Για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ο David Bowie αποτέλεσε σύμβολο των πιο ανήσυχων απ’ τις στιγμές των καιρών μας, ένα έμβλημα της ασταμάτητης ανάγκης για αλλαγή, ανατροπή, κι εξέλιξη, που σιγοβράζει σαν οργισμένο ποτάμι κάτω απ’ το έδαφος που πατά και περπατά η κοινωνία μας. Μαγνητικός πόλος για τον μπούσουλα των πιο ασυμβίβαστων πτυχών της παγκόσμιας κουλτούρας μας, ο Bowie γεφύρωνε το διάκενο ανάμεσα σε υψηλή αισθητική και ποπ προσβασιμότητα, με την ίδια άνεση που φορούσε το σακάκι του το πρωί. Την ίδια άνεση με την οποία φορούσε το πετσί των χαρακτήρων που ζωντάνευε στις μεγάλες οθόνες, για σκηνοθέτες τόσο διαφορετικούς όσο ο Nicolas Roeg κι ο Nagisha Oshima, ή ο David Lynch κι ο Christopher Nolan.

Την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση, ο David Bowie την έκανε με τον χαρακτήρα που ήταν μάλλον ο πιο ταιριαστός στη μυθολογία που είχε χτίσει γύρω του, κι ίσως γι’ αυτό κι ο εξωγήινος του The Man who Fell to Earth (1976) να είναι κι ο πιο χαρακτηριστικός της φιλμογραφίας του. Τρία χρόνια μετά την οριστική αποδήμηση του Ziggy Stardust απ’ τον πλανήτη μας (κι on camera μάλιστα, στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του DA Pennebaker, Ziggy Stardust and the Spiders from Mars / 1973), ο Bowie επέστρεψε στη Γη ως Thomas Jerome Newton: ένας ανθρωπόμορφος εξωγήινος, που χτύπησε τη διαγαλαξιακή μας πόρτα για να ζητήσει απλώς λίγο νερό.

Βασισμένη στο βιβλίο του Walter Tevis –μια απ’ τις πιο λαοφιλής λογοτεχνικές παραβολές περί αλκοολισμού, κεκαλλυμένη με το μανδύα της επιστημονικές φαντασίας και καμουφλαρισμένη με ψυχροπολεμικές αναφορές–, η μεταφορά του Nicolas Roeg βρήκε τον τέλειο πρωταγωνιστή της στον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Bowie, ο οποίος, όπως παραδέχτηκε αργότερα, έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο τρομπαρισμένος ως τα μπούνια στην κόκα. Ήταν ο ίδιος ο Bowie όμως, που μετέτρεψε το χαρακτήρα σε έμβλημα της πολυσχιδούς του προσωπικότητας, εμποτίζοντάς τον όχι απλώς με την ερμηνευτική ειλικρίνια που αποζητά ο κάθε ηθοποιός να εμφυσήσει στους ρόλους του, αλλά με ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού: αυτήν την τέλεια αποκρυστάλλωση της αποξένωσης, το σταθερό πυρήνα όλων των περσόνων που εφεύρισκε, σκότωνε κι επανεφεύρισκε ο Bowie σε όλη του την καριέρα, εντός κι εκτός οθόνης.

Δυο χρόνια μετά, στο Just a Gigolo (1978), ο Bowie φόρεσε, ή μάλλον κρέμασε τη στολή ενός αξιωματικού της Πρωσίας, που επιστρέφει στο Βερολίνο μετά τον Α’ Παγκόσμιο κι αδυνατεί να βρει άλλη δουλειά, πέρα απ’ αυτήν του ζιγκολό. Η καριέρα του είναι μικρή κι η κατάληξή της τραγική, όταν πέφτει νεκρός στο δρόμο που ξεσπά μια σύρραξη μεταξύ κομμουνιστών και ναζιστών. Η πορεία της ταινίας διακόπηκε εξίσου απότομα, όταν την έσφαξαν οι κριτικοί σε Γερμανία και Αγγλία, κι όχι άδικα. Εύκολα η χειρότερη στιγμή του Bowie, η πραγματική αφορμή για την εμφάνισή του σ’ αυτήν την πανωλεθρία όμως, δεν ήταν άλλη απ’ τον πόθο του να συνεργαστεί με ένα από τα μεγάλα του ινδάλματα: την Marlene Dietrich, που κρατούσε το ρόλο της αφεντικίνας του μπορντέλου. Η Γερμανίδα σταρ ήταν μια απ’ τις περσόνες που είχαν επηρεάσει αρκετά τον Bowie ώστε να της έχει αποτίσει φόρο τιμής στη φωτογράφηση του εξωφύλλου του δίσκου του Hunky Dory λίγα χρόνια πριν, κι η ειρωνεία ήταν πως, παρ’ ότι έσπευσε να συμμετάσχει στο Just a Gigolo για να σταθεί δίπλα της στην οθόνη, το μόνο που κατάφερε να δει δίπλα-δίπλα ήταν τα ονόματά τους, αφού οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ, ούτε στην ταινία, ούτε στα γυρίσματά της.

Στα ’80s ο Βρετανός αστέρας πέρασε την πιο πολυάσχολη περίοδό του κινηματογραφικά, αφού εκτός απ’ το σπαρταριστό του cameo ως μούτσος ντυμένος καρχαρίας στη Monty Python-ική κωμωδία Yellowbeard, ο Bowie ενσάρκωσε τον Νεοζηλανδό Ταγματάρχη Celliers του Merry Christmas Mr Lawrence (1983), ο οποίος αναπτύσει μια λανθάνουσα ομοερωτική σχέση με τον φύλακά του, όταν βρίσκεται αιχμάλωτος πολέμου στην Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου.

Την ίδια χρονιά, με τις Catherine Deneuve και Susan Sarandon στα πλευρά του, μοίρασε ερωτικές και θριλερικές ανατριχίλες στο The Hunger (1983) του Tony Scott, όπου δάνεισε την αθάνατη σάρκα του στον χαρακτήρα του John Blaylock, για να ζωντανέψει στην οθόνη την υπαρξιακή αγωνία ενός βαμπίρ που έχει περάσει την αιωνιότητα αφιερωμένος και παραδομένος απόλυτα στον έρωτα, σαρκικό και πνευματικό — ταινία που αν τη δεις πλάι-πλάι με το Only Lovers Left Alive (2013) του Jarmusch, θα σου σβήσει όποια αμφιβολία για την εξ αίματος συγγένεια του Bowie με το θηλυκό του alter ego που κυκλοφορεί ως Tilda Swinton.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Bowie φόρεσε την πιο κουλή περούκα της κινηματογραφικής καριέρας του για να ζωντανέψει τον Βασιλιά των Γκόμπλιν στο Labyrinth (1986), μια αποτυχημένη παραγωγή του George Lucas στην περίοδο που οι ταινίες φαντασίας ήταν για το Hollywood το καινούριο μαύρο, κ ύστερα γύρισε στην από ‘δώ μεριά του ωκεανού, για έναν ακόμη αξέχαστο ρόλο του: αυτόν του μεφιστοφελικού διαφημιστή Vendice Partners, που προσπαθεί να μυήσει ένα φιλόδοξο πιτσιρικά στη σκοτεινή πλευρά της Δύναμης προκειμένου να τον βοηθήσει να κατακτήσει τη γκόμενα των ονείρων του, ενώ τριγύρω διάφοροι τύποι με περίεργα ονόματα προσπαθούν να καταπολεμήσουν τον ρατσισμό της μεταπολεμικής Βρετανίας των ’50s χορεύοντας και τραγουδώντας. Για καλή τους τύχη, ένα απ’ τα τραγούδια που συνοδεύουν τις χορογραφίες τους, είναι το Absolute Beginners, απ’ το οποίο πήρε τον τίτλο της και η ταινία.

Ο Bowie έκλεισε τα ’80s φορώντας τις χλαμύδες του Πόντιου Πιλάτου για να βάλει στη θέση του τον ατακτούλη Ιησού στον Τελευταίο Πειρασμό (1988) του Martin Scorsese, κι έκανε στοιχειωτικό μπάσιμο στα ’90s, δαιμονίζοντας τις κάμερες του Twin Peaks: Fire Walk with Me (1991), στο ρόλο του πράκτορα Phillip Jeffries, που εκτός απ’ τα πατήματά του, έχασε και τον εαυτό του κάπου στις μπλεγμένες χωροχρονικές διαστάσεις που συνθέτουν το αλλόκοτο σύμπαν του David Lynch. Μετά και την εμφάνισή του κάτω απ’ την κάτασπρη περούκα του Andy Warhol, τον οποίο υποδύθηκε στο τολμηρό πάντρεμα κινηματογράφου και ζωγραφικής που ήταν το Basquiat (1996) του Julian Schnabel, ο Bowie λιγόστεψε τις κινηματογραφικές του εξορμήσεις, χωρίς βέβαια να χάσει τη δυναμική του.

Η όποια απουσία του μονάχα να ενισχύσει μπορούσε τη βαρύτητα που άφηνε η σκιά του, όταν και όποτε έπεφτε στην οθόνη. Σε σημείο τέτοιο μάλιστα, που μια random εμφάνισή του ως κριτής πασαρέλας (!) στο Zoolander (2001) για παράδειγμα, να είναι ικανή να προκαλέσει παροξυσμό. Η δε στιβαρότητά του στο ρόλο του εφευρέτη Nicola Tesla, στο The Prestige (2006) του Christopher Nolan, όχι μόνο παρείχε στον συντοπίτη του σκηνοθέτη τον αδιαφιλονίκητο Deux ex Machina που χρειαζόταν, αλλά και το (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ηλεκτρισμένο ερμηνευτικό αντίβαρο που η δραματουργία της ταινίας διακαώς επιζητούσε. Κι αυτό γιατί απ’ την πρώτη ως την τελευταία του στιγμή, Bowie δάνειζε λίγη απ’ την εμβληματικότητά του, στα καρέ του φιλμ που κατάφερναν να χωρέσουν κάποια απ’ τις ατέλειωτες εκδοχές της προσωπικότητάς του. Κι ήταν αυτό και το μεγάλο του ατού, κάθε φορά που εμφανιζόταν στη μεγάλη οθόνη: όχι ότι μπορούσε να ερμηνεύσει τον εκάστοτε ρόλο του, αλλά να τον εμποτίσει με την αλήθεια μιας προσωπικότητας ικανής να επανεφευρίσκει τον εαυτό της συνεχώς, και πάντα να βρίσκει την ίδια ατόφια ειλικρίνεια σε κάθε καινούρια της βερσιόν.

Σήμερα, ο David Bowie έφυγε απ’ τον πλανήτη μας περίπου όπως είχε φύγει ο Ziggy του μπόλικα χρόνια πριν: μετά από κόπο και ιδρώτα, και χωρίς καμιά προειδοποίηση. Περίπου όμως σαν τα ημίψηλα καπέλα που σκόρπιζε στη χιονισμένη αυλή ο Tesla του, έτσι κι ο Bowie άφησε πίσω πτυχές της προσωπικότητάς του που θα μείνουν μαζί μας για πάντα. Το Velvet Goldmine (1998), του Todd Haynes, ό,τι πιο κοντινό έχουμε φτάσει σε (έστω και άτυπη) βιογραφία του David Bowie, είναι ένα ατόφιο δείγμα της επιδραστικότητας που είχε αυτός ο εξωγήινος αστέρας, στον τρόπο σκέψης και έκφρασης ανθρώπων που δεν γνώρισε ποτέ, αλλά άγγιξε για πάντα. Στο Prometheus (2012) του Ridley Scott, το ταυτόχρονα ελκυστικό κι ανατριχιαστικό ανδροειδές David που ερμηνεύει ο Michael Fassbender, δεν μοιράζεται μόνο το ίδιο όνομα με τον Bowie, αλλά και στοιχεία της ηδυπαθούς, αμφίσημης κι αλλόκοσμης περσόνας του. Ακόμα κι η γκροτέσκα εκδοχή του Castor που υποδύεται ο Martin Sheen στο αποτυχημένο Tron: Legacy (2010), μια παραμορφωμένη εκδοχή του Ziggy, δεν υπογραμμίζει παρά το προφανές: ο Bowie μπορεί να έφυγε σήμερα, αλλά η φιγούρα του θα είναι για πάντα εδώ. Στους ήχους, τις εικόνες, τις ιστορίες και τις αναμνήσεις που θα καταναλώνουμε για χρόνια ακόμα. Μια σειρά από μετενσαρκώσεις της πολύμορφης κληρονομιάς του Bowie, που θα συναντάμε στο διηνεκές της pop κουλτούρας.

Μέχρι να τον ξανανταμώσουμε.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης
Tags: David Bowie