«Με κοστούμι πάντα να φοράς μεγάλα Βρετανικά παπούτσια, από εκείνα με τις δερμάτινες λωρίδες. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από αυτά τα μικρά ντελικάτα ιταλικά παπούτσια στην άκρη του παντελονιού. Να αντιμετωπίσεις τουλάχιστον ένα πτώμα μια φορά. Η απόλυτη απουσία ζωής είναι από τις πιο ενοχλητικές και ψυχολογικά απαιτητικές συναντήσεις που θα έχει κανείς. Όταν δε μπορώ να βρω το κλείσιμο σε ένα στίχο και έχω κολλήσει, τότε παίζω το τελευταίο μου χαρτί: ακαταμάχτος παραλογισμός. Ο διάσημος ροκ κριτικός, Λέστερ Μπάνγκς, υποτίθεται πως είπε το καλύτερο κοπλιμέντο για μια μπάντα με τη φράση: “Με κάνετε να νιώθω σαν καργιόλης από την κόλαση”. Τότε κατάλαβα ότι είμαστε από διαφορετικούς πλανήτες.
Δεν περιμένω από το ανθρώπινο γένος να προοδεύσει σε πάρα πολλούς τομείς. Ωστόσο, όταν έχω ένα παιδί με μόλυνση στο αυτί, είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για τα αντιβιοτικά. Πάντα μετάνιωνα για το γεγονός ότι δε μίλησα ανοιχτά με τους γονείς μου, ειδικά με τον πατέρα μου. Έχω ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά πράγματα για την οικογένειά μου, που πλέον δεν πιστεύω τίποτα. Κάθε συγγενής μου λέει και μια διαφορετική ιστορία από την προηγούμενη. Είναι λες και έχω μισή ντουζίνα οικογενειακού ιστορικού. Η διασημότητα μπορεί να πάρει έναν ενδιαφέρων άνθρωπο και να τον σπρώξει στη μετριότητα. Αν δεν είχα γίνει μουσικός και συνθέτης, δεν θα είχε σημασία τι θα έκανα.
Δε γνώριζα πολλούς ροκάδες. Όταν πήγαινα σε κάποιο μαγαζί ή κλαμπ, έβλεπα όλους αυτούς τους διάσημους ρόκερ να “δένονται” μεταξύ τους. Και όταν το σκεφτόμουνα, ένιωθα τελείως αποκομμένος από αυτό. Μερικές φορές το μετάνιωνα που δε τους γνώρισα. Νιώθω δέος για το σύμπαν, αλλά δεν πιστεύω απαραίτητα ότι υπάρχει κάποιου είδους ευφυΐα ή μεσάζων πίσω από αυτό. Είμαι παθιασμένος για το οπτικό σκέλος των θρησκευτικών τελετών, παρόλο που μπορεί να είναι παντελώς κενές και χωρίς ουσία. Το θυμίαμα είναι δυνατό και προκλητικό, είτε είναι Βουδιστές είτε Καθολικοί. Η καταθλιπτική συνειδητοποίηση σε αυτή της εποχή της αποβλάκωσης είναι ότι οι ερωτήσεις έχουν μετακινηθεί από το “Είχε δίκιο ο Νίτσε για το Θεό;” στο “Πόσο μεγάλο είναι το πουλί του;”.
Αξιοποίησε στο έπακρο την κάθε στιγμή. Δεν εξελισσόμαστε, ούτε πηγαίνουμε πουθενά. Δεν είσαι ποτέ αυτός που νομίζεις ότι είσαι. Κάποια περίοδο στη δεκαετία του ’80, μια ηλικιωμένη γυναίκα με πλησίασε και μου είπε: “Κύριε Έλτον, θα μπορούσα να έχω το αυτόγραφό σας;” Όταν της είπα ότι δεν είμαι ο Έλτον (Τζον) αλλά ο Ντέιβιντ Μπόουι, μου απάντησε: “Πάλι καλά, γιατί δεν αντέχω τα κόκκινα μαλλιά του και όλο αυτό το μέικαπ”.