Πολύκροτη, ναι, η αυτοβιογραφία του Morrissey (2013, Penguin Classics) και αποκαλυπτική –για την αντιπάθειά του στον Geoff Travis της Rough Trade και το NME το οποίο κατηγορεί ότι στα 90’s έδωσε γραμμή στους συντάκτες του να “κυνηγήσουν” τον Morriseey, για τα “καφκικά” εφιαλτικά σχολικά χρόνια του στο σχολείο St. Mary στο Manchester, για την gay σχέση του με τον Jake Walters το 1994, για τις δικαστικές μάχες του με τον Mike Joyce κ.λπ.- αλλά δεν ξέρουμε ακόμα αν αποκαλύπτει το ότι το “William It Was Really Nothing” απευθύνεται στην ερωτική σχέση του με τον Billy McKenzie και ιδιαίτερα, αν το “Stephen, You’re  Really Something” του τελευταίου απαντάει στην πικρή μπηχτή του Mozz…

Δηλαδή, μία αυτοβιογραφία, όσο επίσημη και με την βούλα και αν κυκλοφορεί, δεν ακυρώνει προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειες για τους θρυλικούς του Manchester. Μάλιστα, μπορεί κάποια από κείνες τις προσπάθειες να αναλυθεί το φαινόμενο των Smiths και η περσόνα του Mozz, να έχουν περισσότερο ζουμί από όσο ένα βιβλίο που, όπως γράφτηκε σχετικά για αυτό, είναι αριστούργημα όταν αναφέρεται στη μουσική αλλά είναι υπερβολικά πολλές οι σελίδες που έχουν αφιερωθεί στις δικαστικές μάχες…

Το “Morrissey & Marr: The Severed Alliance” του Johnny Rogan (1993, Omnibus Press) κατάφερε να συλλάβει πλήρως –κατά τη γνώμη μου- την χημεία εκείνη ανάμεσα στον Mozz και τον Marr, έστω και αν υπάρχουν ενδεχομένως λεπτομέρειες σύμφωνα με την καινούργια αυτοβιογραφία, που δεν είχαν βγει στο φως, της δημοσιότητας.Το “Morrissey & Marr” συστήνεται όχι μόνο στους fans των Smiths αλλά και σε όλους εκείνους τους αναγνώστες που διψάνε να μάθουν τι είναι αυτό που δημιουργεί τις σπουδαίες συνθετικές δυάδες στην ιστορία, από τους Bacharach & David μέχρι τους Jam & Lewis. Εξαιρετική γραφή και –πιστεύω- μία τίμια πραγμάτωση του υπότιτλου του βιβλίου: Η οριστική ιστορία των Smiths.

Μία άλλη εκδοτική προσπάθεια που γλαφυρά, αναδεικνύει την πολύπλευρη προσωπικότητα του Morrissey, είναι το “Morrissey In Conversation: The Essential Interviews” που επιμελήθηκε ο Paul A. Woods (2007, Plexus Publishing). Σταχυολογεί συνεντεύξεις του Mozz σε μία ευρεία γκάμα από περιοδικά και εφημερίδες και ανά εποχή, δίνει μία αρκετά κατατοπιστική εικόνα της προσωπικότητάς του αλλά και μία ένδειξη τού πώς ο Morrissey γλύτωνε κάθε φορά από τις δημοσιογραφικές κακοτοπιές όταν η συζήτηση ερχόταν στην περιβόητη σεξουαλικότητά του ή στα φλερτ με τους εθνικιστές της Βρετανίας.

Υπάρχουν βιβλία που χτυπάνε τιλτ φετιχισμού για τον Morrissey, σαν εγχειρίδια λατρείας των Smiths, μέσα από την χαρτογράφηση των σημείων στην πόλη του Manchester που σχετίζεται με το group.

Απολαυστικό και καταδεικτικό της αυτοέκφρασης όχι του Morrissey αλλά του ίδιου του Mark Simpson που το έγραψε, είναι το βιβλίο “Saint Morrissey: A Portrait Of This Charming Fan By An Alarming Fan” (2006, Touchstone). Ο Simpson μέσα από μία ενδελεχή εξέταση των στίχων του Mozz, συνάγει συμπεράσματα σχετικά με τη ζωή του, εντοπίζει τις εμπνεύσεις του δημιουργού τους, καταθέτει τον έρωτά του στο είδωλό του και γενικά, δίνει την εντύπωση ενός ιδρωμένου fan που πασχίζει να δικαιώσει τα συναισθήματά του μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που εγγυάται την απόλαυση αλλά αφήνει σε γκρίζα πεδία την εγκυρότητα. Αλλά μπροστά στην αγάπη, τι σημασία έχει το κύρος;

Υπάρχουν άλλα βιβλία που χτυπάνε τιλτ φετιχισμού για τον Morrissey, σαν εγχειρίδια λατρείας των Smiths, μέσα από την χαρτογράφηση των σημείων στην πόλη του Manchester που σχετίζεται με το group (“Panic On The Streets: The Smiths Location Guide” του Phil Gatenby (2007, Reynolds & Hearn), το οποίο στην ουσία είναι μία ανανεωμένη έκδοση του “Morrissey’s Manchester” (2002, Empire Publications) του ίδιου συγγραφέα. Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί η πόλη του Manchester και με αφορμή την δράση των Smiths μέσα σε αυτήν, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει ότι γνωρίζει τις σπιθαμές που έπαιξαν ρόλο στην άνδρωση του post punk: τα πεζοδρόμια, τα υπόγεια, οι γωνίες των δρόμων, οι πόρτες, οι τουαλέτες… όλα όσα έπαιξαν το ρόλο του φόντου στην ιστορία.

Ίσως η πιο ακέραιη και εύστοχη διείδυση στον ψυχισμό του Morrissey είναι η αισθητική περιδιάβαση των εικόνων με τις οποίες ντύνει τη μουσική του – τα εξώφυλλα των δίσκων του. Το “Peepholism: Into The Art Of Morrissey” της Jo Slee (1994, Sidgwick & Jackson) απλώνει με τον πιο εύγλωτο τρόπο μπροστά στα μάτια του πρόθυμου αναγνώστη, την αισθητική με την οποία ο Mozz μπόλιασε την τέχνη του, καταγράφοντας και παρατηρώντας τις μορφές που επέλεξε να βάλει στα εξώφυλλα των δίσκων του, από τον Alain Delon μέχρι την Edith Sitwell. Οι προσωπικότητες που φαίνονται στα εξώφυλλα singles και albums των Smiths και του Morrissey, ξεπερνούν τη χάρη του απλού vintage και ανοίγουν έναν σπουδαίο κόσμο μπροστά σου, γεμάτο πάθη, λατρείες, εμμονές και μνήμες.

Παρότι περιπετειώδης και ένδοξη η πορεία του Johnny Marr στην pop, δεν αποτελεί αυτό καθαυτό εγγύηση για ένα απολαυστικό βιβλίο. Το “Johnny Marr: The Smiths And The Art Of Gun Slinging” του Richard Carman (2006, Independent Music Press) καταγράφει τις διαστάσεις του προικισμένου κιθαρίστα, το πόσο αγαπητός είναι στην μουσική σκηνή για τις επαγγελματικές υπηρεσίες του και το πόσο στην ουσία υπήρξε η κολώνα του περίφημου καμπανιστού ήχου των Smiths, αλλά όταν προσπαθήσει ο αναγνώστης να διεισδύσει στην ανθρώπινη προσπωπικότητα, τα ευρήματα δεν είναι και πολύ εντυπωσιακά. Ως “Έργα και Ημέρες” του Marr είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Ως αφήγηση της δράσης μίας προσωπικότητας είναι μέτριο.

Ο Μάρκος Φράγκος είναι gone4sure.

Μάρκος Φράγκος

Share
Published by
Μάρκος Φράγκος