Το 2016 είναι σκληρό με τους όσους αγαπούν τους ποιητές της μουσικής. Μετράμε απώλειες, αναθεματίζουμε το καταραμένο έτος που μας παίρνει μακριά τα είδωλα μας και ανατρέχουμε στις στιγμές της ζωής μας που εκείνα έγιναν πηγή έμπνευσης και συγκίνησης. Ο Leonard Cohen στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του στον New Yorker στις 17 Οκτωβρίου δήλωσε «Δεν θεωρώ πως έζησα μια ζωή γεμάτη από σπουδαίες στιγμές. Έτσι, αποφάσισα να το διαλύσω. Και να φύγω». Εκείνος ήταν έτοιμος, εμείς όμως;
Τρεις άνθρωποι της μουσικής και της λογοτεχνίας, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Παύλος Παυλίδης και η Χίλντα Παπαδημητρίου καταθέτουν το πως βίωσαν οι ίδιοι τη μοναδική σχέση που έχτισαν με τον μεγάλο εκλιπόντα…
Τον Cohen θα τον ακούμε για πάντα, είμαι απολύτως σίγουρος γι’αυτό. Δεν είναι η μουσική των σίξτις και η εγκυκλοπαιδική πια μυθολογία τους. Ούτε μια συναισθηματική μουσική που γεφυρώνει τη μέση ευρωπαϊκή ευαισθησία με την αμερικανογενή φολκ («μουσική για γονείς», όπως λέγαμε παλιά).
Είναι η φωνή που διεγείρει τα σώματα την ώρα που προσεύχονται.Είναι ο κόσμος ανάμεσα στους δύο, η μελαγχολία του Αδάμ που ανακαλύπτει τον εαυτό του μετά την πτώση του και είναι πραγματικά ελεύθερος γι’αυτό.
Γεννήθηκε πριν τους ροκ εν ρόλερς, πριν τους πάνκηδες, πριν τους νεορομαντικούς, πριν τους ίντι και όμως το «Leonard Cohen afterlife» του Κομπέϊν είναι αυτό στο οποίο αποβλέπει η κάθε μουσική τους, που είχε πάντα ξεχωριστό σεβασμό για κείνον.
Ηχογραφήματα όπως οι 4 πρώτοι δίσκοι του (μέχρι και το New Skin For The Old Ceremony) πιάνουν κάτι για το οποίο αγωνιά και φωνάζει όλος ο μοντερνισμός-και το πιάνει ήσυχα, σαν παιδί που μιλάει μόνο του στον κήπο την ώρα που βραδιάζει.
Και ύστερα αυτό το πρωτόγονο συνθεσάϊζερ, που αχρηστεύει κάθε ιδέα μουσικής πρωτοπορίας γιατί ξέρει ότι το μέλλον έχει ήδη υπάρξει και ότι δεν υπάρχει παρελθόν καλύτερο απ’το μέλλον.
Κάπως κατάφερε η ζωή του να μοιάζει απολύτως με ζωή και ο θάνατός του να μη μοιάζει καθόλου με θάνατο. Έφυγε σε στιγμή μεγάλης λάμψης, σε χρονιά που το έλλειμμα της αγάπης ήταν τέτοιο που αυτός κυκλοφορούσε συνέχεια με λόγια και ήχους μέσα στα υπόγεια δίκτυα που μας ενώνουν σαν μια εναλλακτική μορφή χρήματος.
Θα τον ακούνε για πάντα.
Οι περισσότεροι από εμάς που γράφουμε τραγούδια τον ακούσαμε κάπου στην εφηβεία μας και είναι ο άνθρωπος που μας έπεισε ότι αξίζει τον κόπο να πάρουμε μια κιθάρα και να γράψουμε κάποια λόγια, μια μουσική και από αυτό ίσως βγει κάτι συνταρακτικό. Είναι αυτός που μας έμαθε πάνω απ’ όλα ότι με μια κιθάρα μπορείς να κάνεις κάτι πάρα πολύ σπουδαίο.
Όταν μιλούσα με τους φίλους μου για τους σπουδαίους τραγουδοποιούς αυτού του κόσμου έλεγα χαριτολογώντας ότι εάν ο Dylan είναι ο βασιλιάς τότε ο Cohen είναι σίγουρα ο αυτοκράτορας. Σκεφτόμουν σήμερα ότι έχω πάει μόνο μια φορά στην Ύδρα αλλά είμαι τόσο τυχερός που βρέθηκα στο νησί που έγραψε τραγούδια ο Cohen. Όταν ήμουν εκεί ήταν πολλά τα σημεία στα οποία στεκόμουν και σκεφτόμουν ότι σε αυτά τα ίδια μέρη βάδιζε και αυτός ο άνθρωπος.
Θυμήθηκα επίσης μια φράση που είχα διαβάσει σε μια παλιά συνέντευξη του Lou Reed όταν τον είχαν ρωτήσει ποια είναι η γνώμη του για εκείνον είχε απαντήσει ότι είμαστε πολύ τυχεροί που ζήσαμε την εποχή του Leonard Cohen.
Είναι από τους ανθρώπους που μου θυμίζουν τη φράση του Νίτσε «οι ρηχοί άνθρωποι θολώνουν τα νερά για να μη φαίνεται πόσο στα ρηχά πλατσουρίζουν» γιατί ο Κοέν κάνει ακριβώς το αντίθετο. Ο λόγος του είναι τόσο καθαρός και κατανοητός, η ποίηση του είναι τόσο ξεκάθαρη επειδή το βάθος του είναι τεράστιο. “A thousand kisses deep”, αυτός είναι ο Κοέν.
“Hineni, Hineni, My Lord”
«Ο James Joyce δεν πέθανε. Ζει στο Μόντρεαλ με το όνομα Leonard Cohen». Έτσι υποδέχτηκε η κριτική το πρώτο μυθιστόρημα του αγαπημένου Lenny, ο οποίος με το θάνατό του, που ανακοινώθηκε σήμερα στις 10/11/2016 αν και τελικά συνέβη στις 7/11, σφράγισε το ουσιαστικό και οριστικό τέλος του 20ου αιώνα και των αξιών του. Από εβραϊκή θρησκευόμενη οικογένεια, ο Cohen ανέκαθεν μου θύμιζε περισσότερο τον προτεστάντη Ingmar Bergman, αφού κι οι δυο τους σφάδαζαν μπρος στη βεβαιότητα της ανυπαρξίας του Θεού και στο κενό που άφηνε η απουσία του. Ο Cohen αντικατέστηκε τη θρησκευτική λατρεία με το ερωτικό πάθος σε ποιήματα που έγιναν τραγούδια, και σε τραγούδια που ήταν ιδανικά για απαγγελία. Άλλωστε, κι ο ίδιος τα απήγγειλε μάλλον παρά τα τραγουδούσε. Κι ενώ το νεανικό του ίνδαλμα υπήρξε ο Elvis Presley των 50ς, ο Cohen κατάφερε να συντηρήσει ως την τελευταία στιγμή την εικόνα του εραστή – διότι όπως έγραψε ο ίδιος «για τον έρωτα δεν υπάρχει γιατρειά», είτε νέος είσαι είτε γέρος.
Χωρίς να ηχογραφήσει δίσκους με ρηξικέλευθες μουσικές προτάσεις, ήταν το είδωλο πολλών γενεών της ροκ σκηνής χάρη στο μυστικισμό και την ειρωνία, τη σοφία και τη λαγνεία των στίχων του. Παρότι στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει καταγραφεί σαν κατεξοχήν ερωτικός ποιητής και τραγουδοποιός, οι στίχοι και κυρίως τα ποιήματά του ήταν γεμάτα από οξυδερκή πολιτικά σχόλια για τον πόλεμο των φύλων και των φυλών, για τη βία ως εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ήδη από το άλμπουμ Old Ways μας χαιρετούσε ήρεμα, αλλά στο You Want Ιt Darker βρίσκουμε το ύστατο αντίο: “I’m leaving the table, I’m out of the game”. Κι επιστρέφοντας στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας, αναφωνεί: “Hineni, Hineni, My Lord”, είμαι έτοιμος, έτοιμος, Κύριε.
Ένας κόσμος χωρίς το πάθος, τον ερωτισμό και το χιούμορ του Leonard Cohen είναι άδειος κόσμος. Δεν θρηνώ γι’ αυτόν, για μας θρηνώ. Ο Cohen σαν πουλί στο σύρμα, προσπάθησε με το δικό του τρόπο να βιώσει την ελευθερία του.