Μπορεί και να ‘ναι αυτή η κόπωση που προκαλούν οι συνεχείς μετριότητες κι οι απροσδόκητες απογοητεύσεις, μπορεί κι αυτή η βαθιά συναισθηματική παγίδα που κρύβει στην καρδιά της η ταινία του, πάντως ο Thomas Vinterberg με την Κομμούνα του κατάφερε να αποσπάσει το πρώτο θερμό κι εγκάρδιο χειροκρότημα από τους θεατές, μετά από μια μακριά σειρά αποκαρδιωτικών προβολών του φετινού φεστιβάλ.
Βασισμένη σε προσωπικά του βιώματα κι εμπειρίες απ’ τα Δανέζικα ‘70s, όπως έχει αναφέρει, η νέα ταινία του τρομερού Δανού έρχεται σα μια ανάσα δροσιάς μετά τον σφιχτό φορμαλισμό των (κυριολεκτικών και μεταφορικών) κορσέδων του περσινού Μακριά Από το Πλήθος / Far from the Madding Crowd, και πώς να μην είναι βέβαια, αφού πιο αλλιώτικες εποχές απ’ τη Βικτωριανή Αγγλία και τη μετα-χίπικη Δανία δύσκολο να υπάρξουν να συγκρίνεις. Πέρα απ’ αυτό όμως, ο Vinterberg μπολιάζει την ταινία του με μια αίσθηση δροσιάς, φρεσκάδας κι αλαφρότητας, που σ’ αγκαλιάζουν και σε ξεμυαλίζουνε από την πρώτη τους στιγμή. Αχ, όμως, η ζωή δεν είναι πάντα μόνο χαρωπή.
Χαρωπά ξεκινάνε πάντως ο Έρικ, η Άννα κι η κορούλα τους να πάνε στο πατρικό του πρώτου, κληρονομιά από τον εκλιπόντα πια πατέρα, και χαρωπά περίπου αποφασίζουν πως, παρά την επιμονή του κληρονόμου να το «σκοτώσει» και να πάρει τα λεφτά, το σπίτι όχι μόνο θα το κρατήσουνε, αλλά για να το συντηρήσουν θα το κάνουνε κοινόβιο, να μαζευτούνε φίλοι και γνωστοί, να γεμίσουν τα δωμάτια και να μοιράσουν τους λογαριασμούς. «Μιλάς συνέχεια» του λέει η εντυπωσιακή ξανθιά 40άρα γυναίκα του, λίγα λεπτά αφότου έχουν ιδρώσει τα σεντόνια, και «μην με παρεξηγήσεις, με κάνεις να γελάω, αλλά βαριέμαι, νιώθω σαν να τα έχω ξανακούσει όλα, χρειάζομαι ν’ ακούσω και κανέναν άλλον να μιλάει». Απ’ αυτό το τελικό της επιχείρημα μπορείς να ψυλιαστείς πως το εγχείρημα δεν θα ‘χει και την ανθηρότερη των εξελίξεων.
Το σπίτι γεμίζει γρήγορα, σε μια σειρά από χαριτωμένες, χιουμοριστικές βινιέτες συστάσεων με τους περιφερειακούς χαρακτήρες της ταινίας του Vinterberg, που έτσι υπέροχα σκηνοθετημένη και φωτογραφημένη όπως είναι από τον Jesper Toffner, δεν αναβιώνει μονάχα την εποχή, μα γίνεται κομμάτι της. Αιωρούμενη κοντά στα πρόσωπα, στα χαρούμενα βλέμματα, τα χαμογελαστά μουτράκια και τα λαμπερά, ξανθά σκανδιναβικά κεφάλια, που θα αποτελούσαν τα ιδανικότερα των θεμάτων για ένα παιδί ενθουσιασμένο με την πρώτη του Super 8, η κάμερα κι η ιδιαίτερη υποκειμενικότητα στα καδραρίσματά της, μ’ αυτήν την ανεπαίσθητη κλίση προς τα πάνω, σαν από ύψος παιδικό, υπογραμμίζει το βιωματικό χαρακτήρα της ματιάς του Vinterberg, πασπαλισμένη με αυτήν την αδιόρθωτη αισιοδοξία που κουβαλάνε μαζί τους οι αναμνήσεις των παιδιών.
Καθώς οι περιφερειακοί χαρακτήρες παίρνουν τις θέσεις τους γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι της Κομμούνας, ο Vinterberg βρίσκει αφορμές για να ρίξει χιουμοριστικές μπηχτές στα διάφορα φολκλορικού τύπου σκανδιναβικά συμπλέγματα, διατηρώντας το ρυθμό της αφήγησής του τραγανό. Όμως, πουθενά δεν μπορείς να αισθανθείς πιο μόνος σου απ’ ό,τι ανάμεσα σε κόσμο, κι έτσι όσο πληθαίνουν τα καινούρια πρόσωπα για να απαλύνουν την ανία της Άννας, ο Έρικ κλείνεται κι αποτραβιέται. Δεν αργεί να να γίνει το κακό, κι η Μόνα, μια τριτοετής φοιτήτρια στο τμήμα αρχιτεκτονικής που διδάσκει ο Έρικ, σαν 25χρονη φωτοτυπία της γυναίκας του, γίνεται κάτι περισσότερο από αγαπημένη του μαθήτρια. Έτσι, όταν έρχεται η ώρα να μπει αυτό το νέο πρόσωπο στο κοινόβιο, και να δοκιμαστεί στην πράξη το περιβόητο «σκανδιναβικό μοντέλο», τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί και το πιο εγκεφαλικό των «πολιτισμένων ζευγαριών».
Φέρει μια ιδιαίτερη κυνικότητα η ιδέα ότι, στην αμεσοδημοκρατική διαδικασία της Κομμούνας, η ενδεχόμενη συνύπαρξη μιας πρώην και μιας νυν κάτω απ’ την ίδια στέγη, είναι συζήτηση ίσης βαρύτητας με την επιλογή του πλυντηρίου πιάτων, κι έχει πολύ ζουμί ο τρόπος που διαχειρίζεται ο Vinterberg τις επιπτώσεις της επιβεβλημένης κοινωνικοποίησης που φέρει μαζί της αυτή η σχεσιακή διεύρυνση του κοινοβίου. Η εξερεύνηση των δυναμικών της Κομμούνας ως συλλογικής δομής όμως, έχει σημασία δευτερεύουσα για την ιστορία του Δανού, και ρόλο γαρνιτούρας για το κυρίως δράμα, που δεν είναι άλλο απ’ αυτό του αρχικού μας ζευγαριού.
Καθώς το δράμα πυκνώνει, η κάμερα σηκώνεται κι ο κόσμος όλος σαν να ενηλικιώνεται: «είναι διαφορετικά για τις γυναίκες απ’ ό,τι για τους άντρες» λέει η Μόνα στον Έρικ, ζητώντας του να ενεργοποιηθεί απέναντι στην καταβύθιση της Άννας στον νευρικό κλονισμό, κι ο Vinterberg φιλτράρει την ιστορία του απ’ το βλέμμα της γυναίκας που απορρίφθηκε και πρέπει να συμβιβαστεί με τον θάνατο ενός κομματιού της ταυτότητάς της, απ’ το βλέμμα της γυναίκας που ήρθε για να πάρει τη θέση και την ταυτότητα μιας άλλης, και –ίσως πιο καίρια απ’ όλα– απ’ το βλέμμα της κόρης, μιας γυναίκας εν αναμονή, που ψάχνει να βρει τη δική της ταυτότητα, και τη θέση της σ’ έναν κόσμο που σε κάθε του χαρά κι ελπίδα, κρύβει και μια μερίδα θλίψης.
Ένας βαθύς, παχύς και πλούσιος συναισθηματικός λαβύρινθος είναι αυτός που στήνει στους διαδρόμους του σπιτιού ο Vinterberg, ο οποίος εκθέτει εδώ την ακριβώς αντίθετη πλευρά του νομίσματος που έχει στην άλλη άκρη του την Οικογενειακή Γιορτή / Festen. Γιατί αν εκεί ήταν τα βαθιά κρυμμένα μυστικά που τινάζαν στον αέρα την οικιακή γαλήνη, εδώ είναι η απόλυτη ειλικρίνεια αυτή που ετοιμάζεται να διαλύσει την ειρήνη. Η ολοκληρωτική κι αποφασιστική αποδόμηση της εκλογίκευσης των συναισθημάτων, αυτού του τόσο πολύτιμου όπλου των Σκανδιναβών απέναντι στο χάος της αληθινής ζωής, γίνεται εδώ το κατάλληλο εργαλείο για να συνθέσει ο Vinterberg μια υπερπλούσια δραματική ταπισερί, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται μια διαπίστωση επώδυνη όσο και εν τέλει βαθιά αληθινή: δεν υπάρχει τρόπος σ’ ετούτη τη ζωή να μην πληγώνουμε ο ένας τον άλλο, όσο καλές κι αληθινές προθέσεις έχουμε. Το μόνο όμως που μπορούμε να κάνουμε για να μην πονάμε, είναι να συνεχίζουμε να αγαπάμε.