Ο Morrissey είναι αυτό ακριβώς που θέλεις και περιμένεις να είναι (ή τουλάχιστον αυτό που περίμενα εγώ): πνευματώδης, γοητευτικός, Βρετανός μέχρι το κόκκαλο, ευγενικός, καλός ομιλητής, με καυστικό χιούμορ, απόμακρος, μοναχικός. Οι διαφορές του Morrissey του 2006 από τον Morrissey του 1992 έχουν σίγουρα να κάνουν με την ωριμότητα. Λιγότερο ρομαντικός, περισσότερο κομψός, πιο καλά με τον εαυτό του, λίγο κουρασμένος, πιο φειδωλός με τον χρόνο του και μάλλον πιο χαρούμενος. Για μένα το πιο έντονο χαρακτηριστικό του είναι η χροιά της φωνής του, η προφορά του και ο τρόπος που μιλάει. Η συζήτηση μαζί του είναι πραγματική απόλαυση όποιο κι αν είναι το θέμα. Πιστεύω θα ήταν ιδανικός αφηγητής σε ταινία ή audio book.
Είναι εύκολο να ερωτευτείς τον Morrissey στα 22 σου, ειδικά αν έχεις μεγαλώσει με τους Smiths και τον θεωρείς μέντορά σου. Η πρώτη συνάντηση το 1992 στο Παρίσι είχε όλη την αναστάτωση και την αμηχανία του πρώτου ραντεβού (τι να φορέσω; τι να πω;) και δυστυχώς κράτησε μόνο μια ώρα. Πάλι καλά δηλαδή, γιατί η συνέντευξη ήταν αρχικά προγραμματισμένη για 40 λεπτά και η Jo Slee (πρώην υπάλληλος της Rough Trade), που τότε εκτελούσε και χρέη manager, είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο της. Ο αποχωρισμός ήταν δύσκολος και η χαρά ότι το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε επισκιάστηκε αμέσως από την συνειδητοποίηση ότι δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά. Από τη μεριά του κατάλαβε ότι ήμουν κάθε άλλο παρά η κλασική περίπτωση δημοσιογράφου και γι’ αυτό η συνέντευξη γρήγορα εξελίχθηκε σε μια πολύ εξομολογητική (και από τις δυο πλευρές) συζήτηση. Το αποτέλεσμα ήταν λίγες μέρες μετά να έρθει μήνυμα στην ΕΜΙ Ελλάδας από την ΕΜΙ UK που έλεγε ότι «ο Morrissey είπε πολύ προσωπικά πράγματα στη δημοσιογράφο και θα θέλαμε ένα τηλέφωνό της για να επικοινωνήσει κάποιος μαζί της σχετικά με το τι θα δημοσιευθεί». Για μέρες ταραζόμουν κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο και ήμουν αρκετά αφελής ώστε να πιστεύω πως μπορεί και να μου τηλεφωνούσε ο ίδιος. Τελικά κανείς δεν τηλεφώνησε, όμως εκτίμησα την εμπιστοσύνη του και έτσι τα μυστικά του Morrissey παραμένουν καλά κρυμμένα στις κασέτες.
Οι πορτοκαλί μπαλαρίνες που φορούσα εκείνη τη μέρα (Ιούλιος του 1992) δεν περίμενα να αποτελέσουν θέμα συζήτησης. “Τα παπούτσια που φοράς είναι αληθινά παπούτσια χορού;”, με ρώτησε. “Οχι, γιατί ρωτάς;”, του απάντησα. “Γιατί ο Marc Bolan φορούσε παπούτσια χορού…”
Η γνωριμία μου με την Linder Sterling είναι κάτι που θα θυμάμαι από εκείνη τη μέρα στο Παρίσι όχι μόνο γιατί μoυ φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα ως άνθρωπος αλλά γιατί ως visual artist είχε συνεργαστεί με τους Buzzcocks και τους Magazine. Η παιδική φίλη του Moz που εκείνη την εποχή ήταν στους Ludus, τον ακολουθούσε στην περιοδεία του καθώς ετοίμαζε το βιβλίο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κυκλοφόρησε αργότερα με τίτλο “Morrissey Shot”.
Οι φίλοι μου με κράζουν γιατί δεν έβγαλα ούτε μια φωτογραφία μαζί του. Ο λόγος είναι απλός, ο σεβασμός μου απέναντί του είναι μεγαλύτερος από την ανάγκη μου να έχω μια φωτογραφία για να δείχνω στον κόσμο. Ο Morrissey έχει υποφέρει ποικιλοτρόπως από τους fans του και παρόλο που ήξερα πως δεν θα μου αρνιόταν μια φωτογραφία ξέρω ότι είναι κάτι που δεν το κάνει με ευχαρίστηση γενικώς. Εκτός αυτού είναι πολύ κλισέ, κάπως σαν τους τουρίστες που βγαίνουν φωτογραφία στην Ακρόπολη…
Είναι γνωστό πως αποφεύγει όσο μπορεί τις συνεντεύξεις και η συνέντευξη του 2006 αναβαλλόταν κάθε μέρα και ενώ αρχικά ετοιμαζόμουν να πάω στο Μιλάνο και μετά στο Σικάγο καθώς πλησίαζε η ημερομηνία που θα ερχόταν στην Ελλάδα (η συνέντευξη έγινε στα πλαίσια της προώθησης της συναυλίας του στην Αθήνα) είχα πειστεί ότι τελικά δεν θα γίνει. Δεν θα ξεχάσω το ξαφνικό τηλεφώνημα που έλεγε: «Μπορείς να πετάξεις αύριο για Μεξικό;»
Η αντίδρασή του όταν συναντηθήκαμε για δεύτερη φορά στο Μεξικό ήταν έκπληξη για μένα, γιατί δεν περίμενα να με θυμάται. Με ρώτησε αν στο μεταξύ είχα παντρευτεί και αν είχα κάνει παιδιά, αλλά το καλύτερο ήταν όταν χαμογέλασε και μου είπε: «καλά δεν με βαρέθηκες τόσα χρόνια;»
Οι αναμνήσεις συνδέονται έντονα με την όσφρηση. Το πουκάμισο του Moz που προσγειώθηκε δίπλα μου στη συναυλία του στο Gagarin το 2002 είχε την χαρακτηριστική μυρωδιά από ένα μεθυστικό άρωμα – με νότες σανταλόξυλου, τσαγιού και καπνού (όπως θα έλεγαν οι ειδικοί). Παλιότερα είχα διαβάσει κάπου ότι οι roadies στις συναυλίες του ψεκάζουν τη σκηνή με το άρωμά του αλλά μου είχε φανεί υπερβολικό. Το 2006 περιμένοντας τον στο μικρό δωμάτιο backstage όπου έγινε η συνέντευξη αντιλήφθηκα ότι το ίδιο ακριβώς άρωμα αναδυόταν από τα αρωματικά κεριά που ήταν αναμμένα εκεί και βέβαια η μυρωδιά έγινε ακόμα πιο έντονη όταν ο ίδιος μπήκε στο δωμάτιο. Όσο κι αν μου άρεσε ντράπηκα να ρωτήσω τι άρωμα φορούσε, κάποια στιγμή επιβεβαιώθηκε η πληροφορία ότι ήταν Gucci PH.
Δεν ξεχνώ ότι κανείς από την ελληνική δισκογραφία (ο Morrissey έχει περάσει από όλες σχεδόν τις εταιρίες) εκτός από την ΕΜΙ δεν κυνήγησε ποτέ με επιμονή μια συνέντευξη του Morrissey (όλοι με αντιμετώπιζαν πάντα ως γραφική). Είναι σίγουρα δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Επίσης ευχαριστώ τον Νίκο Τριανταφυλλίδη και τον Τάσο Τρύφων για άλλη μια φορά γιατί χάρη σ’ αυτούς συνάντησα τον Morrissey για δεύτερη φορά.
Οι Έλληνες fans του Morrissey είναι περίεργη φάρα, οι περισσότεροι από αυτούς δεν θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες, αλλά θέλουν να με χαστουκίσουν επειδή τον έχω συναντήσει ενώ αυτοί όχι. Έχω κατά καιρούς ακούσει κατάρες και απειλές του τύπου «θα διαρρήξω το σπίτι σου και θα σου πάρω τις κασέτες»…
* Το ηχητικό απόσπασμα είναι από τη συνέντευξη που η Μαρία Παρούσση πήρε από τον Morrissey το 1992, για λογαριασμό του περιοδικού ΙΣΤΟΣ.
Περισσότερη Μαρία Παρούση εδώ.