Categories: ΜΟΥΝΤΙΑΛ 2014

Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος ξενύχτησε από σεβασμό στην παραπονεμένη αυταπάρνηση των ελλήνων διεθνών

Ο ανθυπολοχαγός Χίρο Ονόντα, ένας κοντός νευρικός Ιάπωνας με σκληρά μάτια μεταξύ εμμονής, τρέλας και ανοησίας, ήταν από αυτούς τους τύπους που πιθανότατα δεν θέλεις να συναντήσεις σε ένα σκοτεινό σοκάκι μετά τα μεσάνυχτα. Σίγουρα, ήταν ένας τύπος που δεν θέλεις να συναντήσεις σε έναν πόλεμο.

Το 1945, καθώς ο ιαπωνικός στρατός υποχωρούσε και οι Αμερικάνοι πλησίαζαν απειλητικά, ο Ονόντα δέχθηκε την προτελευταία εντολή από τον ταγματάρχη του, Γιοσίμι Τανιγκούτσι. Η εντολή ήταν να παραμείνει στο νησί Lubang, 93 μίλια νοτιοδυτικά των Φιλιππίνων για όσο χρειαστεί: «Μπορεί να περιμένεις έναν χρόνο, μπορεί και πέντε. Αλλά θα επιστρέψουμε να σε πάρουμε» του είπε ο ταγματάρχης και εξαφανίστηκε στα μετόπισθεν.

Εκπαιδευμένος σε ανταρτοπόλεμο, ένας είτε ηρωικός, είτε ανόητος, είτε από αυτούς τους ανθρώπους που δεν καίγονται ιδιαίτερα να γυρίσουν σπίτι τους, ο Ονόντα υπάκουσε. Έχτισε ένα πρόχειρο κατάλυμα, σκότωνε αγελάδες για φαγητό, φορούσε κάθε μέρα την φθαρμένη στολή του και για τα επόμενα 29 χρόνια, αρνιόταν να δεχθεί ότι είχε τελειώσει ο πόλεμος. Σκότωνε όσους προσπαθούσαν να τον ενημερώσουν πως κάτι κάνει λάθος θεωρώντας πως διέδιδαν προπαγάνδα, έκανε επιδρομές σε φιλήσυχους χωρικούς όταν βαριόταν, σκότωσε καμία 30αριά Φιλιππινέζους και μόνο το 1974, όταν ο ίδιος ο, γηραιός πια, ταγματάρχης του – που στο μεταξύ είχε γίνει ένας φιλήσυχος βιβλιοπώλης – αναγκάστηκε να εμφανιστεί μπροστά του και να ανακαλέσει την εντολή σε μια προσπάθεια της ιαπωνικής κυβέρνησης να τελειώσει αυτό το αστείο, γύρισε στην πραγματική ζωή.

Ο ανθυπολοχαγός Χίρου Ονόντα

Η ιστορία είναι πραγματική . Και, κυρίως, είναι εκπληκτική. Τον Ιανουάριο του 2014,ο Ονόντα πέθανε σε ηλικία 91 ετών, αποδεικνύοντας πως αν είσαι αποφασισμένος μπορείς να γεράσεις με ή χωρίς τις εμμονές σου. Η ιστορία επίσης δεν έχει καμία άμεση σχέση με τον αγώνα Ελλάδα – Ιαπωνία. Αλλά είναι τόσο καλή που πρέπει να αναφέρεται με την παραμικρή αφορμή.

Από δική μου αμέλεια, δεν ξέρω ιαπωνικά (ούτε ο Φάνης Γκέκας, ούτε ο άνθρωπος που έκανε τα τατουάζ του ξέρει ιδιαίτερα καλά), αλλά βλέποντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις των σημερινών ξενυχτισμένων εφημερίδων για την εμφάνιση της Εθνικής, όλα αυτά τα «Λιοντάρια», τα «Μαχητές» και τα «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», σκέφτηκα πως αν εμείς έχουμε φτιάξει τέτοια μυθολογία μαχητών για τους εαυτούς μας, οι ιαπωνικές εφημερίδες όταν μερακλώνουν με την Εθνική τους, τι να γράφουν άραγε;

Ας αφήσουμε όμως την Ιαπωνία, μία από τις χειρότερες ομάδες αυτού του Μουντιάλ, να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Ας αφήσουμε την πραγματικά κακή, αναποτελεσματική, σχεδόν αντιποδοσφαιρική ομάδα που προσπαθούσε να κερδίσει με κεφαλιές την Εθνική μας. Ας αφήσουμε την ομάδα που κόντρα στην ταμπουρωμένη Ελλάδα δεν επιβεβαίωσε ούτε καν το στερεότυπο με τους παίκτες που «τρέχουν σαν μηχανάκια Honda» (τόσο φθηνό που δεν μπορούσα να αντισταθώ).

Toro! Toro! Toro! (ένα γκολ και φεύγαμε για Περλ Χάρμπορ)

Και ας δούμε αυτή την περίεργη ομάδα που λέγεται Εθνική Ελλάδος. Τα ξημερώματα, κόντρα στην Ιαπωνία, εμφανίστηκαν όλα τα χαρακτηριστικά που βολεύουν το DNA της.

Αυταπάρνηση, συσπείρωση λόγω της αναπόφευκτης κριτικής με την οποία ο μέσος έλληνας (και όχι μόνο) μπαλαδόρος έχει μια δυσανεξία, επίκληση στον εγωισμό του «δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε», κλεφτοπόλεμος, άμυνα, κραυγές, ιδρώτας και ηρωισμός.

Αν κάθε ομάδα έχει ένα ποδοσφαιρικό γονίδιο, αυτή η παραπονεμένη αυταπάρνηση ταιριάζει στην Εθνική του Καραγκούνη.

Δεν το λέω ειρωνικά. Αν συνδυάσεις το πρωτάθλημα από το οποίο προέρχεται, το ποδοσφαιρικό φόντο, την καμαρίλα που βγάζει η ελληνική Super League, την πλήρη απαξίωση του προϊόντος ποδοσφαίρου, το επίπεδο του μέσου έλληνα αθλητικογράφου και την οπαδίλα που καλύπτει σαν βοθρόλυμα ή σαν ψυχολογικό νεοελληνικό κατάλοιπο τα πάντα, με την συνέπεια της Εθνικής τα τελευταία 10 χρόνια, τα δυο Μουντιάλ, τις παρουσίες στα Euro, την επιβεβαίωση του – αντιτουριστικού αλλά – σοφού μότο του εμβληματικού αρχηγού αυτής της ομάδας, Γιώργου Καραγκούνη, που λέει «σημασία έχει να είσαι εκεί, όχι να κερδίζεις απαραίτητα», δεν μπορείς παρά να νιώσεις σεβασμό.

Προσοχη, όχι να την λατρέψεις, η λατρεία δεν προκύπτει με το ζόρι, αλλά να την αντιμετωπίσεις με σεβασμό. Σαν έναν μαχητή της ζωής που μπορεί να μη θέλεις να τον βλέπεις καθημερινά στον μόχθο του, αλλά τον σέβεσαι, αν δεν τον θαυμάζεις.

Σύμφωνοι, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που δεν σε αφήνουν να θαυμάσεις αυτή την ομάδα. Και δε μιλάω μόνο για το ποδόσφαιρο. Όταν εμφανίζεται αυτό το αλαζονικό «δεν έχουμε τίποτα να αποδείξουμε» το κουραστικό νεοελληνικό ποδοσφαιρικό κλισέ που αν δεν κάνω λάθος εισήγαγε ο Βασίλης Τσιάρτας – λες και δεν πρέπει κάθε άνθρωπος να αποδεικνύει κάθε μέρα ποιος και τι είναι – , όταν οι οπαδικές φυλλάδες και το λόμπι των ΠΑΕ επηρεάζουν τις σχέσεις στην Εθνική και το ποιος βγάζει selfie με ποιον, όταν ποδοσφαιριστές δεν έχουν την στοιχειώδη ευφυΐα να απολαύσουν το ότι παίζουν σε ένα Μουντιάλ στην Βραζιλία και ασχολούνται με την ΠΑΕ τους και κάτι που έγινε στην Τούμπα ένα βράδυ πριν το Πάσχα, δεν μπορείς να θαυμάσεις πολλά. Μπορείς όμως να τα προσπεράσεις, την κατάλληλη στιγμή.

Στα ποδοσφαιρικά. Η σύγκριση μπορεί να είναι άτοπη, αλλά ο Φερνάντο Σάντος θα έπρεπε ξεκάθαρα να έχει πάρει παράδειγμα από τον τρόπο με τον οποίο ο Γιούργκεν Κλίνσμαν μια ωραία πρωία καθάρισε τον σταρ του αμερικανικού ποδοσφαίρου Λάντον Ντόνοβαν. Ο Ντόνοβαν μου θυμίζει τον Κατσουράνη. Ήταν μεγάλος, ήξερε μπάλα, αλλά είχε βαρεθεί λίγο τις προπονήσεις και την καθημερινότητα που είναι απαραίτητη πίσω από την έννοια επαγγελματίας ποδοσφαιριστής το 2014. Για χρόνια, κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί μια Αμερική χωρίς αυτόν. Ο Κλίνσμαν, χωρίς να πει τίποτα ούτε στον ίδιο, ούτε στην ομοσπονδία, απλά κάνοντας μια δήλωση, δεν τον κάλεσε. Ενας γερμανός δικτάτορας, που ζει με το βάρος της επιλογής του. Οπως όλοι οι σωστοί προπονητές πρέπει να ζουν.

Ο Φερνάντο Σάντος χθες. Πιο κοντά από ποτέ στον Θέμη Αδαμαντίδη.

Ο Σάντος, είναι Πορτογάλος και συμπαθητικός και ετοιμάζεται να αποχωρήσει και δεν θέλει να χαλάσει χατίρια. Και κάπως έτσι, όχι μόνο καλεί τον Κώστα Κατσουράνη αλλά τον ξεκινάει και μάλιστα σε θέση κόφτη. Σύμφωνοι, ξέρει μπάλα. Σύμφωνοι, για την Ιστορία του, και λόγω της ασφυκτικής ελληνικής ποδοσφαιρικής πραγματικότητας, θα δεχόμουν να παίζει τιμητικά. Λίγο, όσο μπορεί από σεβασμό στον εαυτό του. Θα μπορούσε να είναι δίπλα στον Σάντος στον πάγκο, ακόμα και σαν (επίσημος) βοηθός.

Αλλά βασικός; Η πρώτη κίτρινη που πήρε ήταν δικαιολογημένη και έξυπνη, αφού ανέκοψε μια επικίνδυνη αντεπίθεση, ένα αποτέλεσμα της ποδοσφαιρικής του ευφυΐας. Η δεύτερη όμως, ήταν αποτέλεσμα της ηλικίας και της ανημποριάς. Αντί να τρέχει, πέφτει, γιατί δεν προλαβαίνει. Και όταν πέφτεις στα πόδια του άλλου, ρισκάρεις την κίτρινη. Κάπως έτσι ήρθε η αποβολή και το όνομα του γιου του, το οποίο διακρινόταν κάτω από την φανέλα σε μια μπλούζα που είχε ετοιμάσει με μια φιλόδοξη, σχεδόν συγκινητική προνοητικότητα αν έβαζε γκολ, ήταν πιθανότατα η τελευταία εικόνα του στην Εθνική. Σεβασμός και σε αυτόν, παρά τις τελευταίες αναμνήσεις.

Ευτυχώς, ο συκοφαντημένος Βασιλης Δανιήλ δικαιώθηκε με καθυστέρηση δεκαετιών. Γιατί όντως, αν εξαιρέσει κανείς την κούραση των τελευταίων 15 λεπτών, παίξαμε καλύτερα με 10. Η παραπονεμένη αυταπάρνηση που λέγαμε.

Θα περάσουμε στον επόμενο γύρο; Το θεωρώ δύσκολο, τα μαθηματικά βγαίνουν μεν, αλλά δεν παίζουν μπάλα. Αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία πως την Τρίτη το βράδυ (ευτυχώς νωρίτερα από τις 3 το ξημέρωμα γιατί ο συνδυασμός ξενύχτι, καθημερινότητα και εθνική Ελλάδας είναι κάπως βασανιστικός) θα δούμε μια ομάδα να ιδρώνει την φανέλα με το DNA της.

Συμπέρασμα: Πρέπει να τους σεβαστούμε, ακόμα και αν αποκλειστούν πανηγυρικά. Πρέπει να τους σεβαστούμε γιατί με έναν αντιτουριστικό, αντιποδοσφαιρικό, διαχειριστικό, πιο ρεαλιστικό απ’ όσο αντέχεται και καθόλου ελκυστικό τρόπο, είναι μια ομάδα που πολεμάει, είναι ένας κύκλος που κλείνει. Είναι μια ομάδα που πολεμάει.

Αλλά ο πόλεμος δεν είναι σέξι. Είναι ρομαντικός μόνο όταν έχεις να διηγηθείς ιστορίες όπως του ανθυπολοχαγού Ονόντα. Αλλιώς είναι κάτι που δεν έχεις όρεξη να ζεις και να βλέπεις. Ειδικά στις 3 τα χαράματα, ειδικά αν έχεις την ατυχία να ζεις μια καθημερινότητα στην οποία πρέπει να αποδεικνύεις καθημερινά ποιος είσαι.

Ο Δημήτρης Θεοδωρόπουλος είναι αρχισυντάκτης του ΒΗΜΑGAZINO. 

POPAGANDA