ποτέ δε λατρεύτηκε από κάποια εξέδρα (συνδέθηκε μάλιστα και με κάποιες άθλιες σεζόν παραλυτικής εσωστρέφειας του Παναθηναϊκού), ποτέ δεν είχε την ασυλία του αθλητικού τύπου, κάποια στιγμή δε είχε πέσει και στη δυσμένεια των «φίλων Κατσουράνη». Κι όμως έκανε μια αξιοπρεπέστατη καριέρα γυρολόγου, αλλάζοντας 12 ομάδες σε 16 χρόνια, ενώ εκμεταλλευόταν στο έπακρο το ένα και μοναδικό του αξιοσημείωτο πλεονέκτημα: την ταχύτητα/ικανότητά του να παίζει στο όριο του οφσάιντ. Η διαδικασία των πέναλτι προφανώς και υπάρχει για να αστοχούν κάποιοι και να γίνονται μοιραίοι. Το να κατηγορείς τον Γκέκα για την απώλεια της πρόκρισης (παραλείποντας ότι η φορίσια κίνησή του προκαλεί το γκολ του Παπασταθόπουλου) είναι αστεία ένδειξη αμπαλοσύνης. Το να αγνοείς όμως ότι πάμε σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις εδώ και μια δεκαετία, (και) επειδή ο Θεοφάνης καθάριζε με τις ξαπλωτές του προβολές τις Λετονίες και τις Μολδαβίες που βρίσκαμε στα προκριματικά είναι τριζάτη ποδοσφαιρική αχαριστία. Διόλου τυχαίο ότι και τα δύο μπορούμε να τα συναντήσουμε σε αυτούς που καθοδηγούν την ελληνική ποδοσφαιρική κοινή γνώμη εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες.
Poor old Gekas. Hope someone puts an arm round him. Great penalty, greater save.
— Hugh Laurie (@hughlaurie) June 29, 2014
Την άνοιξη του 2002, λίγο πριν το ασιατικό παγκόσμιο κύπελλο, αξιοποιούσα στο έπακρο τις δυνατότητες της ενωμένης Ευρώπης συμμετέχοντας στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, του κοινού νομίσματος. Ήταν η σεζόν που ο Παναθηναϊκός είχε την καλύτερη ομάδα της ιστορίας του και η ευρωπαϊκή πορεία του «Πρέσβη» (που λέγαμε τότε) ήταν μια καλή ευκαιρία να ανακαλύψω την Ιβηρική. Ο δρόμος της πρόκρισης στους 8 του Τσάμπιονς Λιγκ, λοιπόν, με έφερε στο Οπόρτο να αγοράζω το περίφημο κρασί στις όχθες του ποταμού Ντούρο. «Θέλω ένα μπουκάλι», τους είπα, μου απάντησαν «έχουμε πολλές επιλογές και ποικιλίες, από 7 μέχρι 2500 ευρώ» διάλεξα μια μέση λύση – στα 12 ευρώ – και συνέχισα την τουριστική μου επέλαση μένοντας σε μια ετοιμόρροπη σοφίτα ενός χόστελ που ήταν προφανώς ότι πιο φθηνό μπορούσαμε να βρούμε διαθέσιμο. Πήγαμε με την Α. στο «Ντας Άντας» (το παλιό γήπεδο της Πόρτο), χάσαμε 2-1 υπό καταρρακτώδη βροχή και γυρίσαμε λούτσα στο spooky κατάλυμά μας. Ο τύπος στη «ρεσεψιόν» μας είχε προειδοποιήσει ότι μετά τις 11.30 η εξωτερική πόρτα κλείνει. Εμείς όμως ήμασταν νηστικοί. Και, δε θυμάμαι γιατί, έπαιζε κάποιο θέμα με τα κλειδιά. Άρα τον είχαμε ανάγκη, αφού τον αψηφίσαμε κι αναζητήσαμε φαγητό μέσα στα μεσάνυχτα, Χτυπώντας το κουδούνι στην επιστροφή, μας επισήμανε την προειδοποίησή του και για κανά δεκάλεπτο δε μας άνοιγε παρά τις επικλήσεις μας σε μια, προ κρίσης, αλληλεγγύη του soon to be τσακισμένου Νότου. Όταν εδέησε να κατέβει και να μας ανοίξει, είχε εκείνο το στραβωμένο βλέμμα που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Γιατί και να ήθελα, δε γίνεται. Το βλέπω εδώ και 13 χρόνια να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του Φερνάντο Σάντος. Του «καρπουζά από το Εστορίλ» που μας αγάπησε, ακόμα κι αν αρνούμαστε να τον παραδεχθούμε ολοκληρωτικά.
Δεν υπήρχε αμφιβολία, όταν διαδέχθηκε τον άνθρωπο που άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού ποδοσφαίρου ότι ήταν η ενδεδειγμένη επιλογή, όπως αποδείχθηκε κι εκ των αποτελεσμάτων. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία τουλάχιστον σε όσους από μας γνωρίζουμε τις δυνατότητες των ελλήνων ποδοσφαιριστών και προσδοκούμε ρεαλιστικά κάτι ψιλοβαρετό μα αποτελεσματικό, παρά κάτι ντεμέκ θεαματικό και προφανώς ανέφικτο.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γιατί αυτός ο τζόρας, μονόχνωτος, αγέλαστος Πορτογάλος με τα δερμάτινα μπουφάν Τουρκίας από ελληνική βιντεοκασέτα και τα πουκάμισα με γιακάδες «Ποσειδώνιο», μας κατάλαβε. Τόσο εμάς τους έλληνες ποδοσφαιρόφιλους, όσο –κυρίως- τους έλληνες ποδοσφαιριστές. Με αποκορύφωμα το χθεσινό κύκνειο άσμα του στον πάγκο που φάνηκε πόσο έγινε ένας από μας. Πόσο διαφορετικός είναι πια από τον τύπο που στην παρθενική του σεζόν με την ΑΕΚ είχε χάσει τρεις συνεχόμενες Κυριακές με 3-2, ουσιαστικά χαρίζοντας ένα σίγουρο ήδη από το Δεκέμβρη πρωτάθλημα. Χθες, λοιπόν, παρουσίασε μια ομάδα όπως πάντα νοικοκυρεμένη, θόλωσε μετά το 0-1 κάνοντας κακές αλλαγές, δεν σταμάτησε να το πιστεύει και δικαιώθηκε στο 92’. Και μετά άνευ λόγου κι αιτίας πήγε κι αποβλήθηκε πριν τα πέναλτι. Ο χερ Ότο ευτυχώς αδιαφορούσε για όλα επιστρατεύοντας τον τευτονικό σνομπισμό του για να αλλάξει τη ροή του ποταμού, ο Φερνάντο Σάντος – ευτυχώς πάλι – αποδείχθηκε ο καπάτσος τύπος που τηρώντας τις ισορροπίες συνέχισε να τσουλάει τη βάρκα και βελούδινα έκανε και την επιβεβλημένη ανανέωση. Μην πάμε μακριά, την αξία της πρακτικής σκέψης του θα την καταλάβουμε σύντομα. Μόλις αναλάβει ο Κλαούντιο Ρανιέρι.
Για τον Γιώργο Καραγκούνη, δεν έχω να πω κάποια ιστορία. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα αποτελούσε εθνικό αθλητικό κεφάλαιο, έχοντας καπαρώσει αιώνια την φανέλα με το όνομα “legend” στην πλάτη. Μόνο που στην Ελλάδα, η λέξη «Θρύλος» είναι κατοχυρωμένη στους απέναντι που ανακάλυψαν το 2014 ότι είναι ωραίο η ραχοκοκαλιά της Εθνικής να βασίζεται στην ομάδα σου. Και στον Παναθηναϊκό, του οποίου αποτελεί σύμβολο, σκοντάφτει στη διαχρονική αλλεργία στις σημαίες που δύσκολα θα του επιτρέψει να αποσυρθεί ως «ποδοσφαιρικός Αλβέρτης». Το εγχώριο micro gossip, όμως, είναι κολοκύθια τούμπανα, μπροστά στην καριέρα του. Ο τύπος, «η τυπάρα» καλύτερα, πήρε EURO, έπαιξε Ίντερ, Μπενφίκα, Πρέμιερ Λιγκ, σε δύο Μουντιάλ και στην 138η συμμετοχή του έτρεξε 13 χιλιόμετρα παίζοντας 120 λεπτά στα 37 και κάτι του. Μερικές φορές αρκούν κάποιοι αριθμοί στη σειρά για το αυτονόητο standing ovation.
ποτε αλλοτε ενα εθνος δεν ηταν τοσο απροετοιμαστο για μια τετοια στιγμη #1hForaStaPenalty — Laternative (@Laternative) June 29, 2014
Πέτυχε η Εθνική; Ναι. Έφτασε στους 16 για πρώτη φορά. Και μας έβαλε σε μια θέση που δεν είχαμε ξαναμπεί. «Ποτέ άλλοτε ένα έθνος δεν ήταν τόσο απροετοίμαστο για μια τέτοια στιγμή», έγραψα σε τυπικά υπερβολικό social media τόνο στο twitter, για να τονίσω το πρωτοφανές.
Είναι λίγο μίζερο να το επαναλαμβάνουμε συνεχώς, το πόσο σημαντικό είναι που βλέπουμε την Εθνική σε αυτές τις μεγάλες διοργανώσεις, αλλά όσοι έχουμε ζήσει και θυμόμαστε τις Εθνικές του Παπαποστόλου, του Γεωργιάδη, του Πολυχρονίου και των υπόλοιπων διορισμένων το εκτιμάμε σαν παρθένοι που βρέθηκαν κλειδωμένοι στο ίδιο δωμάτιο με την Κατερίνα Στικούδη.
Ικανοποίησε η Εθνική; Tough one. Σόρι, αλλά δεν μπορώ να συμμεριστώ το ηρωικό κλίμα της σημερινής ημέρας. Η Εθνική έφαγε τρία στην πρεμιέρα, ήταν άθλια με την Ιαπωνία μέχρι την αποβολή – ηλεκτροσόκ του Κατσουράνη που (μας) έσωσε το τουρνουά. Έβγαλε αναίμακτα τους Γιαπωνέζους όντως με παλικαριά, εκμεταλλεύτηκε την παροιμιώδη αφρικανική αφέλεια των Ιβοριανών και την πάτησε από την Κόστα Ρίκα λίγο πολύ με τον τρόπο που πιάνει η ίδια κορόιδο τους αντιπάλους της. Τα βάζω όλα μαζί στο σέικερ, το κοκτέιλ πίνεται, αλλά διάολε ευκαιρία για τους 8 με την Κόστα Ρίκα και παίκτη παραπάνω πότε θα ξαναβρούμε; Από την άλλη σκέφτεσαι ότι έμειναν έξω δυο ομαδάρες όπως η Χιλή και το Μεξικό και συμβιβάζεσαι απλά και μόνο με το να το πάρει η Αργεντινή εκεί μέσα. Κι ετοιμάζεσαι για άλλες δύο εβδομάδες απόλαυσης.