Η κατάσταση κει μέσα δεν ήτουν βολετή. Εμένα μ’ έριξαν με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Μ’ έστησαν στην άκρη στο πηγάδι, είπαν να σκύψω να δω για νερό στον πάτο και, προτού βγάλω άχνα, μου φύτεψαν μια σφαίρα πίσω απ’ το αριστερό αυτί. Το δέρμα έσκασε κι αμέσως το καύκαλό μου έγινε κομμάτια. Χάθηκε η γης κάτω απ’ τα πόδια μου – απ’ τον πόνο ή γιατί άρχισα να μετρώ πέφτοντας είκοσι μέτρα πηγάδι, δεν ξέρω. Το βόλι πετάχτηκε απεκεί που λίγο πριν είχα το δεξί μου μάτι. Μνήμες, αίματα, σάρκα, νεύρα – ένα κουβάρι. Το ίδιο κι ο χρόνος. Μόνο η σκέψη στο βιολί μου έμεινε ανέγγιχτη. Τι να την έκαμνα όμως…; Πέφτοντας, τσακίστηκα με βία πάνω στα σπασμένα κόκαλα όσων ρίχτηκαν στο πηγάδι πριν από μένα. Εγώ, ο βιολιτζής Αλή Πεσκέ απ’ το χωρκό Τροφάνα της Πάφου, εγίνηκα πρώτα ένα με τον θάνατο κι ύστερα είχα να βαστάξω άλλα εξήντα πτώματα πάνω κάτω, που τους φύλαξε η ζωή να γκρεμνιστούν επάνω μου κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Είκοσι μέτρα πηγάδι. Το καλοκαίρι είχε δρόσο, τον χειμώνα μια παγωνιά φαρμάκι. Στα πρώτα χρόνια το στόμα του πηγαδιού το τάπωναν μ’ ένα χοντρό ξύλο οξιάς, που κάποτε άφηνε δυο τρεις αχτίδες ν’ αγγίξουν τα σακατεμένα κορμιά μας. Για τρεις δεκαετίες κοντά, όποιος ήθελε ν’ αφήκει κόσμο στο πηγάδι μετακινούσε το ξύλο, κάμνοντάς μας όλους ν’ ανασαλεύουμε απ’ τον καθαρό αέρα και το φως. Το 1974, αφού πρώτα μας παραγέμισαν με κάμποσους πεθαμένους ακόμα, μας σκέπασαν με μισό τόνο χώμα. Έτσι μείναμε ώς φέτος που μας ηύραν.
Αλλά θα ’μουν αχάριστος, αν έκαμνα παράπονο για τα εξήντα τόσα χρόνια που πέρασα στο πηγάδι με τόσους και τόσους φίλους. Τώρα που το κορμί μου βρίσκεται παρατημένο σε τούτο το δωμάτιο, σάμπως το βρίσκω καλύτερο; Να πώς μας έφκαλαν: μιαν ημέρα, απ’ εκείνες που όλοι οι πεθαμένοι μαντεύαμε για τη φασαρία που ’ρκετουν όξω απ’ το πηγάδι, οι σιδεριές μιας μηχανής έφτασαν στους από πάνω νεκρούς. Στα γρήγορα, κάμποσα ζωντανά χέρια έπιασαν να καθαρίζουν το χώμα, αφήνοντας τον ήλιο, μες στο μεσομέρι, να κάμει να σκιρτήσουν όσα μάτια δεν είχαν χαλαστεί. Όσοι από μας καρτερούσαμε ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος γεμίσαμεν ελπίδες.
Θυμούμαι τον επικεφαλής αυτών που έσκαφκαν για να εύρουν αγνοούμενους να γέρνει επάνω μας το κεφάλι και να λέει στους δικούς του ότι τέτοιο πράγμα δεν είχε δει ποτέ κι ούτε ήθελε να ξαναδεί. Μας έφκαλαν όξω, μπορώ να πω με προσοχή, και μας συγύρισαν σε κάτι μικρά κασόνια, το κάθε κουφάρι χώρια. Όλοι μαζί, σαράντα δύο άντρες, δέκα γυναίκες και δεκατέσσερα παιδιά, σκοτωμένοι από τη δεύτερη δεκαετία του 1900 ώς το 1974, δεν ηξέραμε τι άλλο μάς είχαν γραμμένο η ζωή κι ο θάνατος. Η στοίβα του θανατικού μας είχε απ’ όλα: καψαλισμένα κόκαλα, άδεια κουτιά γάλατος με ελληνικά και τουρκικά ονόματα σε σβησμένη γραφή, σπασμένα παιδικά παιγνίδια, ακέφαλους σκελετούς σ’ αστείες στάσεις, ένα μικρό εξαπτέρυγο, μισολιωμένες ψεύτικες σιαγόνες, απομεινάρια μιας καμήλας κι άλλα.
Εδώ, μ’ ανάλυσαν μια, μ’ ανάλυσαν δυο… τίποτα. Μόνο εγώ το ξέρω, θα δυσκολευτούν να με δώκουν. Άμα χάθηκα, οι συγγενείς μου ήτουν λίγοι, κι ούτε η Σαβερέν, η γυναίκα μου, είχε πολλούς. Χαίρομαι όμως που κάποιοι απ’ τους φίλους στο πηγάδι ηύραν τους δικούς τους. Έχω δει κάμποσα πλάσματα να ’ρκουνται δω, να τους φκάλλουν κάτι απ’ το κορμί και να καρτερούν μπας και βρεθεί κάποιος νεκρός να τους συγγενεύει. Απ’ όσα ακούω, επτά πεθαμένοι ηύραν το όνομά τους. Έγινηκαν και τρεις κηδείες, στη μια λεν ότι πήγε κι ο φονιάς – με το κεφάλι σκυμμένο στη γης που τους θράσεψε και τους δύο. Ελπίζω μόνο τους τάφους να τους ανοίγουν με φτυάρι· έτσι είναι το σωστό. Ούτε το πεντάχρονο παιδάκι, που έπεσα στον σβέρκο του το ’47, δεν θα εύρει τους συγγενείς του. Το ’χε ρίξει ζωντανό κει μέσα η μάνα του· κι από πάνω τού ’ριξε μεγάλες κοτρόνες για να το ξεπαστρέψει στα σίγουρα. Η μάνα του είχε κρυφά νταλαβέρια με τον μάστρο της, έναν μεγαλοτσιφλικά. Δύο χρόνους προτού να το γεννήσει, είχε παντρευτεί έναν άγαρμπο άντρα που δούλευε στα ίδια χωράφια μαζί της. Τα κρυφά δεσμά της, όμως, δεν κόπηκαν ποτέ. Άμα γεννήθηκε το παιδί, η περηφάνια ήτουν μεγάλη για τον εργάτη, μα το μαράζι πολύ για τη γυναίκα. Από νωρίς το σουλούπι και το μούτρο τ’ αγοριού έδειξαν τίνος έμοιαζε. Ο άντρας της σκιάχτηκε κι έπιασε τις φοβέρες. Αγρίεψε ότι πρώτα θα σκότωνε το μίασμα που του ’χε γεννήσει κι ύστερα κείνην και τον μάστρο τους. Η γυναίκα δεν αποκρινόταν· μαράζωνε. Ένα σούρουπο έβαλε στον γιο της την καλύτερη φορεσιά απ’ τα ερμάρια των παιδιών του μάστρου, τον πέρασε από ένα ξωκλήσι, απ’ όπου πήρε ένα εξαπτέρυγο και μια ψηλή λαμπάδα, και έπιασε τον δρόμο να τ’ αγκαζάρει όλα μαζί στο πηγάδι μας. Δυο ώρες βάδιζαν. Του ’ψελνε ύμνους ακαταλαβίστικους, που ’χαν στις λέξεις τους ζωή μαζί με θάνατο. Εκείνο είχε να επαναλαμβάνει. Το φίλησε πρώτα στις βούκκες και το μέτωπο κι ύστερα το σταύρωσε με λάδι, πριν το σκουντήσει. Μου ’πε ότι, όσο πήγαιναν προς το πηγάδι, μια συγχωριανή που τους είδε από μακριά φώναξε της μάνας του: «Πού το πας το παιδί; Σαν γαμπρό το ’χεις ντύσει!»
Ούτε τους μάστρους της καμήλας δεν θα εύρουν. Κείνη η καμήλα ήτουν το πρώτο πλάσμα που ρίχτηκε στο πηγάδι. Όπως το ’χαμε μετρήσει μαζί με τους άλλους πεθαμένους, θα πρέπει να ήτουν εκεί από τα 1917 περίπου. Τρία πράματα σκεφτήκαμε: Πρώτο, ήτουν η καμήλα που κουβάλησε μια μεγάλη καμπάνα απ’ τη Λεμεσό ώς την αυλή της εκκλησιάς του Ασκά κι ύστερα έγειρε και ψόφησε ξεθεωμένη (για τρία μερόνυχτα, δεν της άφηκαν ανάσα, διότι βαριόντουσαν να ξεφορτώνουν και να ξαναφορτώνουν την καμπάνα)· δεύτερο, ήτουν η καμήλα του καδή Ταρίκ μπέη, που την αποτέλειωσε μετά που το ζώο έβαλε μεγάλο πείσμα πάνω του, γιατί ο Ταρίκ δεν του ’δινε όσο φαΐ άφηνε στ’ άλογά του, και τρίτο ήτουν η καμήλα που έπνιξε με τα χέρια του
ένας τούρκος μπεχλιβάνης, είτε γιατί δεν χώραγε ο νους του να θυμάται ότι με κείνο το ζωντανό είχε φέρει απ’ το λιμάνι ώς τα Βρέτσια ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που ’χε αγαπήσει –αλλά έπρεπε να το δώκει στον μουχτάρη του χωριού που το ’χε παραγγείλει για παντρειά–, είτε γιατί ένιωθε ταπεινωμένος, αφού σ’ έναν αγώνα πάλης στο ίδιο χωρκό ένας Ρωμιός αγιογράφος κατάφερε να τον γονατίσει χάμω.
Εμένα, όπως είπα, μ’ έριξαν το ’47. Είχα όνειρα ότι μια μέρα, εκεί που θα καθόμουν και θ’ αγνάντευα την απλωσιά των κάμπων έχοντας το βιολί μου στα χέρια, θα μου ’κοβαν στο κεφάλι μελωδίες σαν κι αυτές που χώρεσε ο Βιβάλντι στις Εποχές του. Εκείνος ο καλός Επίσκοπος των χριστιανών κάτι θα ’ξερε άμα είπε, όσο με αποχαιρετούσε στο γραφείο του, πως έτσι που ’παιζα θα γίνετουν να ’μουν με τις μεγάλες ορχήστρες που ο ίδιος είχε δει κάποτε σε κείνην τη μεγάλη πόλη. Μάλιστα, κάποιος που ’πεσε ύστερα στο πηγάδι επέμενε ότι, τη μέρα που πέθαινα, με γύρεψαν άνθρωποι της μουσικής που ’χαν φτάσει από την Αμέρικα για συνεντεύξεις και μεγαλεία. Δεν ήτουν γραφτό όμως να με προλάβουν.
Η Μητρόπολη του Λεόντιου ήτουν η αρχή του τέλους μου. Κάποιοι που ’θελαν να του μηνύσουν πως το νησί δεν σήκωνε δυο ράτσες, με βούτηξαν την ώρα π’ άναβα φωτιές στο χωράφι μου για να διώξω λεφούσια ακρίδες, που ’χαν βαλθεί να μην αφήκουν βλαστό για βλαστό. Ρωτούσαν για όσα μου ’πε ο Λεόντιος. Εγώ τους είπα μόνο για το βιολί. Θέλαν να μάθουν για τον μουφτή της περιοχής μας και για τα νταλαβέρια του με τον Επίσκοπο. Την ώρα που σε ζορίζουν ετούτοι με τα θολωμένα μυαλά, δυο πράματα μπορείς: να καταλάβεις τα ίδια με κείνους, για να τους κάμεις να χαρούν πως σ’ έκαμαν δικό τους, ή να σιωπήσεις και να δεχτείς ό,τι κλουθήσει. Εγώ εσιώπησα. Εξόν απ’ το βιολί, τους ανθρώπους της περιοχής μου, το χωράφι, τα ζωντανά και τη Σαβερέν, άλλα πολλά δεν έξερα. Τι να τους έλεα; Ότι δεν έφταια που μου ’τυχε να γεννηθώ στην ίδια χώρα με κείνους και που η πρώτη μου γλώσσα ήτουν άλλη απ’ τη δική τους; Με τράβηξαν με θυμό και με χτύπησαν άγρια. Με πυροβόλησαν κι έπεσα στο πηγάδι. Ύστερα βάλθηκαν να ρίχνουν πέτρες και μαχαίρια και τσάπες, όπου έβρισκαν. Έκαμαν χάζι ώσπου στοίβαξαν τον θάνατο δίπλα στα κόκαλα, το κρέας και τις φλέβες μου. Οι δικοί μου με σύναξαν όπως όπως λίγες μέρες κατόπιν και με κήδεψαν, αφού πρώτα μ’ έχωσαν πετσοκομμένο στη νεκρόκασα. Μείνανε πίσω κάποια κομμάτια μου. Τέτοια σκοτεινιά που ’χε στο πηγάδι, χαμπάρι δεν πήρανε τους άλλους που βρισκόντουσαν εκεί μέσα από χρόνια.
Κουβέντες π’ άκουσα απ’ όλα κείνα τα κουφάρια… Πριν από μένα ήτουν η καμήλα και το παιδί που είπα. Ήτουν κι ένας χριστιανός που τον έριξαν μέσα δυο τούρκοι κλέφτες οι οποίοι ήτουν στη δούλεψη κάποιου Χασάν. Τον φόνεψαν γύρω στα 1938, γιατί τον βρήκαν εμπόδιο στις ορέξεις που ’χαν για μιαν όμορφη από ένα χωρκό της περιοχής μου. Ήτουν κι ένας Τούρκος που τον έριξαν μέσα το 1941, γιατί είδε από λάθος τον φόνο ενός άγγλου κοντραμπατζή. Ύστερα από μένα, το 1952, έριξαν μαζί δυο αστυνόμους που δούλευαν για τους Βρετανούς, έναν Τούρκο κι έναν Ρωμιό. Τους έκαναν από πέντε τρύπες στο στήθος κι από μια βαθιά χαρακιά στην κάθε βούκκα. Οι φονιάδες τούς είπαν προδότες. Το 1955 γκρέμνισαν στο πηγάδι τρεις νεαρούς χριστιανούς. Τους είπαν κομμουνιστές. Το 1956 δυο νεαρούς τυλιγμένους σε ελληνικές σημαίες. Αυτούς τους είπαν τρομοκράτες. Το 1957 ήρτε κάτω ένας παχύς Εγγλέζος. Αυτόν τον είπαν αποικιοκράτη κι εμπόδιο στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το 1959 έριξαν τρεις έφηβους Τούρκους. Τους είπαν ξένους κι εμπόδια. Το 1961 αμόλησαν μιαν ολόκληρη οικογένεια χριστιανών. Τους είπαν ζωοκλέφτες. Το 1962 και το 1963 οι χριστιανοί έπιασαν να γυρίζουν στα τουρκοχώρκα της περιοχής μου, στην Πάφο, για να διώξουν τον κόσμο από μέσα. Κάμποσοι απ’ όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν για την πρωτεύουσα βρήκαν άγριους θανάτους. Τους πιο πολλούς τους έριξαν στα φαράγγια, γιατί τα πηγάδια της περιοχής άρχισαν να στομώνουν και να βρομοκοπούν. Εμάς, μας έριξαν ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που ’χε μια μεγάλη ελιά στο κάτω χείλι και τρεις παππούδες με σκονισμένες βράκες. Όλα κείνα τα πλάσματα τα είπαν, ξανά, εμπόδια. Το 1966 έφεραν έναν παπά. Ετούτον τον είπαν προβοκάτορα. Το 1967 μας έστειλαν μια Τουρκάλα με το στήθος ακάλυπτο και τα μαλλιά να φαίνονται ψιλοκουρεμένα κάτω από ένα κόκκινο τσεμπέρι. Την είπαν μητέρα φονιά ενός Έλληνα. Την ίδια χρονιά έριξαν έναν Ρωμιό μαζί με το βρέφος του. Τους είπαν δολοφονημένους για εκδίκηση. Το 1973 έριξαν ζωντανούς τρεις Τούρκους που τους είπαν αλλόθρησκους κι άντε να τελειώνουμε με τούτους. Να θωρούσατε όταν δεν τους έμεινε άλλη δύναμη, κι ένας απ’ εκείνους άρχισε να δαγκάνει το χέρι του φίλου του για να τραφεί…
Λίγο μετά τα μέσα Ιούλη του 1974, έριξαν από πάνω μας δεκατρία πτώματα χριστιανών, με τα κεφάλια τους χώρια. Τα κεφάλια εκείνα μάς μίλησαν για βιασμούς, βασανιστήρια, εκτελέσεις και λαμπαδιάσματα νεκρών σε σκουπιδότοπους. Τους είπαν πεσόντες πολέμου κι εχθρούς που καλά έπαθαν. Απ’ το στόμα του πηγαδιού καταλάβαινα σε αγριεμένα τουρκικά: «Ρίξτε τα σκυλιά μέσα!» Ύστερα από δύο βδομάδες, μας έριξαν, μισοκαμένα, επτά Τουρκάκια, του δημοτικού. Τα είπαν ελάχιστη εκδίκηση. Είκοσι περίπου μέρες ύστερα, άνοιξαν πάλι οι οχετοί· δεκαοχτώ ολοκαίνουργια πτώματα χριστιανών βάραιναν κι άλλο το σκοτάδι μας: Από βρέφη στις φασκιές, που πριν τα φονέψουν τα πέταξαν στον αέρα και τα ’βαλαν σημάδι με τις σφαίρες για να κάμουν χάζι, μέχρι ανήμπορες γριές, που άμα άκουσαν τις πόρτες να σπάζουν, ρώτησαν να κεράσουν γλυκό. Αυτούς τους νεκρούς τους είπαν ξανά πεσόντες πολέμου. Κάποτε, μας στούπωσαν από πάνω με κάμποσο χώμα, για να μην μας πιάνει ανθρώπου μάτι.
Πάντως, αν ρωτάτε εμένα, τον Αλή Πεσκέ, άρκεψα να δέχομαι ότι τα ηφαίστεια του κόσμου σκάνε κατά καιρούς για να μας φτύσουν στα μούτρα ό,τι έχουμε ρίξει στα πηγάδια μας –και θαρρούμε πως το ’χουμε ξεφορτωθεί για πάντα.
Ο Σωφρόνης Σωφρονίου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1976. Είναι κάτοχος πτυχίου ψυχολογίας και νευροεπιστημών. Το απόσπασμα «Πηγάδια» αποτελεί μέρος του πρώτου του μυθιστορήματος, το οποίο θα δημοσιευτεί στην Αθήνα το προσεχές φθινόπωρο.