Η πρώτη επαφή με την Ελλάδα του 74χρονου σήμερα τραγουδοποιού από το Μόντρεαλ του Καναδά έγινε το Μάρτη του 1960, με τρόπο μάλλον ασυνήθιστο. Αν και βρισκόταν στο Λονδίνο, μπήκε σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας και ρώτησε τον υπάλληλο τι καιρό κάνει τώρα στην Ελλάδα. «Άνοιξη», του απάντησε αυτός και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. «Είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να πάω κάπου εντελώς διαφορετικά για να δω πως ζουν οι άνθρωποι εκεί», εξηγεί μετά από χρόνια ο ίδιος ο Κοέν για την απόφαση του να έρθει στη χώρα μας. Κάποιες μέρες αργότερα βρίσκεται στην Αθήνα για να επισκεφθεί τον Παρθενώνα και την επομένη στην Ύδρα, όπου και αγόρασε τελικά το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς το σπίτι του έναντι 1500 δολαρίων με χρήματα που του άφησε η γιαγιά του ως κληρονομιά. Πολύτιμος βοηθός του Κοέν στην αγοραπωλησία του οικήματος ήταν ο φίλος του Δημήτρης Γασσούμης που εκτελούσε χρέη μεταφραστή, συμβούλου και μάρτυρα της διαδικασίας.
Σε γράμμα προς τη μητέρα του, ο Λέοναρντ Κοέν αναφέρει τα εξής για το τριώροφο πεντάρι σπίτι του στην Ύδρα: «Έχει μια τεράστια βεράντα με θέα στα βουνά και στα λευκά λαμπερά σπίτια. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά με παράθυρα στους παχύς τοίχους. Υποθέτω ότι είναι περίπου 200 ετών και σε αυτό πρέπει να έχουν ζήσει πολλές γενιές ψαράδων. Θα το επισκευάζω λίγο λίγο κάθε χρόνο και σε μερικά χρόνια θα γίνει αρχοντικό».
Δεδομένης της αγάπης που είχε ο Κοέν για το σπίτι του, ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε στον «Τ» για τον καλλιτέχνη, δε θα μπορούσε να είναι άλλος από την κ. Ευαγγελία Αρμαδούρου, που για 40 περίπου χρόνια είχε τα κλειδιά του σπιτιού του για να το φροντίζει. Μας υποδέχτηκε με πολλή χαρά, όταν της ζητήσαμε να μας πει μερικά λόγια για τον Κοέν. «Ο Λεονάρδος για μένα είναι πατέρας, αδελφούλης και ευεργέτης μου». Αλήθεια, πως έγινε η γνωριμία τους; «Όταν αγόρασε το σπίτι στην Ύδρα ήθελε μια γυναίκα για το σπίτι. Τότε έπιασα τον φίλο του, που τον βοήθησε να κάνει την αγορά και του είπα να πάρει εμένα που είμαι φτωχιά και έχω δύο παιδιά. Ο ένας μοίραζε το φαΐ του άλλου. Όταν μαγείρευε αυτός, έδινε σε εμάς. Όταν μαγείρευα εγώ, του έδινα εγώ. Τον αγαπάμε πολύ γιατί είναι πολύ καλός με τη γειτονιά, γιατί είναι αγαπητός και πολύ ελεήμων. Όταν αρρώστησα και χρειαζόμουν ζυγαριά για να ζυγίζομαι, μου αγόρασε αμέσως μία που την κρατάω ως ενθύμιο και δεν αφήνω κανένα να την πειράξει. Τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει Για τον Λεονάρδο θα πέθαινα, όπως και ο άνδρας μου ο Κούλης που τον λατρεύει. Ακόμα και τώρα που έχουμε να τον δούμε 10 χρόνια, στις γιορτές που ξέρει τη δυσκολία αν έχει και μπορεί, θα μας κοιτάξει». Η τυπική ημέρα του Κοέν ήταν ήρεμη στο γραφείο του, σύμφωνα με την κυρία Ευαγγελία. «Έπαιζε μουσική, έβγαινε να κάνει τις δουλειές τους και επέστρεφε».
«Αυτό που θυμάμαι είναι που είχε ένα τηλέφωνο που στο ακουστικό επάνω είχε…πως να το πω…το τρίγωνο της γυναίκας!».
Η προσπάθεια μας να μπούμε στο ίδιο το σπίτι του Λέοναρντ Κοέν δεν ήταν επιτυχής. Χτυπήσαμε το μπρούτζινο χεράκι που κρέμεται στην πόρτα του σπιτιού αντί κουδουνιού και η Σουζάννα, πρώην σύντροφος και μητέρα των δύο παιδιών του Κοέν, του Άνταμ και της Λόρκα, εμφανίστηκε στο παράθυρο αλλά αρνήθηκε να μας μιλήσει για την κοινή τους ζωή στο νησί. «Έτσι κάνει πάντα» μας είπαν κάποιο περαστικοί που άκουσαν τη συνομιλίας μας στα αγγλικά γιατί, «όλοι τη ρωτάνε για τον Κοέν και έχει βαρεθεί να μιλάει γι’αυτό το θέμα».
Στο δρόμο προς το λιμάνι βρεθήκαμε στο ξυλουργείο του κ. Φρατζέσκου Σπηλιώτη. «Με τον Κοέν είχα επαγγελματικές σχέσεις κυρίως. Είναι άνθρωπος εξαιρετικός, σωστός και δίκαιος. Η μουσική του είναι μελαγχολική και αυτός είναι πολίτης του κόσμου, όπως λένε. Τον γνώρισα όταν έκανα τα κουφώματα και τα πατώματα στο σπίτι του». Τι του έκανε εντύπωση στο σπίτι του καλλιτέχνη; «Αυτό που θυμάμαι είναι που είχε ένα τηλέφωνο που στο ακουστικό επάνω είχε…πως να το πω…το τρίγωνο της γυναίκας!».
Μόλις λίγα μέτρα μακρυά από το σπίτι του τραγουδιστή βρίσκεται ένα παραδοσιακό μπακάλικο, με ιδιοκτήτρια την κ. Μαρία Μαραγκού-Κοντοπιθάρη. «Ήμουν περίπου 20 χρόνων όταν ο Κοέν ψώνιζε από το μαγαζί μας. Από εμάς τα έπαιρνε όλα αφού είμαστε σχεδόν δίπλα στο σπίτι του. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος που του άρεσε να βοηθά και τους άλλους. Αυτές οι λέξεις τα λένε όλα».
Επειδή όμως ήταν παραφορτωμένο μπάταρε και ο Κοέν που με είδε, αν και λίγο βαρύς από το κρασάκι που είχε πιει, φώναξε “Γιάννη, να σε βοηθήσω να τα φορτώσουμε ξανά στο γαϊδούρι”.
Ο κ. Γιάννης Γαβαλιάς πρωτοσυνάντησε τον Λέοναρντ Κοέν όταν πούλησε στον δεύτερο ένα οικόπεδο κοντά στο σπίτι του. Τι μπορεί να θυμηθεί ο κύριος Γιάννης από τη ζωή του Κοέν στην Ύδρα; «Τα χρόνια που βρισκόταν ο Λέοναρντ Κοέν στο νησί έκανε παρέα με μια οικογένεια Τζόνσον από την Αυστραλία, ο πατέρας ήταν συγγραφέας. Σύχναζε στην ταβέρνα του Κάτσικα, όπου πήγαινε για κρασί. Πολλά βράδια πηγαίναμε σπίτι του και καθόμασταν μπροστά από το τζάκι, παίζοντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος κιθάρα». Μας διηγείται , ακόμα, ένα από τα περιστατικά που η απλότητα του Κοέν τον εντυπωσίασε. «Ένα μεσημέρι βρισκόμουν στην Καμάρα στο Βλυχό με το γαϊδουράκι μου φορτωμένο με κρεβάτια και άλλα πράγματα. Επειδή όμως ήταν παραφορτωμένο μπάταρε και ο Κοέν που με είδε, αν και λίγο βαρύς από το κρασάκι που είχε πιει, φώναξε “Γιάννη, να σε βοηθήσω να τα φορτώσουμε ξανά στο γαϊδούρι”». Σύμφωνα με τον κ. Γαβαλιά ήταν άνθρωπος απλός, με σπίτι ανοιχτό και ξεκλείδωτο για όλους. Όταν ο κύριος Γιάννης τον ρωτούσε αν φοβάται μήπως τον κλέψουν, εκείνος απαντούσε: «Και τι να μου πάρουν;». Ο ίδιος ο Κοέν του είχε πει ότι το τραγούδι “So long, Marianne” το εμπνεύστηκε περπατώντας πλάι σε ένα ξεροπόταμο στο Καμίνι για τη Σκανδιναβή τότε σύντροφο του Marianne.
H επταετής παραμονή του Λέοναρντ Κοέν στην Ύδρα του έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσει τους διαφορετικούς ρυθμούς της Ελλάδας, σε μια περίοδο που οι επισκέψεις των γειτόνων του συνοδεία των γαϊδουριών τους σήμαινε και την αποδοχή του Καναδού άντρα από την κοινωνία των Υδραίων. Η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφώνου τη δεκαετία του ’60 στο νησί φαίνεται πως δεν ενοχλούσε καθόλου τον τραγουδιστή, που δεν ήταν βεβαίως μαθημένος στη χρήση λάμπας πετρελαίου. Αντιθέτως, η συνθήκη αυτή αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του γνωστού τραγουδιού “Bird on a wire” ύστερα από ώρες επίμονου κοιτάγματος των πουλιών που κάθονταν στα σύρματα της ΔΕΗ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ύδρα έγραψε και την τρίτη του ποιητική συλλογή Flowers for Hitler αλλά και το δίσκο του Songs of Leonard Cohen που περιλαμβάνει γνωστά τραγούδια όπως τα “So long, Marianne”, “Suzanne”, “Sisters of Mercy”, “Hey that’s no way to say goodbye” κ.ά.
Στο μπαρ Πειρατής, ένα από τα πάλαι ποτέ στέκια του Κοέν, συναντήσαμε τον Μπιλ Κάνλιφ, ιδιοκτήτη του Bill’s Bar. Αν και το Βill’s Bar έχει κλείσει εδώ και χρόνια, έχει μείνει στην ιστορία του νησιού ως ακόμα ένα από τα αγαπημένου μπαρ του γνωστού καλλιτέχνη στο οποίο μάλιστα αναφέρεται στο τραγούδι του “Night Comes On”. «Ήταν ένας από τους καλύτερους μου φίλους. Και οι δύο μας μεγαλώσαμε τις οικογένειές μας στην Ύδρα. Υπήρξαν ατελείωτες στιγμές πλάκας, αφού περνούσε στο μαγαζί μου πολλές ώρες». Θυμάται χαρακτηριστικά μια φράση του Κοέν: «Δε μπορείς να ζήσεις πουθενά αλλού στον κόσμο, εκτός από την Ύδρα, συμπεριλαμβανομένης και της Ύδρας». Σύμφωνα με τον κύριο Κάνλιφ, «ο Κοέν συμμετείχε στα πάρτι αλλά πολλές φορές του άρεσε να μένει σπίτι του και να γράφει. Αν έπιανε την κιθάρα το έκανε όχι για να διασκεδάσει τους άλλους αλλά τον εαυτό του». Νιώθει τυχερός που γνώρισε τον Λέοναρντ Κοέν αλλά πιστεύει ότι «και αυτός ήταν τυχερός που γνώρισε εμάς στο νησί».
Απόγευμα ήδη και με το δελφίνι να πλησιάζει, η αίσθηση που μας έμεινε από την επαφή μας με τους Υδραίους είναι ότι η προθυμία τους να μιλήσουν για τον Κοέν καμιά φορά είναι μεγαλύτερη και από τα 52 τετραγωνικά χιλιόμετρα του νησιού. Ενθουσιασμένοι για τη συναυλία που θα δοθεί στις 30 Ιουλίου στην Αθήνα, μέσα τους ελπίζουν σε μια πιθανή επίσκεψη του παλιού τους φίλου. Του Λεονάρδου.