Άμλετ: Όταν βλέπεις πολλά «ευρήματα», κράτα μικρό καλάθι

Μερικά πράγματα είναι ζήτημα αριθμών. Στο ξεκίνημα της μυθικής ταινίας του Κλωντ Λελούς Η Περιπέτεια Είναι Περιπέτεια βλέπουμε ένα ηλιοβασίλεμα, ενώ ο υπότιτλος μας ενημερώνει: Το 38.982ό ηλιοβασίλεμα στην ιστορία του κινηματογράφου. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα και με τον Άμλετ. Αν έχεις παρακολουθήσει 22 παραστάσεις του σαιξπηρικού αριστουργήματος στην πολυτάραχη ζωή σου, πρέπει να σου δώσει πολύ σοβαρούς λόγους κάποιος για να πας στην 23η. Διαφορετικά, για να διασκεδάσεις την πλήξη σου, απλώς αρχίζεις νοερά να κατατάσσεις αυτό που βλέπεις σε κατηγορίες, όπως έκανε ο Καλβίνο με τα βιβλία στις προθήκες του βιβλιοπωλείου: ανήκει στους Άμλετ Όπου Όλοι Οι Ηθοποιοί Φορούν Μαύρα, στους  Άμλετ Όπου Ο Πρωταγωνιστής Εϊναι Ηλικιακά Πολύ Μεγαλύτερος Από Το Ρόλο και ούτω καθ’ εξής.

Ακόμα όμως  κι αν είσαι λιγότερο συστηματικός θεατής και δεν έχεις δει τόσο πολλούς, ο σκηνοθέτης οφείλει να σου δώσει κάποιο κίνητρο για να παρακολουθήσεις ακόμη έναν. Φτάνοντας σε μια ηλικία όπου αισθάνονται ώριμοι να το επιχειρήσουν ( ή και νωρίτερα), οι περισσότεροι σκηνοθέτες, αλλά και ηθοποιοί με στόφα πρωταγωνιστή αντίστοιχα, αισθάνονται σχεδόν υποχρεωμένοι να αναμετρηθούν με τον πρίγκηπα της Δανίας. Το κατά πόσον το αποτέλεσμα αφορά το όποιο κοινό ή όχι, είναι ένα άλλο ζήτημα.

Ο Λιθουανός Οσκάρας Κορσουνόβας προωθήθηκε στα διεθνή φεστιβάλ από τον μέγιστο συμπατριώτη του σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους. Προσωπικά θεωρώ τον Μακμπέθ του τελευταίου, που είχαμε δει στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών πριν από κάποια χρόνια, ως μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει στη ζωή μου. Όπως κι ο Νεκρόσιους, ο Κορσουνόβας ασχολείται συστηματικά με τον Σαίξπηρ. Δυστυχώς για τον νεαρότερο εκ των δύο, οι ομοιότητες τελειώνουν εδώ.

Ο ίδιος ο Νεκρόσιους, πριν είκοσι σχεδόν χρόνια, είχε χαρίσει στο παγκόσμιο θέατρο τον δικό του Άμλετ, οπότε κάποιες συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Όσοι είχαν την τύχη να τον πετύχουν σε κάποιο διεθνές φεστιβάλ, σίγουρα θυμούνται τον πολυέλαιο από πάγο που δέσποζε πανω από τη σκηνή. Υπάρχει λόγος που το αναφέρω: όταν μια παράσταση έχει ένα σαφή δραματουργικό άξονα, τότε τα επιμέρους στοιχεία εντάσσονται αβίαστα σε αυτόν και, με σχεδόν μαγικό τρόπο, γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της αφηγηματικής γραμμής. Όταν απουσιάζει ο άξονας αυτός, τότε ο ταλαίπωρος σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα – και τη δουλεία – του ευρήματος. Και τα ευρήματα αρχίζουν, καλή (;) ώρα, να σωρεύονται: να οι καθρέφτες για το μακιγιάζ από τα καμαρίνια, να οι αρουραίοι, να οι μετακινήσεις αποσπασμάτων του κειμένου μπρος-πίσω, και πάει λέγοντας. Κάποια πιο επιτυχημένα, κάποια λιγότερο, όλα όμως με ένα κοινο παρονομαστή. Ελλείψει μιας κεντρικής κατεύθυνσης που θα τους έδινε ένα σκοπό, παρέμειναν σκόρπια, ασύνδετα και αδικαίωτα, στιγμιαίες λύσεις σε μια αμηχανία της πρόβας, όπου το καθένα από αυτά εκείνη την ώρα έμοιαζε σαν καλή ιδέα… Τώρα η διαδοχή τους προκαλεί απλώς πλήξη στο θεατή, που κοιτάζει είτε υπομονετικά ποιο θα είναι το επόμενο, είτε ανυπόμονα το ρολόι του.

Ο Κορσουνόβας δείχνει να είναι της μόδας στο υπερπληθωρικό, για να το πω ευγενικά, θεατρικό τοπίο της Αθήνας. Η Μιράντα που παρουσίασε αυτή τη σεζόν απέσπασε κολακευτικά σχόλια (δεν την είδα και δεν έχω άποψη), κι αυτό συμπαρέσυρε πλήθη στον Άμλετ του στο Φεστιβάλ. Εγώ θυμάμαι το Ρωμαίος και Ιουλιέτα που είχε κάνει γύρω στο 2003, και λάμβανε χώρα σε μια πιτσαρία της Βερόνα: ούτε το εύρημα του Καπουλέτου …πιτσαδόρου με είχε ξετρελάνει. Από την άλλη, σε μια Αθήνα των εκατοντάδων ή και χιλιάδων παραστάσεων κάθε χειμώνα, όλοι οι καλοί χωράνε. Κι οι λιγότερο καλοί ομοίως…

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης