Το τείχος που χτίστηκε στις 12 Αυγούστου το 1961 για να χωρίσει το Βερολίνο στα δύο έγινε το σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και των παιχνιδιών γεωπολιτικής του μεταπολεμικού κόσμου. Πέρα από σύμβολο όμως, ήταν μια πραγματικότητα που σημάδεψε τη ζωή των ανθρώπων που έζησαν γύρω του -η πραγματικη ιστορία του τείχους είναι οι ιστορίες των ανθρώπων του.
Η περιοχή που δεν άνηκε πουθενά
Να είσαι ένα μικρό παιδί και κάθε μέρα να συνοδεύουν το ποδήλατό σου τεθωρακισμένα, για να πας σχολείο. Να σε ελέγχουν δύο φρουρές για να διασχίσεις ένα χιλιόμετρο, για να βρεθείς εκεί που ανήκεις, δυο φορές σ’ ένα χιλιόμετρο να ψάχνουν τη σχολική σου τσάντα. Να είσαι 11 χρονών και να μην ανήκεις πουθενά. 150 κάτοικοι, να μην ανήκουν πουθενά. Έτσι ζούσαν οι κάτοκοι της περιοχής του Steinstücken, ενός κομματιού γης που τυπικά άνηκε στο Δυτικό Βερολίνο, μόλις χτίστηκε το τείχος όμως βρέθηκε, για κάποιο λόγο, στα ανατολικά του. Ιστορίες καθημερινής τρέλας.
Απόπειρες διαφυγής
Το τείχος, αν ψάχνεις ένα λόγο που φτιάχτηκε, είναι για να εμποδίσει το κύμα ανατολικογερμανών που επιθυμούσαν να περάσουν στη Δύση. Κι ο έλεγχος στα σύνορα ήταν φυσικά τερατώδης, για τους λίγους που είχαν δικαίωμα να τα διασχίζουν, ώστε να είναι σίγουρο πως δεν θα βοηθούν άλλους να ξεφεύγουν. Πώς όμως η επιθυμία για ελευθερία ξεπερνάει την ικανότητα της εξουσίας να σε περιορίζει… Υπήρξε ένας τρόπος δραπέτευσης, που δεν μπόρεσε να ελεγχθεί ποτέ απόλυτα: το πορτ-μπαγκάζ των αυτοκινήτων. Στήθηκε ένα δίκτυο που η λειτουργία του θύμιζε μυστικές υπηρεσίες, με μόνο σκοπό να προσφέρουν μέσα στους ανθρώπους να φτάνουν στην ελευθερία. Πληροφοριοδότες εψαχναν ανατολικογερμανούς που ήθελαν να μεταναστεύσουν και τους συνέδεαν με ριψοκίνδυνους κατόχους δυτικογερμανικών διαβατηρίων που είχαν το θάρρος (ή μάλλον το θράσος) να κάνουν συνομωσίες μέσα στο Ανατολικό Βερολίνο -μια δουλειά τόσο επικίνδυνη όσο και προσοδοφόρα. Για αυτήν την υπηρεσία, ο επιδοξος δραπέτης μπορεί να πλήρωνε μέχρι και 15.000 δολάρια. Ένας άνδρας ονόματι Hans Ulrich Lenzlinger έστησε μία τέτοια επιχείρηση, με έδρα τη Ζυρίχη. 16 ειδικοί σε αποδράσεις δούλευαν για εκείνον και το κόστος της υπηρεσίας του ανερχόταν στα 20 με 25 χιλιάδες μάρκα. Για τις οικογένειες, έκανε καλύτερες τιμές. Ο Lenzlinger ισχυρίστηκε πως γύρω στους 400 Ανατολικογερμανούς ειχαν δραπετεύσει με αυτόν τον τρόπο. Φυσικά, οι υπηρεσίες ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας σύντομα ξεκίνησαν να αντιμάχονται το θράσος αυτών που πίστευαν πως μπορούσαν να τις υπερνικήσουν. Η Πρώτη Γενική Διεύθυνσή της δημιούργησε τάγματα θανάτου που απήγαγαν και καθάριζαν αυτούς που θεωρούνταν ως εχθροί της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Lezlinger βρέθηκε δολοφονημένος μια μέρα στο σπιτι του -η υπόθεσή του δεν διαλευκάνθηκε ποτε.
Ένα αερόστατο μακριά από την ελευθερία
Η πιο θεαματική απόδραση, μάλλον, στην ιστορία του τείχους, ήταν αυτή των Peter Strelzyk και της συζύγου του Doris. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1979, οι δυο τους μαζί με ένα ακόμα ζευγάρι και τέσσερα παιδιά πέταξαν με ένα αερόστατο από το Thüringen της Ανατολικής, στη Βαυαρία της Δυτικής Γερμανίας. Το αερόστατο το έφτιαξαν μόνοι τους, κάνοντας ατελείωτα ταξίδια στην ανατολική Γερμανία, συγκεντρώνοντας διάσπαρτα υλικά που θα επέτρεπαν την κατασκευή του: χρειάστηκαν 1.200 τετραγωνικά μέτρα υλικού, ενώ ο Strelzyk δημιούργησε ένα αυτοσχέδιο σύστημα ανάφλεξης με τέσσερις μπουκάλες προπανίου. Η μεγαλύτερη πρόκληση που συνάντησαν ήταν να διαφύγουν της προσοχής της Στάζι, των πληροφοριοδοτών, των μυστικών υπηρεσιών, που δεν τους ανακάλυψαν καθ’ όλη τη διάρκεια κατασκευής. Και μετά την απόδραση, όμως, η οικογένεια δεν μπόρεσε να ησυχάσει μέχρι την πτώση του τείχους. Οι μυστικές υπηρεσίες της Λαϊκής Δημοκρατίας δεν σταμάτησαν ποτέ να τους κυνηγούν στη δυτική πλευρά, αποζητώντας την παραδειγματική τιμωρία τους. Μόνο όταν το τείχος έπεσε, μπόρεσαν να γυρισουν στην αρχική τους κατοικία και να ζήσουν χωρίς φόβο -το τίμημα της ελευθερίας, δεν ήταν μικρό.
Οι διαμαρτυρίες δεν σταμάτησαν ποτέ
Στα 28 χρόνια ζωής του τείχους που χώρισε ένα λαό στα δύο, η ύπαρξη του δεν έγινε ποτέ δεκτή -οχι μόνο δυτικοβερολινέζοι, αλλά άνθρωποι από όλο τον κόσμο συνέχισαν να διαμαρτύρονται για το χτίσιμό του και για τις τραγωδίες που αυτό προκάλεσε. Μία χαρακτηριστική διαμαρτυρία είναι αυτή του 68χρονου αμερικανού πολίτη John Runnings. O Runnings εμπνευσμένος από τον Γκάντι και την πρακτική της μη βίαιης αντίστασης, επισκέφτηκε το Βερολίνο το 1986. Σκαρφάλωσε στο τείχος χωρίς να συναντήσει αντίσταση από την αστυνομία του Δυτικού Βερολίνου. Περπάτησε 500 μέτρα πάνω στο τείχος πριν τον αναγκάσουν οι φρουροί των συνόρων της ανατολικης πλευράς να κατεβεί. Δεν τον συνέλαβαν όμως -μπορεί κανείς να υποθέσει πως οι αρχές της ανατολικής πλευράς δεν ήθελαν επιπλοκές με εξωτερικές δυνάμεις. Τον άφησαν να επιστρέψει στη δυτική πλευρά χωρίς να τoν ενοχλήσουν, εκείνος όμως δεν είχε σκοπό να τα παρατήσει. Ανακοίνωσε: “Θα σας δείξω, πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ασκήσει πολιτική επιρροή πάνω στο τείχος”. Ξανανέβηκε σύντομα, κι αυτή τη φορά άρχισε συμβολικά να σπάει κομμάτια του τείχους με ένα σφυρί. Αναγκάστηκε ξανά από τους ανατολικογερμανούς φρουρούς να κατέβει, αλλά πάλι αφέθηκε ελεύθερος . Την τρίτη φορά που επιχείρησε να ανεβει, τον ακολούθησε πάνω στο τείχος και συμμετείχε στη διαμαρτυρία του κι ένας 19χρονος Γερμανός. Ο Runnings αναγκάστηκε ακόμα μια φορά να κατεβεί, αφέθηκε ελεύθερος, όπως και τις προηγούμενες φορές, από τις ανατολικογερμανικές αρχές, όμως ο Γερμανός παρέμεινε υπό κράτηση. O Αμερικάνος πέρασε στο ανατολικό κομμάτι και αρνήθηκε να αποχωρήσει, αν δεν ερχόταν μαζί του και ο νεαρός Γερμανός, και πράγματι πέτυχε την απελευθέρωσή του. Τότε αναγκάστηκε να γυρίσει στις ΗΠΑ, όμως δεν πτοήθηκε, πέταξε ξανά για Βερολίνο και ξανανέβηκε στο τείχος. Εκείνη τη φορά, αφού υποχρεώθηκε να κατεβεί, δεν αφέθηκε ελεύθερος αλλά έμεινε υπό κράτηση για δύο μήνες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Όταν ελευθερώθηκε, υποχρεώθηκε να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Ωστόσο, γύρισε ακόμα μία φορά στο Βερολίνο και κατασκεύασε ένα γιγαντιαίο ξύλινο κριάρι, που είχε σκοπό να γκρεμίσει το τείχος, σπρωγμένο από δεκατέσσεις στιβαρούς άνδρες. Η προσπάθειά του, καταδικασμένη σε κάθε περίπτωση λόγω της γερής κατασκευής του τείχους, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το κριάρι κατασχέθηκε από τη δυτικογερμανική, αυτή τη φορά, φρουρά, και αυτή τη στιγμή ακόμα βρίσκεται στο μουσείο που είναι αφιερωμένο στο τείχος. Εκεί, μένει ενθύμιο του αγώνα ενός μεμονωμένου ανθρώπου απέναντι σε ένα παντοδύναμο σύστημα.