Η Νίκη Μαραγκού διάλεξε να μην είναι εδώ στη φετινή τεσσαρακοστή επέτειο του 1974. Είναι όμως παρούσα με ένα ποίημα και δυο αφηγήσεις. Παρόντα τα χνάρια της στην αμμουδιά της Αμμοχώστου, παρούσες οι λέξεις της που ήταν τα «παιγνίδια» της, σοφά και ευγενικά αρμοσμένες έτσι ώστε πάντα να τη θυμόμαστε.
Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από το βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το ’74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του σπιτιού μας στην παραλία
της Αμμοχώστου μάς φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες καρέκλες, κλεμμένα
τραπεζομάντιλα, κλεμμένες πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
— Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνιάρη, εδώ είναι γραμμένο το όνομά της.
— Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε από το μέρος που
ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
— Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,
έτσι το λένε στα τουρκικά.
Κόρη μου, εν μου έφερες λίγον ρούγανον που το χωρκόν μου, τούτη εν φελά, έν’ άλλη η μυρωδκιά της δικής μας, τζιαι τα αθάσια εν γίνουνται καλά σαν τα δικά μας. Έκαμα εννιά παιδιά. Πέντε έμεινάν μου, τέσσερα έπιασέν τα ο Θεός, εμοιράσαμέν τα. Κέσκι μου να γένει καμιά λύση να πάμε πίσω στα χωρκά μας, επερνούσαμεν πολλά καλά, κόρη μου, μα εγώ εν θα το προλάβω. Εφύαμεν που το χωρκό μας, τον Άγιο Θόδωρο, το Γενάρη του 1964. Εβγήκαν νύχτα που την εκκλησία οι συγχωρκανοί τζιαι άρκεψαν να μας παίζουν, μα εν τζιαι εφταίαν, αναγκάσαν τους, είπαν τους αν δεν το κάμουν έν’ να τους παίξουν τζιείνους, αφού ο γείτος μου, ὁ γιος του Λουίζου, έφυεν με το αυτοκίνητό του τζιαι εχώστην μες στα όρη για να μεν αναγκαστεί να μας παίξει. Επήαμεν στα Κόκκινα τζιαι εμείναμεν δώδεκα χρόνια μες στους σπήλιους. Ετραβήσαμεν πολλά, μα κέσκιν μου να γένει ειρήνη τζιαι εν πειράζει, να τα ξηχάσουμεν. Θέλουμε να πάμε στον τόπο μας, κόρη μου, να μας σάσουν τα σπίθκια μας τζιαι να πάμεν, εγέρασα, κόρη μου, εν με βαστούν τα πόδκια μου. Λαλείς έν’ να πάμεν έσσω μας;
Ο άντρας μου είχε δύο σκυλιά κυνηγετικά. Τη Λάσσυ τζιαι τον Πέτρο, δυο σκυλιά πανέμορφα. Τα είχαμε στο περβόλι στο Κάτω Βαρώσι. Τους είχαμε δικό τους κλουβί μεγάλο. Μια εβδομάδα πριν την εισβολή έσκαψαν το χώμα τζιαι βγήκαν. Φοβηθήκαμε μην τα χάσουμε τζιαι κάναμε τσιμέντο το πάτωμα. Για να μην μπορούν να φύγουν. Είκοσι οκτώ χρόνια ακόμα τα βλέπω στον ύπνο μου.
Η Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στη Λεμεσό. Από το 1980 έδινε τα σημάδια της γραφής της. Από τα βιβλία της παραθέτουμε ενδεικτικά: Τα από κήπων (Άγρα 1980), Μια στρώση άμμου (Καστανιώτης 1990), Παραμύθια της Κύπρου (Αρμός 1994), Γιατρός από τη Βιέννη (Το Ροδακιό 2003, 22005), Divan (Το Ροδακιό 2005), Ο δαίμων της πορνείας (Μελάνι 2007), Γεζούλ (Εστία 2010).