«Ήταν εντελώς απίθανο να συμβεί αυτό το 1996, μάλλον ακόμα και σήμερα έτσι μοιάζει. Ο David Bowie στην Αθήνα; Και μάλιστα την ίδια βραδιά, στην ίδια σκηνή, με τον Lou Reed και τον Elvis Costello. Ήταν απίθανο, ναι. Αλλά, ήταν κάτι που μόνο ο Νίκος Σαχπασίδης μπορούσε να πετύχει. Με την επιμονή του, με τον τρόπο του». Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η Μαίρη Τηλεμάχου ακούγεται συγκινημένη. Όσο είμαστε όλοι ακούγοντας τα δυσάρεστα νέα για τον θάνατο του David Bowie, αλλά και λίγο παραπάνω γιατί η μνήμη της γυρνάει 20 χρόνια πίσω και δεν μπορεί παρά να σταθεί στον αείμνηστο Νίκο Σαχπασίδη της Half Note Productions, έναν από τους πιονιέρους του χώρου των συναυλιών στην Ελλάδα που έφυγε πολύ νωρίς, σε ηλικία μόλις 45 ετων το 1997.
Ίσως, το πιο περιέργο τεχνικό κομμάτι ήταν ότι ήθελε έναν συγκεκριμένο τύπο καρέκλας στην σκηνή. Μας την είχαν στείλει με φωτό μέσω ίντερνετ, μάλιστα. Σκεφθείτε …1996 Ελλάδα, διαδίκτυο και ψηφιακή φωτογραφία. Τα καταφέραμε πάντως να τη βρούμε.
Νωρίτερα, προσπαθώντας να ξετυλίξω το κουβάρι των αναμνήσεων γύρω από αυτήν την ιστορική συναυλιακή βραδιά στο γήπεδο «Απόστολος Νικολαϊδης» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, μίλησα με τον αδερφό του εκλιπόντος, Βασίλη Σαχπασίδη. «Δεν ήμουν εκεί, την ίδια βραδιά διοργάνωνα ανεξάρτητα μια συναυλία του Ryuichi Sakamoto στο Ηρώδειο. Λέγαμε μεταξύ μας και γελάγαμε “γίναμε Λονδίνο” με τέτοια ονόματα το ίδιο βράδυ στην πόλη», θυμάται και με παραπέμπει στην Μαίρη Τηλεμάχου που ήταν εκεί. Ακολουθώντας τον κάποτε Λεπτό Λευκό Δούκα στις λιγότερες από 48 ώρες που πέρασε στην Αθήνα. «Βρισκόταν στην περιοδεία προώθησης του Outside που είχε κυκλοφορήσει δέκα μήνες πριν, έφτασε την παραμονή της συναυλίας από τo Roskilde της Δανίας κι έφυγε το πρωί της επόμενης για Ισραήλ. Εμείς τον είχαμε κλείσει σχεδόν ένα χρόνο πριν, ήταν η πρώτη μέρα του φεστιβάλ, την επόμενη είχε Simply Red, Pato Banton, The Cardigans. Οι άνθρωποί του μάλιστα είχαν έρθει μάλιστα πιο πριν, φωτογράφισαν το πως στήνουμε προκειμένου να προσαρμοστούν. O Bowie ήταν -ως συνήθως- πολύ μπροστά ακόμα και σε τεχνικό επίπεδο, ήταν π.χ. ο πρώτος με τον οποίο είχαμε δουλέψει και χρησιμοποιούσε in ear monitors», η Μαίρη επιμένει στον επαγγελματισμό του. «Ήταν απαιτητικός, ναι. Πολύ. Αλλά, με τον τρόπο του english gentleman. Ίσως, το πιο περιέργο τεχνικό κομμάτι, με δεδομένο ότι φυσικά έφεραν δικές τους κονσόλες και λοιπό backline, ήταν ότι ήθελε έναν συγκεκριμένο τύπο καρέκλας στην σκηνή. Μας την είχαν στείλει με φωτό μέσω ίντερνετ, μάλιστα. Σκεφθείτε …1996 Ελλάδα, διαδίκτυο και ψηφιακή φωτογραφία. Τα καταφέραμε πάντως να τη βρούμε».
Αμοιβή; Rider; Ας μην ντρεπόμαστε, όταν μιλάμε για το παρασκήνιο μιας συναυλίας, αυτές είναι οι λεπτομέρειες που γαργαλάνε την περιέργειά μας. Η Μαίρη Τηλεμάχου, όπως ήμουν σίγουρος, δε θα μιλήσει για νούμερα, θα αρκεστεί στο «ήταν άλλη κλάση και στο θέμα αμοιβής – κόψαμε 20 με 25.000 εισιτήρια, η βραδιά δε “βγήκε”. Αλλά, έτσι ήταν ο Νίκος (σ.σ. Σαχπασίδης). Ρομαντικός, μερικές φορές έκανε πράγματα απλά γιατί έπρεπε καλλιτεχνικά να γίνουν». Στα μέσα των 90s, o Bowie ήταν πολύ πιο ήρεμος σε σχέση με το rock n’ roll animal των περασμένων δεκαετιών. Τρία χρόνια ήδη παντρεμένος με την Iman, έχοντας αφήσει πίσω του εθισμούς και τακτικές σοκ, έχοντας κληροδοτήσει τη μαγική τέχνη της πρόκλησης στις επόμενες γενιές, ήταν πάνω απ’ όλα επαγγελματίας. «Πολυ επαγγελματίας, δεν μπορείς να φανταστείς. Ήθελε εκτός από τους δικούς του ανθρώπους να του παρέχουμε έξτρα άτομα security. Συνολικά, η ομάδα του ήταν περίπου 30 άτομα (από ηχολήπτες μέχρι σωματοφύλακες) κι εμείς απασχολήσαμε σχεδόν 25 άτομα αποκλειστικά αφοσιωμένα στην ασφάλειά του. Απαιτούσε το ξενοδοχείο να έχει πισίνα, γυμναστήριο και φυσικοθεραπευτή για να διατηρείται σε φόρμα και να βγάλει το δύσκολο πρόγραμμα της τουρνέ. Καμία παραξενιά πάντως. Ίσως το ότι είχε ζητήσει οι πετσέτες που θα είχε on stage για να σκουπίζει τον ιδρώτα του να είναι όχι λευκές, αλλά αποκλειστικά μαύρου χρώματος. Α, και όπως συνηθίζεται, είχε απαγορεύσει κάμερες και φωτογραφικές μηχανές backstage».
Είδε και λίγο Αθήνα. «Τον πήγαμε την κλασική βόλτα στην Ακρόπολη, μετά στην Πλάκα και στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Έδειξε πολύ ενδιαφέρον και κάποιο δέος, μπορώ να πω, για τα αρχαία – ρωτούσε να μάθει διάφορα. Μετά τη συναυλία, πήγαμε για φαγητό στο Τουρκολίμανο. Ψάρι και λαχανικά, πολύ αυστηρός vegetarian από τότε. Συμμετείχε κανονικά στην κουβέντα, έκανε χιούμορ, δεν ήταν καθόλου ιδιότροπος ή ντίβα. Μας έκανε να αισθανόμαστε πολύ άνετα δίπλα του. Στην σκηνή, φυσικά, η ενδυμασία του ήταν πολύ προχωρημένη – classic Bowie chic. Παρακολούθησε όμως και τα live των υπόλοιπων και φυσικά έκανε παρέα με τους άλλους δύο backstage, εντάξει με τον Lou Reed είναι γνωστός ο δεσμός τους», θυμάται η Μαίρη Τηλεμάχου κι ανακαλεί ότι με την υπόλοιπη ομάδα της παραγωγής προσπαθούσαν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο δικό τους δέος που ζούσαν από κοντά ενα ποπ ίνδαλμα και τον επαγγελματισμό που αρμόζει στην περίσταση.
Απαιτούσε το ξενοδοχείο να έχει πισίνα, γυμναστήριο και φυσικοθεραπευτή για να διατηρείται σε φόρμα και να βγάλει το δύσκολο πρόγραμμα της τουρνέ. Καμία παραξενιά πάντως. Ίσως το ότι είχε ζητήσει οι πετσέτες που θα είχε on stage για να σκουπίζει τον ιδρώτα του να είναι όχι λευκές, αλλά αποκλειστικά μαύρου χρώματος.
Κλείνοντας, διαπιστώνουμε πόσο καταραμένα έχει μπει το 2016 για τη μουσική. «Μα και τις τρεις μεγάλες απώλειες της χρονιάς μέχρι τώρα, ο Νίκος τους είχε φέρει στην Ελλάδα. Τον Lemmy με τους Motörhead στο Σπόρτιγκ το ’88 (κι άλλες δυο φορές), αλλά και την Natalie Cole που την έκανα εγώ στη Θεσσαλονίκη. Είναι δυστυχώς μέσα στη δουλειά μας, να γνωρίζεις αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους, να δουλεύεις μαζί τους έστω για λίγο και κάποτε να τους αποχαιρετάς μαζί με όλον τον υπόλοιπο πλανήτη».