ΖΕΝΑΝ ΣΕΛΤΣΙΟΥΚ: Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Είμαι ένα δέντρο, μια φοινικιά
σ’ ένα νεκροταφείο της Μεσαριάς.
Στη σκιά μου είναι θαμμένοι πολλοί πολιτισμοί,
τα κόκαλά τους είναι οι ρίζες μου.
Με πλοία που τα κωπηλατούσαν σαράντα σκλάβοι σγουρομάλληδες
με φέρανε απ’ την Αίγυπτο.
Με βάφτισε ένας Έλληνας με σκουλαρίκι,
μου έκανε περιτομή ένας Οθωμανός μπαρμπέρης,
παιδεραστής. Τις άνοιξες στην Αφροδίτη,
τους χειμώνες στο Ζήνωνα μαθήτευσα.
Μπορεί να μην το έχετε καταλάβει,
εγώ ήμουν το μοντέλο για τους Λουζινιανούς αρχιτέκτονες.
Κληρονομιά από Βενετούς εμπόρους,
κι αυτή η χαριτωμένη γλώσσα που μιλώ, που αναζητά απόλαυση
βυζαντινο-ρωμαϊκή… Μια εφεύρεση των Βρετανών.
Αυτό είναι το σύνδρομο της διαθλασμένης μου προσωπικότητας
που προβάλλω από καιρού εις καιρόν
λογαριάζοντας τον εαυτό μου για άνθρωπο, που ψεύδεται πιο πολύ
όταν τον γλείφουν.
Οι παράνοιές μου
ένας ζουρλομανδύας ραμμένος από ρούχο σημαίας
made in Greece, made in Turkey:
Βλέπω πόλεμο όταν κοιτάζω το νερό.
ΝΕΡΙΜΑΝ ΤΣΙΑΧΙΤ: ΑΡΓΟΥΜΕ ΠΟΛΥ, ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ
Φέρε μου μπαχαρικά για το μεσαρίτικο ψωμί μου, Κλεοπάτρα,
φέρε μου κρασί απ’ τα αμπέλια της Λεμεσού
κι έλα να σηκώσουμε τα ποτήρια μας
για τη φιλία και την ειρήνη.
Φέρε μου μια χούφτα χώμα από τα νότια μέρη, Κλεοπάτρα
κι έλα να φυτέψουμε λουλούδια της ειρήνης
στις γλάστρες μας που χρόνια τώρα μένουν άδειες.
Αργούμε πολύ, πάρα πολύ, Κλεοπάτρα.
Κοίταξε! Κοίταξε τ’ αγόρια μας.
Και πάλι πιάσανε τα όπλα.
Άκου! Άκου το κλάμα μου, Κλεοπάτρα.
Τα παιδιά μας σκοτώνονται.
Ένας από τη μεριά σου, ένας από τη δική μου
και τα χρόνια περνούν, το ένα μετά το άλλο,
ο ένας φόνος μετά τον άλλο.
Έλα να σκεφτούμε, έστω μια φορά
ποιος πραγματικά είναι χαμένος!
Ας πάρουμε τη θέση των πολιτικών
κι ας μιλήσουμε, χωρίς χρονοτριβή,
εμείς οι μάνες, Κλεοπάτρα.
Έλα, Κλεοπάτρα, έλα μαζί μου να φυτέψουμε
αμυγδαλιές στην Πράσινη Γραμμή
και να μπολιάσουμε την ειρήνη στα κλαδιά τους
για ν’ ανθίζουν κάθε άνοιξη.
Ας φουσκώσουμε τους αγέρηδες της φιλίας
που θα σηκώνουν ψηλά τους χαρταετούς των παιδιών μας.
Δεν ξέρω αν γνωρίζεις το τραγούδι μας
που λέει: «Στις ψηλές οροσειρές του Πενταδάκτυλου
τ’ αγριόχορτα πνίγουν το καλαμπόκι».
Ας το τραγουδήσουμε μαζί, Κλεοπάτρα,
με σάζι και μπουζούκι.
Μέχρι τώρα, εμείς οι μάνες, ήμασταν πάντα οι χαμένες.
Για μια φορά, Κλεοπάτρα, ας κερδίσουν τα παιδιά μας.
ΜΕΧΜΕΤ ΓΙΑΣΙΝ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ
Ι
― Μήπως ήταν Στέλλα τ’ όνομά σου,
θεία, που κατοικούσες
στο σπίτι αυτό πριν από εμάς;
Μήπως είχες παιδιά;
Κι αυτή η φωτογραφία στον τοίχο
είναι μήπως απ’ τη μέρα του γάμου σου, καλή μου θεία;
― Μήπως ήταν Στέλλα, τ’ όνομά σου;
εσένα που πριν από εμάς
τα χέρια σου άπλωναν ρούχα στο μπαλκόνι;
Είναι δικά σου τα αποτυπώματα στα κεραμικά του τοίχου;
Κι αυτή η φωνή που ηχεί μες στα δωμάτια;
Ω, θεία, καλή μου θεία.
ΙΙ
Είσαι η σπασμένη πόρτα από τον υποκόπανο του όπλου,
το ρούχο που ντύνει τους ξένους,
η κατσαρόλα που μαγειρεύει για τους άλλους.
Δεν είσαι παρά μόνο μια ξεθωριασμένη φωτογραφία
που δεν της απόμεινε ούτε μια θέση πια στο λεύκωμα.
ΙΙΙ
Ω! αν μπορούσα να σε δω μια μέρα,
θα χαιρόμουνα τόσο πολύ, τόσο πολύ…
Κρατώ τις φωτογραφίες σου, μικρό κορίτσι:
― Εδώ είναι τα γενέθλιά σου.
― Κάτω απ’ τη μανταρινιά η τούρτα με τρία κεριά.
― Εσύ μέσα στη θάλασσα με τον Ντόναλντ Ντακ.
― Εσύ χαιρετώντας μέσα απ’ τ’ αυτοκίνητο.
― Οι γονείς σου σου χαμογελούν.
Και τώρα εσύ χαμογελάς σ’ εμένα.
Θα σου επιστρέψω όλες τις φωτογραφίες, μικρό κορίτσι,
αλλά κάποτε έρχονται στιγμές
που αυτό γίνεται βάρος στην ψυχή, ανησυχώ:
Τι θα γίνει αν σε σκοτώσανε στον πόλεμο;
IV
Είμαι πολύ περίεργος να μάθω
ποιος ήταν αυτός ο Ελληνοκύπριος που διάβαζε τούτο βιβλίο;
Σταμάτησε στη σελίδα 48.
Μήπως τον κάλεσαν για επιστράτευση εκείνη τη στιγμή;
Κι αυτό που είναι πιο ενδιαφέρον, ο τίτλος του βιβλίου:
«Κανένας δεν γεννιέται στρατιώτης».
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου κάποιες αναμνήσεις,
το παγωτό που φάγαμε μαζί,
ίσως να σου έδεσα και την πληγή στο χέρι,
να φόρεσα μια μέρα βροχερή το αδιάβροχό σου.
Θα ήθελα να ξέρεις πως απορώ με τον εαυτό μου:
— πώς μπορώ να συνεχίσω να διαβάζω το ατέλειωτο βιβλίο σου,
έτσι όπως κάνω τώρα!
V
Μυρίζει αίμα γύρω μου
αίμα.
Δεν είμαι δολοφόνος
κάντε ειρήνη μαζί μου, ανθισμένες γλάστρες,
κλινοσκεπάσματα, πολυθρόνες
κι εσύ, φωτογραφία στο λεύκωμα.
Δεν είμαι δολοφόνος.
Τρέχει αίμα γύρω μου,
αίμα.
Μόνο να ήσουνα εδώ να έβλεπες:
Δεν είμαι δολοφόνος.
Ο Ζενάν Σελτσιούκ γεννήθηκε το 1974 στο χωριό Σταυροκόννου της επαρχίας Πάφου και σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις.
Η Νεριμάν Τσιαχίτ γεννήθηκε το 1937 στην περιοχή της Κερύνειας. Είναι γνωστή ακτιβίστρια και δημοσιογράφος.
Ο Μεχμέτ Γιασίν γεννήθηκε το 1958 στη Νεάπολη, ένα μικτό τότε προάστιο της Λευκωσίας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, ιστορία και λογοτεχνία και πλέον ζει στην Αγγλία, όπου διδάσκει σε διάφορα πανεπιστήμια.
Τα ποιήματα περιέχονται στην ανθολογία Γιώργος Μολέσκης, Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές: Απόπειρα επικοινωνίας, Τόπος, Αθήνα 2010.